Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Freddo cappuccino decafeine…και τα νεύρα τσατάλια

Το κακό ξεκίνησε απ’ το πρωί, μόλις στάθμευσα στην παραλία περιμένοντας την παρέα μου.

Το ασημί Χιουντάι, έρχεται και διπλοπαρκάρει φαρδιά πλατιά και κλείνει εμένα και ένα άλλο αυτοκίνητο. 
Τον αγριοκοιτάζω, αλλά πιστεύω πως θα το πάρει. Πετιούνται από μέσα το ζεύγος με τα δυο κουτσούβελα –ζωή νά’χουν – και αρχίζει το ξεφόρτωμα. Μπάλες, σωσίβια, ρακέτες, μια τρόμπα και άλλα συμπράγκαλα λες και θα έκαναν διακοπές καμιά βδομάδα! Τελευταίο βγήκε το ψυγείο.
Ε, τώρα θα φύγει σκέφτηκα, να πάει αλλού να παρκάρει. Λάθος μου. Γιατί...
αμέσως ακούστηκε το μπιτ μπιτ του συναγερμού. Αγρίεψα!
«Κύριε»,  του λέω, «συγνώμη αλλά με κλείνετε, δεν πάτε λίγο πιο πέρα;».
« Ε και», μου λέει, «για μπάνιο δεν πάτε κι εσείς;»
«Μα εκτός από μένα, κλείνετε κι άλλους κι εμποδίζετε και την κυκλοφορία των πεζών».
«Τροχονόμος είστε;», μου είπε κι έφυγε.
Έδωσα τόπο στην οργή- είχε έρθει και η παρέα μου- και κατεβήκαμε στην παραλία.
Μα τι ήταν αυτό …την τύχη μου! Στη διπλανή ομπρέλα, η οικογένεια. Οι μεγάλοι πασαλείβονταν με κρέμες και λάδια και τα μικρά να ξεσηκώνουν τον κόσμο. Δεν πρόλαβα να πω στους δικούς μου να πάμε πιο πέρα γιατί ήδη είχαν μπει στη θάλασσα. Εγώ έμεινα κάτω απ’ την ομπρέλα. Αμ τι το ήθελα; Μαρτύριο.
Το τι άμμο στα μούτρα, στο κεφάλι, στα μάτια  έφαγα απ’ τα μικρά δε λέγεται! «Δε βαριέσαι» είπα, «παιδιά είναι.»
Προσπάθησα να χαλαρώσω. Μα ξαφνικά άρχισε το άλλο μαρτύριο. Άρχισαν να φουσκώνουν τα φουσκωτά με την τρόμπα. Εκεί να δεις! Φωνές, βρισίδι, να μη βρίσκουν την τρύπα, να μη δουλεύει η τρόμπα, ..τη μάνα σου, σκάσε, να ξεφυσούν και να κοκκινίζουν και δως του να τρίζει η τρόμπα του τρόμπα! Και να είναι δίπλα μου! Σε κάποια στιγμή τους φεύγει το λάστιχο και έρχεται στα μούτρα μου. Δεν άντεξα! «Έλεος ρε παιδιά», τους είπα.
«Ωχ μωρέ αδερφέ πώς κάνεις έτσι;» η απάντηση. Τι να πω. Σκουπίστηκα, ηρέμησα. Γύρισα απ’ την άλλη αφού δε με βγάλαν κανένα μάτι.
Μα σε λίγο, πετάγομαι απ’ την τσιριχτή φωνή της μάνας: «Νίκο, Καιτούλα, ελάτε να φάμε πρωινό». Πετάχτηκα.
Το τι κρουασάν μερέντα και βερίκοκο χλαπάκιασαν όλοι, δε λέγεται. Και να πέφτουν κομμάτια στην άμμο. Τσιρίδα και κακό.
Σηκώθηκα και πήγα στη θάλασσα. Αφού ηρέμησα με τη βουτιά, γύρισα πίσω στην ομπρέλα. Εντάξει είπα ησύχασαν. Τι το είπα! Ο πατέρας είχε τέρμα το ραδιόφωνο. Και γαμώ τα τραγούδια. Βρέθηκα με μιας στην εθνική με τα νεύρα μου σμπαράλια. Σηκώθηκα και ξανά στη θάλασσα.
Με το που γύρισα τι να δω. Το τραπέζι στρωμένο. Ασπροκόκκινο καρώ τραπεζομάντιλο και αραδιασμένα πάνω καμιά δεκαριά τάπερ και αλουμινόχαρτα. Το τι περιδρόμιασαν δε λέγεται. Γεμιστά, ιμάμ, τζατζίκια και μελιτζάνα σκορδαλιά που σκότωνε ελέφαντα! Ένα ψυγείο το ξετίναξαν.
Θα μου πείτε τι σε πειράζει. Με πειράζει γιατί όλα αυτά εν μέσω φωνών, χοροπηδητών, με την η άμμο στα μάτια μου και μουσικής πανδαισίας! Θα σκάσω!
Τα αλουμινόχαρτα κουβάρι και πεταμένα στο πλάι. Πού να τολμήσω να μιλήσω!
Σηκώθηκα, δεν άντεξα, ήρθαν και οι δικοί μου και καθίσαμε για καφέ σε διπλανή καφετέρια. Είδαν το μάτι μου να γυαλίζει και τους εξήγησα.
«Έλα μωρέ τα παραλές» μου είπαν. Και δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί η οικογένεια ήρθε και κάθισε δίπλα μας. Τα μικρά να τρέχουν από τραπέζι σε τραπέζι  –είπαμε δε φταιν τα παιδιά- και οι τσιρίδες τους να ξεσηκώνουν τον ντουνιά!
Οι δικοί μου άρχισαν να τα παίρνουν κι εγώ να κρυφογελώ! «Η εκδίκηση της γυφτιάς που δε με πιστεύατε», είπα από μέσα μου.
Πήγε η κοπέλα για παραγγελία: «Δυο χυμούς για τα μικρά, σκέτο φραπόγαλο για τη μανδάμ κι ένα φρέντο καπουτσίνο ντεκαφεϊνέ χωρίς ζάχαρη για μένα, γιατί κάνουμε δίαιτα! Α πιάσε πρώτα μια κόκα κόλα να χωνέψουμε!»
Το σκόρδο απ’ το ρέψιμο πλημύρισε τον αέρα και το τραπέζι μας! Οι δικοί μου εξαγριώθηκαν. Ησυχάστε τους είπα, τι έγινε.
Σε κάποια στιγμή έρχεται η μπάλα των μικρών στο τραπέζι μας σαν κομήτης και τα κάνει όλα γης Μαδιάμ!
Εγώ να γελώ και οι άλλοι ακόμα πλακώνονται στα γαλλικά με την οικογένεια και το χιουντάι παρκαρισμένο ατάραχο να κλείνει τα πάντα!
Όχι πέστε, μου είμαι δύστροπος;
Δαναός


Δεν υπάρχουν σχόλια: