Θες η καταραμένη, θες οι διπλο-τριπλοβάρδιες της μάνας, θες το ζάχαρο του
πατέρα... πρωτοδοκίμασα ρεβανί στα 17!!
Ανοιξη ήταν. Τέτοια εποχή.
Η παρέα, ο Τάκης (γόης), ο Λάκης (γόης και καλλιτέχνης) κι εγώ (άστο), είχαμε
επισκεφθεί τη νέα συμμαθήτρια (στα αγγλικά) στο σπίτι της.
Νεόφερτη στην πόλη. Δημόσιος υπάλληλος ο πατέρας της. Είχε καταργηθεί η θέση
του στη Βέροια και μετατέθηκε στη δική μας (υπήρχε και τότε Καλλικράτης!!).
Η κυρά-Χαρίκλεια, η μάνα, άνθρωπος...επικοινωνιακός.
Καρδιά μπαχτσές, γλώσσα πολυβόλο.
Μετά, τις ανακριτικού χαρακτήρα ερωτήσεις της, τα γλυκόλογα και τις ευχές της για
υγεία και πρόοδο...πέρασε στο τρατάρισμα.
Ενα πιατάκι βρέθηκε στα χέρια μου. Στη μέση, ένα κομμάτι...ψωμί(!!), κίτρινο-καφέ,
τίγκα στο ζουμί.
Ενεκα οι κακές σχέσεις με τα γλυκά, το κοίταξα απορημένος, επιφυλακτικός, έτοιμος
να το ξεπροβοδίσω.
"Δοκίμασε Τάκη. Τόκανα με τα χεράκια μου", έκανε επιτακτικά η κυρά-Χαρίκλεια.
Υπέκυψα στην πιεστική παρότρυνση.
Πρώτη κουταλιά. Δεύτερη. Στην τρίτη, το ρεβανί είχε εξαφανισθεί!!
Τι νοστιμιά!! Τι δημιουργία!!
Κοίταξα τη νοικοκυρά στα μάτια. Σα σκυλάκι.
"Ευχαριστώ, νοστιμώτατο", έκανα λιγωμένος.
"Μήπως υπάρχει και συμπλήρωμα", είπα από μέσα μου.
Τίποτα. Καμιά απόκριση. Καμιά πρόταση.
Αρχισα τις μαλαγανιές. Τα παινέματα. Το...γλύψιμο.
Τίποτα. Καμιά απόκριση. Καμιά κίνηση.
Εφυγα ανικανοποίητος, αλλά γλυκο-ευχαριστημένος!!
Κατεβαίνοντας τις σκάλες...άνοιξα ένα παράθυρο: "Φχαριστούμε κυρά Χαρίκλεια.
Θα ξαναρθούμε να μας κεράσεις ρεβανί".
πατέρα... πρωτοδοκίμασα ρεβανί στα 17!!
Ανοιξη ήταν. Τέτοια εποχή.
Η παρέα, ο Τάκης (γόης), ο Λάκης (γόης και καλλιτέχνης) κι εγώ (άστο), είχαμε
επισκεφθεί τη νέα συμμαθήτρια (στα αγγλικά) στο σπίτι της.
Νεόφερτη στην πόλη. Δημόσιος υπάλληλος ο πατέρας της. Είχε καταργηθεί η θέση
του στη Βέροια και μετατέθηκε στη δική μας (υπήρχε και τότε Καλλικράτης!!).
Η κυρά-Χαρίκλεια, η μάνα, άνθρωπος...επικοινωνιακός.
Καρδιά μπαχτσές, γλώσσα πολυβόλο.
Μετά, τις ανακριτικού χαρακτήρα ερωτήσεις της, τα γλυκόλογα και τις ευχές της για
υγεία και πρόοδο...πέρασε στο τρατάρισμα.
Ενα πιατάκι βρέθηκε στα χέρια μου. Στη μέση, ένα κομμάτι...ψωμί(!!), κίτρινο-καφέ,
τίγκα στο ζουμί.
Ενεκα οι κακές σχέσεις με τα γλυκά, το κοίταξα απορημένος, επιφυλακτικός, έτοιμος
να το ξεπροβοδίσω.
"Δοκίμασε Τάκη. Τόκανα με τα χεράκια μου", έκανε επιτακτικά η κυρά-Χαρίκλεια.
Υπέκυψα στην πιεστική παρότρυνση.
Πρώτη κουταλιά. Δεύτερη. Στην τρίτη, το ρεβανί είχε εξαφανισθεί!!
Τι νοστιμιά!! Τι δημιουργία!!
Κοίταξα τη νοικοκυρά στα μάτια. Σα σκυλάκι.
"Ευχαριστώ, νοστιμώτατο", έκανα λιγωμένος.
"Μήπως υπάρχει και συμπλήρωμα", είπα από μέσα μου.
Τίποτα. Καμιά απόκριση. Καμιά πρόταση.
Αρχισα τις μαλαγανιές. Τα παινέματα. Το...γλύψιμο.
Τίποτα. Καμιά απόκριση. Καμιά κίνηση.
Εφυγα ανικανοποίητος, αλλά γλυκο-ευχαριστημένος!!
Κατεβαίνοντας τις σκάλες...άνοιξα ένα παράθυρο: "Φχαριστούμε κυρά Χαρίκλεια.
Θα ξαναρθούμε να μας κεράσεις ρεβανί".
Το επόμενο βράδυ στο μάθημα, η Αφρω μου αποκάλυψε το Ψέμα.
Το ρεβανί δεν είχε γίνει από τα χεράκια της κ.Χαρίκλειας, αλλά από τα χεράκια ενός
ζαχαροπλάστη Χουχλιούρου στη Βέροια.
Δεν ξαναπήγα σπίτι της. Δεν ξανάφαγα ρεβανί με...κουταλάκι!!
Δεν ξαναπαίνεψα τόσο θερμά δημιουργία νοικοκυράς. Δεν "ξανάγλειψα"!!
Δεν έμαθα να φκιάχνω ρεβανί.
Εμαθα,όμως, να φυλάγομαι από αυτούς που μου το προσφέρουν.
Τα Ψέματά τους και την Υποκρισία τους.
Το ρεβανί δεν είχε γίνει από τα χεράκια της κ.Χαρίκλειας, αλλά από τα χεράκια ενός
ζαχαροπλάστη Χουχλιούρου στη Βέροια.
Δεν ξαναπήγα σπίτι της. Δεν ξανάφαγα ρεβανί με...κουταλάκι!!
Δεν ξαναπαίνεψα τόσο θερμά δημιουργία νοικοκυράς. Δεν "ξανάγλειψα"!!
Δεν έμαθα να φκιάχνω ρεβανί.
Εμαθα,όμως, να φυλάγομαι από αυτούς που μου το προσφέρουν.
Τα Ψέματά τους και την Υποκρισία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου