Jean-Marie Colombani
Η Γαλλία και η Γερμανία αποφάσισαν λοιπόν να συγκροτήσουν ένα κοινό μέτωπο:
οι δύο χώρες αρνούνται να ακολουθήσουν τον Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος ζητεί από την Ευρώπη να διαθέσει μεγαλύτερα ποσά για την ανάκαμψη της οικονομίας και την έξοδο από την κρίση.
«Δεν θέλουμε να δαπανήσουμε περισσότερα χρήματα» διευκρίνισε ο γάλλος πρόεδρος εξερχόμενος της ετήσιας γαλλογερμανικής συνόδου που διεξήχθη στο Βερολίνο.
Ωστόσο οι απόψεις των οικονομολόγων τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Παρίσι διίστανται: πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι τα εθνικά σχέδια δεν επαρκούν για την έξοδο από την κρίση και ότι το Βερολίνο θα έπρεπε να ξοδέψει περισσότερα από 50 δισ. ευρώ και αντιστοίχως το Παρίσι περισσότερα από 25 δισ. ευρώ που έχουν δεσμευθεί να διαθέσουν για την αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Στη Γαλλία η Αριστερά κατηγορεί την κυβέρνηση ότι δεν κάνει τίποτε για την ενίσχυση της κατανάλωσης και ασκεί έντονη κριτική στον γάλλο πρόεδρο, προσάπτοντάς του υστέρηση σε σχέση με το σχέδιο του Μπαράκ Ομπάμα.
Αυτή η απόκλιση αποτελεί αρνητικό οιωνό για τη σύνοδο του G20 που θα πραγματοποιηθεί στο Λονδίνο στις 2 Απριλίου. Στόχος αυτής της συνάντησης δεν είναι άλλος από το να καταγραφεί η ενότητα σε παγκόσμιο επίπεδο έναντι της κρίσης κατά τρόπον ώστε να επανέλθει η εμπιστοσύνη στις αγορές. Μια εμπιστοσύνη που είναι αισθητά απούσα επί του παρόντος ενώ την ίδια στιγμή ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με το διογκούμενο κύμα της ανεργίας.
Για τον αμερικανό πρόεδρο η σύνοδος αυτή θα αποτελέσει ευκαιρία για να ταχθεί υπέρ της συντονισμένης προσπάθειας αναθέρμανσης. Ο ίδιος αναμένεται να υποστηρίξει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να είναι μόνες σε αυτήν την προσπάθεια. Αντιθέτως, μόνο αν όλα τα κράτη επιδοθούν σε κοινές προσπάθειες, αναλογικά με την ισχύ καθενός, θα μπορέσει να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη αναθέρμανση.
Αν όμως οι ΗΠΑ δράσουν μόνες τους, τότε οι αμερικανικές βιομηχανίες δεν θα μπορέσουν να βρουν στο εξωτερικό πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν και συνεπώς η όλη προσπάθεια δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Είναι αλήθεια ότι οι δύο ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρώπης επιθυμούν να προωθήσουν κατά τη διάρκεια της επικείμενης συνόδου τις ιδέες θέσπισης νέων κανόνων στη χρηματοοικονομική σφαίρα και περιορισμού των «φορολογικών παραδείσων». Επιπροσθέτως επιθυμούν να αποκτήσουν το δικαίωμα ελέγχου εκείνων των δραστηριοτήτων των οποίων τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Βρετανία θα ήθελαν να διαφυλάξουν τη μέγιστη δυνατή αυτονομία.
Αναμένεται συνεπώς να διαμορφωθεί ένα γαλλογερμανικό μέτωπο έναντι του αντίστοιχου αμερικανοβρετανικού στη βάση καίριων ζητημάτων. Πρόκειται για τον κανονισμό ή το σύνολο των κανόνων που θα έπρεπε να εφαρμοστούν προκειμένου να αποφύγουμε την επανάληψη των ίδιων φαινομένων από τις ίδιες αιτίες. Με άλλα λόγια να μην επιτρέψουμε και πάλι σε ένα απολύτως απελευθερωμένο χρηματοοικονομικό σύστημα να προκαλέσει μια νέα κρίση που θα απειλούσε με κατάρρευση ολόκληρο το σύστημα.
Ο Γκόρντον Μπράουν είναι ο πρώτος που ενδιαφέρεται για τις αποφάσεις οι οποίες θα ληφθούν από το G20 καθώς το Λονδίνο διατηρεί σχέσεις σημαντικής εξάρτησης από την παγκόσμια χρηματοοικονομική βιομηχανία και ακόμη επειδή ηγείται μιας χώρας που πλήττεται πολύ περισσότερο από την κρίση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ο ίδιος επιχείρησε να κάνει ένα βήμα παραπάνω, συγκεντρώνοντας στη βρετανική πρωτεύουσα τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, με στόχο να αποσπάσει από αυτές μια συμφωνία σχετικά με τον βαθμό του ελέγχου που θα ήταν πρόθυμες οι ίδιες να αποδεχθούν. Με την πρωτοβουλία αυτή όχι μόνο αποκόμισε την επιθυμητή ομοφωνία αλλά επιπλέον περιόρισε τις βλέψεις Γάλλων και Γερμανών για περαιτέρω έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ωστόσο δεν λειτουργούν όλα υπέρ του γαλλογερμανικού άξονα: κατά την πρόσφατη συνάντηση στο Βερολίνο, μία από τις δύο διμερείς επαφές που πραγματοποιούνται ετησίως, ο Νικολά Σαρκοζί δεν κατάφερε να πείσει την Ανγκελα Μέρκελ να συμπορευθούν οι δύο χώρες στον δρόμο μιας πιο στενής οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας.
Το σκεπτικό της γαλλικής πολιτικής είναι ότι η συγκυρία είναι κατάλληλη για επενδύσεις στην καινοτομία, στην έρευνα, στην ενέργεια και ασφαλώς για τη συνεργασία σε πολιτικό επίπεδο. Στη Γαλλία βρίσκουν ευήκοα ώτα οι μεγάλες υποσχέσεις και οι μεγαλόστομες δηλώσεις οι οποίες στη συνέχεια διαψεύδονται από τις πράξεις. Ετσι, οι γαλλικές προτάσεις που απορρίφθηκαν από τη Γερμανία διατυπώθηκαν αμέσως μετά την αποθάρρυνση του γερμανικού ομίλου της Siemens από τη Γαλλία και από τον ίδιο τον Νικολά Σαρκοζί να αυξήσει τη συμμετοχή του στη γαλλική εταιρεία Αreva, την πρώτη παγκοσμίως στην πυρηνική ενέργεια. Το αποτέλεσμα ήταν να στραφεί η γερμανική εταιρεία προς τη Ρωσία και να καταλήξει σε συμφωνία με τη Rosatom. Μια συμφωνία με την οποία «ραγίζει το γυαλί» μιας ευρωπαϊκής πολιτικής στη βιομηχανία και συγκεκριμένα σε έναν στρατηγικής σημασίας τομέα.
Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde».
Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».
Αναρτήθηκε από skal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου