Όσον αφορά τη Φυτική Παραγωγή η Περιφέρεια Θεσσαλίας παράγει το 14,2% της αγροτικής παραγωγής της χώρας (η 2η μεγαλύτερη συμμετοχή μετά την Κεντρική Μακεδονία), το 6,5% της μεταποιητικής παραγωγής και το 5,2% των υπηρεσιών. Παράλληλα, όμως, με τον πρωτογενή τομέα έχει αναπτυχθεί και η βιομηχανία τροφίμων με πλήθος τυποποιητικών...
και μεταποιητικών επιχειρήσεων.
Στη Θεσσαλία καλλιεργούνται συνολικά 4109000 στρ. Το 46% της καλλιεργούμενης έκτασης βρίσκεται στο Ν. Λαρίσης. Οι ετήσιες καλλιέργειες καλύπτουν το 81,1% της συνολικής έκτασης και έπονται οι δενδρώδεις καλλιέργειες οι οποίες καλύπτουν το 11,1% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης
Μεταξύ των τεσσάρων νομών παρουσιάζονται σημαντικές διαφορές ως προς την αγροτική δραστηριότητα. Στο Ν. Καρδίτσης το 94,1% των εκτάσεων καλύπτεται από ετήσιες καλλιέργειες. Στον αντίποδα στο Ν. Μαγνησίας οι ετήσιες καλλιέργειες καλύπτουν το 53% ενώ το 37,4% των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι δενδρώδεις, αντιστοιχώντας σχεδόν στο 60% των εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες στη Θεσσαλία. Δεύτερος έρχεται ο Ν. Λαρίσης στον οποίο το 8,4% των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι δενδρώδεις, οι οποίες ωστόσο αντιστοιχούν στο 35% των εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες στη Θεσσαλία.
Από τις πολυετείς καλλιέργειες η πιο διαδεδομένη είναι η καλλιέργεια της μηλιάς, κυρίως στο Πήλιο και την Αγιά, καλύπτοντας περίπου 42.000 στρ.
Ακολουθεί η καλλιέργεια αμπελιού με 39 χιλ. στρέμματα.
Έπονται η ροδακινιά και αχλαδιά που καλύπτουν περίπου 15.000 στρ. έκαστη. Οι κερασιές καλύπτουν περίπου 5000 στρέμματα.
Οι εκτάσεις με βιολογικές καλλιέργειες το 2003 ανέρχονταν σε 61.319,6 στρ. Η πλειοψηφία των εκτάσεων αυτών αφορά βοσκότοπους (47.835 στρ.), ενώ ακολουθούν το σκληρό σιτάρι (5.993 στρ.) και η ελιά (3.132 στρ.).
Οι ετήσιες καλλιέργειες, που κυριαρχούν στον κάμπο της Θεσσαλίας, είναι πλήρως μηχανοποιημένες σε όλα τα στάδια παραγωγής από τη σπορά ή μεταφύτευση έως και τη συγκομιδή και αφορούν κυρίως βαμβάκι και δημητριακά. Ωστόσο δεν γίνεται καλή χρήση του εξοπλισμού με αποτέλεσμα την υπερβολική αναμόχλευση των εδαφών που οδηγεί σε μείωση της οργανικής ουσίας των χωραφιών, την υπερλίπανση και ρύπανση των υδάτων με νιτρικά, και την κακή χρήση του διαθέσιμου νερού, κάτι το οποίο ισχύει και για τις άλλες καλλιέργειες. Μεγάλο μέρος των επικλινών εκτάσεων της Θεσσαλίας υπόκειται σε σημαντικές απώλειες εδάφους από διάβρωση κυρίως από απορροή νερού. Σημαντικό πρόβλημα ο πεπαλαιωμένος και μεγάλος σε αριθμό και ισχύ μηχανημάτων γεωργικός εξοπλισμός που συμβάλλει στη αύξηση του κόστους παραγωγής. Σημαντικές είναι και οι εκτάσεις με βιομηχανική τομάτα, κυρίως στο Ν. Λαρίσης. Η ύπαρξη εργοστασίων μεταποίησης της βιομηχανικής τομάτας επέκτεινε τη δυναμική αυτή καλλιέργεια σε μεγάλες περιοχές της Θεσσαλίας και πιθανόν να τη διατηρήσει παρά τα σημερινά προβλήματα στη διάθεση των προϊόντων της διεθνώς όπως αυτά έχουν ανακύψει κυρίως στα τελευταία τρία χρόνια με τον ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής (όπως Κίνα).
Οι καλλιέργειες καρπουζιού και πεπονιού δεν υποστηρίζονται από μεγάλους εξαγωγικούς φορείς και δύσκολα θα αναπτυχθούν με εξαγωγικό χαρακτήρα και σταθερά θετικό οικονομικό αποτέλεσμα ενώ οι δυνατότητες είναι καλές. Ιδιαίτερα με την περάτωση της Εγνατίας οδού και την κατασκευή των κάθετων οδικών αξόνων θα υπάρξει εύκολη πρόσβαση σε αγορές της Βόρειας Ευρώπης.
Η καλλιέργεια της μηλιάς γίνεται κυρίως σε δύο κέντρα, το Πήλιο και την Αγιά. Το αμπέλι καλλιεργείται κυρίως στο νομό Λαρίσης (26 χιλ. στρ.) κυρίως σε περιοχές του Τυρνάβου και σε διάφορα άλλα κέντρα της Θεσσαλίας (Δαμάσι, Ραψάνη, Ελασσώνα). Ροδάκινα παράγονται επίσης κυρίως στην ευρύτερη περιοχή Τυρνάβου (Τύρναβος, Φαλάνη, Γιάννουλη, Αμπελώνας) και στο Πήλιο. Σημαντικό ποσοστό είναι τα συμπύρηνα ροδάκινα τα οποία κονσερβοποιούνται από τις τοπικές βιομηχανίες. Αχλάδια παράγονται κυρίως επίσης στην ευρύτερη περιοχή Τυρνάβου (Φαλάνης, Γιάννουλης, Αμπελώνα) (κύριο κέντρο παραγωγής αχλαδιών σήμερα για την Ελλάδα) και στα παράλια του Παγασητικού. Η παραγωγή βερύκοκου είναι σχετικά μικρή λόγω της επικινδυνότητας καταστροφής της παραγωγής από παγετούς. Η Θεσσαλία έχει κυρίαρχη θέση στην Ελλάδα στην παραγωγή αμύγδαλου. Στην κοιλάδα του Συκουρίου παράγεται το 1% του αμυγδάλου της γης.
H καλλιέργεια της ελιάς επεκτείνεται και πιθανόν να συνεχίσει να αναπτύσσεται καθώς υπάρχουν αρκετές βιομηχανίες, οι οποίες μάλιστα ευρίσκονται σε συνεχή πορεία ανάπτυξης για παραγωγή και εμπορία κονσερβοποιημένης ελιάς και προϊόντων της σε όλο τον κόσμο και επιπρόσθετα πολλοί παραγωγοί εισήλθαν πρόσφατα στη βιολογική παραγωγή ελαιόλαδου, το οποίο και θα διατίθεται πιο εύκολα και σε καλές τιμές στο διεθνές εμπόριο.
Η μέση έκταση ανά εκμετάλλευση επίσης παρουσιάζει σημαντικές διαφορές ανά νομό, καθώς η μέση έκταση για τις ετήσιες καλλιέργειες στο Ν. Λαρίσης είναι 74 στρ. έναντι μόλις 35 στρ. για το νομό Τρικάλων (ΕΣΥΕ, 2000).
Τα αγροτικά προϊόντα στη Θεσσαλία παράγονται όχι βάσει της ζήτησης και προσφοράς της αγοράς αλλά βάσει της τοπικής κουλτούρας (γνώση καλλιέργειας συγκεκριμένων ειδών από δεκαετίες έως και αιώνες) και βάσει των επιδοτήσεων που χορηγούνταν τις τελευταίες δεκαετίες. Οι παραγωγοί της Θεσσαλίας είναι σε σημαντικό ποσοστό ηλικιωμένοι, με επίπεδο γνώσης πολύ χαμηλό όσον αφορά τις καινούργιες τεχνολογίες και καινοτομίες αλλά και τις νέες καλλιέργειες και τεχνικές τους.
Η Θεσσαλία διαθέτει, επίσης, σημαντικές περιοχές με ονομαστά προϊόντα υψηλής ποιότητας συμβατικά ή βιολογικά. Πολλές από τις περιοχές έχουν υψηλή ποιότητα λόγω θέσης και κλίματος (υψόμετρο) αλλά άλλες περιοχές είναι γνωστές από τη δράση ομάδων παραγωγών που επέβαλλαν το όνομα. Υψηλή ποιότητα πατάτας παράγεται σε περιοχές με μέσο ή μεγάλο υψόμετρο όπως η Μαρμάργιαννη στην περιοχή Αγιάς και η Καλιπεύκη στον Όλυμπο (πρώην λίμνη Νιζηρού με υψόμετρο 1000 μ περίπου). Πολλές από τις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας παρήγαγαν υψηλής ποιότητας λαχανικά όπως η Ανατολή Αγιάς (φασολάκια), η Σπηλιά στον Κίσσαβο (επιτραπέζια τομάτα) αλλά «ευφυείς» πολιτικές των Κυβερνήσεων στις δεκαετίες του 70 και 80 κατέστρεψαν την παραγωγική βάση με διατιμήσεις των προϊόντων.
Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν σημαντικές δυνατότητες της Θεσσαλίας να παράγει προϊόντα υψηλής ποιότητας που θα βρουν αγορές -στη χώρα ή στο εξωτερικό- που παράγουν βότανα βιολογικά ή συμβατικά. Ο Συνεταιρισμός Γυναικών του Λαύκου διαθέτει και χώρο πώλησης των προϊόντων στο Λαύκο.
Σημαντικές προσπάθειες παραγωγής υψηλής ποιότητας κρασιών υπάρχουν σε όλο το Θεσσαλικό χώρο. Οι παραδοσιακές περιοχές παραγωγής κρασοστάφυλων και υψηλής ποιότητας κρασιών όπως η Ραψάνη (Τσάνταλης ΑΕ), Κρανιάς (Κατσαρός), Μεσηνικόλα (Συνεταιρισμός) έχουν ακολουθηθεί από νέες προσπάθειες σε πολλές περιοχές. Εκτός των Βιολογικών κρασιών του Σαρανταπόρου, πολύ πετυχημένη μονάδα αναπτύχθηκε στη Βούναινα (Βιολογικά κρασιά Καρυπίδη), στη Ελλασσώνα (Λόλλας ) κλπ.
Όλα τα παραπάνω παραδείγματα αποτυπώνουν το σημαντικό δυναμικό της περιοχής της Θεσσαλίας τόσο σε δυνατότητα παραγωγής υψηλής ποιότητας πρώτων υλών αλλά και κυρίως ένα υψηλό ανθρώπινο δυναμικό επιχειρηματιών που μπορούν να πρωτοστατήσουν στην ανάπτυξη της μεταποίησης.
Θα πρέπει εδώ να τονισθεί ότι υπάρχει ένα τμήμα ειδικών μικροκλιμάτων, όπως αυτά που αναφέρθηκαν, που μπορούν να δώσουν υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας προϊόντα που σε μεγάλο ποσοστό θα παραχθούν με συμβατικές μεθόδους και υψηλό κόστος εργασίας. Η Θεσσαλία, όμως, διαθέτει τη μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας με ένα γεωργικό πληθυσμό εθισμένο στις εκμηχανισμένες αρδευόμενες καλλιέργειες. Το δυναμικό αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση ανάπτυξης εκμηχανισμένων καλλιεργειών φρούτων και λαχανικών τόσο για νωπή κατανάλωσης ( με ευκολία πρόσβασης σε αγορές μέσω των νέων οδικών αξόνων) όσο και για τη μεταποίηση που μπορεί να έχει χαμηλού κόστους πρώτη ύλη για την ανάπτυξή της. Σήμερα πολλές καλλιέργειες λαχανικών και δένδρων ή θάμνων έχουν εκμηχανιστεί τουλάχιστον για τα προϊόντα προς μεταποίηση. Μια ευρύτερη προσπάθεια εισαγωγής εξοπλισμού για εκμηχάνιση των εκμεταλλεύσεων παραγωγής φρούτων και λαχανικών μπορεί να δώσει σημαντικά αποτελέσματα στην προώθηση της μεταποίησης, της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, στην αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών και τη διατήρησή τους στην ύπαιθρο χώρα. Είναι π.χ. δυνατόν δίπλα στα κρασιά Ραψάνης να πωλούνται κρασιά μέσης ποιότητας και χαμηλού κόστους από φυτείες πλήρως εκμηχανισμένες από αμπέλια ημιορεινών αλά με ομαλές κλίσεις περιοχών.
Το όραμα για την παραγωγή τροφίμων στη Θεσσαλία είναι αφενός η παραγωγή υψηλής ποιότητας ειδικών προϊόντων γεωργίας και μεταποίησης, που θα απευθύνονται σε υψηλού εισοδήματος ή ειδικών διατροφικών απαιτήσεων κοινό που είναι διατεθειμένο να πληρώσει την υψηλή ποιότητα και αφετέρου η μαζική παραγωγή προϊόντων μέσης ποιότητας και χαμηλού κόστους για το ευρύ κοινό. Τα προϊόντα αυτά με ένα πλήρες σύστημα ιχνηλασιμότητας και σήμανση ειδικής ονομασίας προελεύσεως ώστε να είναι αναγνωρίσιμα για τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, μπορούν να καλύψουν σημαντικά τμήματα της εγχώρια αγοράς και να δημιουργήσουν προοπτικές εξαγωγών. Αξίζει να σημειωθεί πως η Θεσσαλία έχει μια σειρά από περιοχές συνδεδεμένες με την Ελληνική Μυθολογία (Όλυμπος‐ Θεοί, Τέμπη‐ Μούσες, Φάρσαλα‐ Αχιλλέας, Πήλιο – Κένταυροι) που μπορούν να δώσουν χαρακτηριστικές ονομασίες προέλευσης εύκολα αναγνωρίσιμες σε διάφορα προϊόντα.
Σήμερα λειτουργούντα συστήματα παραγωγής προϊόντων υψηλής ποιότητας είναι ο συνεταιρισμός βιοκαλλιεργητών του Σαρανταπόρου με παραγωγή λαχανικών (μπρόκολο, κουνουπίδι κλπ) αλλά και βιολογικών σταφυλιών για οινοποίηση με τοπικό οινοποιείο μεταποίησης.
Επομένως η νέα εποχή για τους αγρότες της Θεσσαλίας πρέπει να περιλαμβάνει μίγμα των παραπάνω σκέψεων και δράσεων για να μπορέσει ο νέος αγρότης να πάει στην εποχή της ποιοτικής και ανταγωνιστικής γεωργίας. Αν το αφήσουν τα μπλόκα βέβαια και οι κακές πολιτικές που αναπτύχθηκαν και τώρα και πριν.
Του Δημήτρη Κουρέτα
www.liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου