Ειδικού Συνεργάτη
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δυνατότητα να «κρατικοποιήσει» τον ΔΟΛ με έναν νόμο και...
ένα άρθρο για να τον ελέγξει και να φορτώσει τα δάνεια του συγκροτήματος στους φορολογούμενους θα το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Δεν μπορεί, και προσπαθεί να το πετύχει με άλλους τρόπους, των οποίων η νομιμότητα θα τεθεί εκ των πραγμάτων υπό αμφισβήτηση.
Συμβαίνουν πρωτάκουστα πράγματα με πρωτοφανή ταχύτητα αλλά στην κυβέρνηση δεν καταλαβαίνουν τίποτα όταν τους χτυπούν το καμπανάκι της διαπλοκής.
Ο νέος «τοποτηρητής» του ΔΟΛ πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και τέως πρόεδρος -μέχρι προχθές- της ΑΥΓΗΣ καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες να πείσει ότι έχει αγνές προθέσεις και κινείται ανεξάρτητα, αλλά την ίδια ώρα παραδέχεται θα συμβάλει κάνοντας επαφές με «πολιτικές δυνάμεις» και επιχειρηματίες, ενώ πριν καλά – καλά αναλάβει καθήκοντα φτάνει στο σημείο να προκαταβάλει την πολιτική γραμμή για ΤΑ ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ λέγοντας ότι «ήταν κατεξοχήν οι εφημερίδες της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης και της κεντροαριστεράς, και εκεί θα μείνουν».
Εν μέσω σφοδρών καταγγελιών από σύσσωμη την Αντιπολίτευση, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο ευθέως χθες τη Βουλή για ειδικό νομικό καθεστώς που θα αφορά την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του Τύπου.
Το γεγονός ότι ζήτησε διακομματική συναίνεση δεν καθιστά αυτομάτως «αθώα» την όποια τέτοια σκέψη να συνδεθεί η βιωσιμότητα βαθιά προβληματικών εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών όπως θα μπορούσαν να είναι στην προκειμένη περίπτωση το Mega, o ΔΟΛ ή ο Πήγασος κ.α, με ένα προνομιακό καθεστώς που θα διατηρεί διασωληνωμένα τα ΜΜΕ και τους εργαζόμενους τους και θα τα καθιστά ευάλωτα στην εκάστοτε κυβερνητική «γραμμή» ή τις πολιτικές πιέσεις.
Η «ιδέα» μιας συνολικής νομοθετικής ρύθμισης που θα δεσμεύει λ.χ τα έσοδα από τα πρακτορεία Τύπου για να καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα έκδοσης εφημερίδων ή εκπομπής σήματος σταθμών, δεν είναι καθόλου αθώα. Και ενώ επιχειρείται να ακουμπήσει πάνω στην ανάγκη των περίπου 500 εργαζομένων του ΔΟΛ να διατηρήσουν τις ελπίδες τους για την επιβίωση των θέσεων εργασίας τους στην ζούγκλα των ελληνικών media, στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα σχέδια συνέχισης της λειτουργίας των εντύπων για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί έως ότου καταστρωθεί πλήρως το σχέδιο «άλωσής» τους.
Το πρόβλημα τώρα με όλες αυτές τις παρασκηνιακές κινήσεις το έχουν (και) οι τράπεζες. Οι τράπεζες έχουν μια οικονομική και πολιτική βόμβα στα χέρια τους, και έχουν φοβηθεί.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να δώσουν το o.k για την διάσωση μιας χρεοκοπημένης εταιρείας που οφείλει σχεδόν 200 εκατ. ευρώ χωρίς να είναι καλυμμένες από όλες τις πλευρές. Γι αυτό και όπως διοχετεύεται, κινούνται προς την κατεύθυνση υπαγωγής του ΔΟΛ σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης εν λειτουργία προκειμένου να κερδηθεί χρόνος και να βρεθούν τρόποι «φτηνής» συνέχισης της λειτουργίας του συγκροτήματος έως ότου φτάσουμε σε τελική λύση –αν ποτέ φτάσουμε- μετά από μήνες.
Αν το κάνουν χωρίς τραπεζικά κριτήρια και με πρωτοβουλίες που δρομολογούνται στη σκιά, οι τραπεζίτες ανοίγουν δρόμο για νέες δικαστικές περιπέτειες στο μέλλον. Και αυτό, όσο καλή διάθεση κι αν έχουν να εξυπηρετήσουν τις επιδιώξεις της κυβέρνησης, να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους και να βρουν μια λύση επιβίωσης για τον ΔΟΛ, δεν είναι πάντα εύκολο να εξασφαλιστεί. Υπό το πρίσμα αυτό δεν μπορεί να τους προσάψει κανείς άδικο όταν ζητούν μετ’ επιτάσεως να θωρακιστούν τα στελέχη τους με νομική ασυλία ώστε να μπορούν να βάλουν την υπογραφή τους στο κύμα των διαγραφών κόκκινων δανείων που ακολουθεί όχι μόνο στον Τύπο αλλά σε όλο το επιχειρηματικό χάρτη.
Το κούρεμα των τραπεζικών δανείων στον ΔΟΛ (και σε άλλα ΜΜΕ) δεν είναι μια απλή υπόθεση. Είναι μια υπόθεση, όμως, που πλέον την ασπάζεται και την προωθεί η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Η ίδια κυβέρνηση η οποία έστησε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού της αφηγήματος στο κυνήγι των θαλασσοδανείων του συγκροτήματος και στην «αποκάλυψη» των σχέσεων της διαπλοκής, αλλά τώρα δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι το «λουκέτο» εφόσον μπορεί να αναλάβει τον έλεγχο προς όφελός της.
Αντίθετα εκμεταλλεύεται τις αντιδράσεις απέναντι σε ένα τέτοιο δυσάρεστο ενδεχόμενο για να προκρίνει τη λύση της εξεύρεσης «επενδυτή-χρηματοδότη», υπό τέτοιες προϋποθέσεις, όμως, οι οποίες θα διασφαλίζουν Σεισάχθεια στα χρέη και φτηνό οικονομικό έλεγχο στο συγκρότημα.
Αν υπάρχει ένα πολύ πιθανό σενάριο -πλην της άμεσης χρεοκοπίας και εκκαθάρισης του ομίλου- αυτό είναι να αναλάβουν επί μακρόν οι τράπεζες τη χρηματοδότηση και το κόστος λειτουργίας του ΔΟΛ ενδεχομένως σε συνεργασία και με έναν επενδυτή που θα βάλει κάποια λίγα νέα κεφάλαια, αλλά τη διοίκηση να ασκεί μια φιλική ή ελεγχόμενη από την κυβέρνηση διοικητική ομάδα.
Αυτό φυσικά δεν εγγυάται την διατήρηση του ΔΟΛ στη ζωή. Θα μπορούσε αντίθετα να είναι και ένας σίγουρος δρόμος για την πλήρη απαξίωση. Γιατί ακόμη και αν κερδηθεί η μάχη των οικονομικών, θα μπορούσε πολύ γρήγορα να χαθεί ο πόλεμος για την διασφάλιση της ανεξαρτησίας, και την διατήρηση της αξιοπιστίας προς τους αναγνώστες. Οι οποίοι είναι πάντα εκείνοι που έχουν να πουν την τελευταία κουβέντα στα ΜΜΕ.
liberal.gr
Η κυβέρνηση είναι έτοιμη για όλα προκειμένου να διευκολύνει τις φιλικές δυνάμεις της να αποκτήσουν τον έλεγχο του ΔΟΛ.
Πρόκειται για επιλογή στρατηγικού χαρακτήρα. Πληροφορίες υποστηρίζουν ότι το Μαξίμου είναι αποφασισμένο να προχωρήσει ακόμη και σε νομοθετικές ρυθμίσεις για να μπορέσει να ελέγξει το άλλοτε κραταιό συγκρότημα.Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δυνατότητα να «κρατικοποιήσει» τον ΔΟΛ με έναν νόμο και...
ένα άρθρο για να τον ελέγξει και να φορτώσει τα δάνεια του συγκροτήματος στους φορολογούμενους θα το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Δεν μπορεί, και προσπαθεί να το πετύχει με άλλους τρόπους, των οποίων η νομιμότητα θα τεθεί εκ των πραγμάτων υπό αμφισβήτηση.
Συμβαίνουν πρωτάκουστα πράγματα με πρωτοφανή ταχύτητα αλλά στην κυβέρνηση δεν καταλαβαίνουν τίποτα όταν τους χτυπούν το καμπανάκι της διαπλοκής.
Ο νέος «τοποτηρητής» του ΔΟΛ πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και τέως πρόεδρος -μέχρι προχθές- της ΑΥΓΗΣ καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες να πείσει ότι έχει αγνές προθέσεις και κινείται ανεξάρτητα, αλλά την ίδια ώρα παραδέχεται θα συμβάλει κάνοντας επαφές με «πολιτικές δυνάμεις» και επιχειρηματίες, ενώ πριν καλά – καλά αναλάβει καθήκοντα φτάνει στο σημείο να προκαταβάλει την πολιτική γραμμή για ΤΑ ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ λέγοντας ότι «ήταν κατεξοχήν οι εφημερίδες της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης και της κεντροαριστεράς, και εκεί θα μείνουν».
Εν μέσω σφοδρών καταγγελιών από σύσσωμη την Αντιπολίτευση, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο ευθέως χθες τη Βουλή για ειδικό νομικό καθεστώς που θα αφορά την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του Τύπου.
Το γεγονός ότι ζήτησε διακομματική συναίνεση δεν καθιστά αυτομάτως «αθώα» την όποια τέτοια σκέψη να συνδεθεί η βιωσιμότητα βαθιά προβληματικών εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών όπως θα μπορούσαν να είναι στην προκειμένη περίπτωση το Mega, o ΔΟΛ ή ο Πήγασος κ.α, με ένα προνομιακό καθεστώς που θα διατηρεί διασωληνωμένα τα ΜΜΕ και τους εργαζόμενους τους και θα τα καθιστά ευάλωτα στην εκάστοτε κυβερνητική «γραμμή» ή τις πολιτικές πιέσεις.
Η «ιδέα» μιας συνολικής νομοθετικής ρύθμισης που θα δεσμεύει λ.χ τα έσοδα από τα πρακτορεία Τύπου για να καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα έκδοσης εφημερίδων ή εκπομπής σήματος σταθμών, δεν είναι καθόλου αθώα. Και ενώ επιχειρείται να ακουμπήσει πάνω στην ανάγκη των περίπου 500 εργαζομένων του ΔΟΛ να διατηρήσουν τις ελπίδες τους για την επιβίωση των θέσεων εργασίας τους στην ζούγκλα των ελληνικών media, στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα σχέδια συνέχισης της λειτουργίας των εντύπων για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί έως ότου καταστρωθεί πλήρως το σχέδιο «άλωσής» τους.
Το πρόβλημα τώρα με όλες αυτές τις παρασκηνιακές κινήσεις το έχουν (και) οι τράπεζες. Οι τράπεζες έχουν μια οικονομική και πολιτική βόμβα στα χέρια τους, και έχουν φοβηθεί.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να δώσουν το o.k για την διάσωση μιας χρεοκοπημένης εταιρείας που οφείλει σχεδόν 200 εκατ. ευρώ χωρίς να είναι καλυμμένες από όλες τις πλευρές. Γι αυτό και όπως διοχετεύεται, κινούνται προς την κατεύθυνση υπαγωγής του ΔΟΛ σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης εν λειτουργία προκειμένου να κερδηθεί χρόνος και να βρεθούν τρόποι «φτηνής» συνέχισης της λειτουργίας του συγκροτήματος έως ότου φτάσουμε σε τελική λύση –αν ποτέ φτάσουμε- μετά από μήνες.
Αν το κάνουν χωρίς τραπεζικά κριτήρια και με πρωτοβουλίες που δρομολογούνται στη σκιά, οι τραπεζίτες ανοίγουν δρόμο για νέες δικαστικές περιπέτειες στο μέλλον. Και αυτό, όσο καλή διάθεση κι αν έχουν να εξυπηρετήσουν τις επιδιώξεις της κυβέρνησης, να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους και να βρουν μια λύση επιβίωσης για τον ΔΟΛ, δεν είναι πάντα εύκολο να εξασφαλιστεί. Υπό το πρίσμα αυτό δεν μπορεί να τους προσάψει κανείς άδικο όταν ζητούν μετ’ επιτάσεως να θωρακιστούν τα στελέχη τους με νομική ασυλία ώστε να μπορούν να βάλουν την υπογραφή τους στο κύμα των διαγραφών κόκκινων δανείων που ακολουθεί όχι μόνο στον Τύπο αλλά σε όλο το επιχειρηματικό χάρτη.
Το κούρεμα των τραπεζικών δανείων στον ΔΟΛ (και σε άλλα ΜΜΕ) δεν είναι μια απλή υπόθεση. Είναι μια υπόθεση, όμως, που πλέον την ασπάζεται και την προωθεί η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Η ίδια κυβέρνηση η οποία έστησε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού της αφηγήματος στο κυνήγι των θαλασσοδανείων του συγκροτήματος και στην «αποκάλυψη» των σχέσεων της διαπλοκής, αλλά τώρα δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι το «λουκέτο» εφόσον μπορεί να αναλάβει τον έλεγχο προς όφελός της.
Αντίθετα εκμεταλλεύεται τις αντιδράσεις απέναντι σε ένα τέτοιο δυσάρεστο ενδεχόμενο για να προκρίνει τη λύση της εξεύρεσης «επενδυτή-χρηματοδότη», υπό τέτοιες προϋποθέσεις, όμως, οι οποίες θα διασφαλίζουν Σεισάχθεια στα χρέη και φτηνό οικονομικό έλεγχο στο συγκρότημα.
Αν υπάρχει ένα πολύ πιθανό σενάριο -πλην της άμεσης χρεοκοπίας και εκκαθάρισης του ομίλου- αυτό είναι να αναλάβουν επί μακρόν οι τράπεζες τη χρηματοδότηση και το κόστος λειτουργίας του ΔΟΛ ενδεχομένως σε συνεργασία και με έναν επενδυτή που θα βάλει κάποια λίγα νέα κεφάλαια, αλλά τη διοίκηση να ασκεί μια φιλική ή ελεγχόμενη από την κυβέρνηση διοικητική ομάδα.
Αυτό φυσικά δεν εγγυάται την διατήρηση του ΔΟΛ στη ζωή. Θα μπορούσε αντίθετα να είναι και ένας σίγουρος δρόμος για την πλήρη απαξίωση. Γιατί ακόμη και αν κερδηθεί η μάχη των οικονομικών, θα μπορούσε πολύ γρήγορα να χαθεί ο πόλεμος για την διασφάλιση της ανεξαρτησίας, και την διατήρηση της αξιοπιστίας προς τους αναγνώστες. Οι οποίοι είναι πάντα εκείνοι που έχουν να πουν την τελευταία κουβέντα στα ΜΜΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου