Εκείνο που μου έκανε εντύπωση και γι’ αυτό μου έμεινε, ήταν η «τεχνική του μεγάλου ψέματος».
«Δίδασκε» λοιπόν ό Χίτλερ ότι, το μικρό ψέμα δεν γίνεται εύκολα πιστευτό. Κι αυτό γιατί όλοι οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή λένε μικρά ψέματα, οπότε είναι «εκπαιδευμένοι» να τα θεωρούν πιθανά και έτσι τα διακρίνουν.
Αντίθετα, όσο πιο τερατώδες είναι ένα ψέμα, τόσο πιο εύκολα γίνεται πιστευτό... Και αυτό γιατί, επειδή δεν το χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή, το θεωρούν αδιανόητο να είναι ψέμα…
Αν μάλιστα το ψέμα είναι όχι μόνον τερατώδες, αλλά διατυπώνεται και με υπαινικτικό τρόπο, τότε αποκτάει δαιμονική δύναμη. Γι’ αυτό, όπως είχε επισημανθεί, η «δαιμονική» δύναμη του Χίτλερ και του Μουσολίνι στο να παραπλανούν, δεν πήγαζε από την αξιοπιστία ή την ορθότητα όσων έλεγαν, αλλά από το τερατώδες κάθε φορά του ψέματός τους και τον υπαινικτικό τρόπο που το έλεγαν.
Θα προσθέταμε ότι η ετοιμότητά τους να πλήξουν κάθε φορά με το ανάλογο ψέμα τον αντίπαλό τους, τον παρέλυε. Όπως παραλύει το θύμα μπροστά στον αποφασισμένο να σκοτώσει.
Μία επανάληψη της ιστορίας αυτής στην κωμική της μεν, αλλά καθόλου ακίνδυνη εκδοχή, είναι το φαινόμενο «Καμμένος». Ο οποίος δημιούργησε πολιτική καριέρα, ως διακινητής ενός τερατώδους ψέματος:
«Δίδασκε» λοιπόν ό Χίτλερ ότι, το μικρό ψέμα δεν γίνεται εύκολα πιστευτό. Κι αυτό γιατί όλοι οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή λένε μικρά ψέματα, οπότε είναι «εκπαιδευμένοι» να τα θεωρούν πιθανά και έτσι τα διακρίνουν.
Αντίθετα, όσο πιο τερατώδες είναι ένα ψέμα, τόσο πιο εύκολα γίνεται πιστευτό... Και αυτό γιατί, επειδή δεν το χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή, το θεωρούν αδιανόητο να είναι ψέμα…
Αν μάλιστα το ψέμα είναι όχι μόνον τερατώδες, αλλά διατυπώνεται και με υπαινικτικό τρόπο, τότε αποκτάει δαιμονική δύναμη. Γι’ αυτό, όπως είχε επισημανθεί, η «δαιμονική» δύναμη του Χίτλερ και του Μουσολίνι στο να παραπλανούν, δεν πήγαζε από την αξιοπιστία ή την ορθότητα όσων έλεγαν, αλλά από το τερατώδες κάθε φορά του ψέματός τους και τον υπαινικτικό τρόπο που το έλεγαν.
Θα προσθέταμε ότι η ετοιμότητά τους να πλήξουν κάθε φορά με το ανάλογο ψέμα τον αντίπαλό τους, τον παρέλυε. Όπως παραλύει το θύμα μπροστά στον αποφασισμένο να σκοτώσει.
Μία επανάληψη της ιστορίας αυτής στην κωμική της μεν, αλλά καθόλου ακίνδυνη εκδοχή, είναι το φαινόμενο «Καμμένος». Ο οποίος δημιούργησε πολιτική καριέρα, ως διακινητής ενός τερατώδους ψέματος:
Ότι ο τότε πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου ήταν αρχηγός της 17Ν!
Αυτό το πέτυχε ως «συγγραφέας» ενός βιβλίου για την τρομοκρατία στην Ελλάδα, όπου «στοιχείο» για την βασιμότητα της καταγγελίας του, ήταν η ίδια η καταγγελία του. Βεβαίως, όποιος τον είχε ακούσει να μιλάει, αμφέβαλλε αν μπορούσε να είναι ο «συγγραφέας», έστω και αυτού του παραληρηματικού κατασκευάσματος. Και αυτό λόγω της ασυναρτησίας του προφορικού του «λόγου», με τον οποίο από τότε μας ψέκαζε.
Τον γρίφο έλυσε ο υπουργός της Χούντας Γεωργαλάς, ο οποίος αποκάλυψε ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου. Με αμοιβή μάλιστα, την οποία – κατά τον Γεωργαλά – δεν πλήρωσε ο κ. Καμμένος.
Και αφού κατασκεύασε καριέρα πάνω σε μία καταγγελία – ψέμα, η συνέχεια ήταν αυτονόητη: Προκειμένου να διατηρείται στην επικαιρότητα, εκτόξευε συνεχώς καταγγελίες – ψέματα. Όπου κατά κανόνα, όπως επισημάναμε, το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο των καταγγελιών του, είναι οι ίδιες οι καταγγελίες του.
Οι οποίες όμως στηρίζονται σε μία «θανάσιμη αρχή»: Ότι δεν μπορείς να αποδείξεις ότι δεν είσαι κάτι που δεν είσαι αλλά σου αποδίδουν, ούτε μπορείς να αποδείξεις ότι δεν έγινε κάτι που δεν έγινε.
Ακολουθώντας λοιπόν την αρχή αυτή, έκανε μία μεγάλη προσφορά στην πατρίδα (άτομα αυτού του ήθους είναι πάντοτε και «πατριώτες») με την γνωστή καταγγελία του κατά του Ανδρίκου Παπανδρέου.
Όταν τυχαία μελέτησα, για το νομικό της ενδιαφέρον, την πρωτόδικη απόφαση που εκδόθηκε στη μεταξύ τους αντιδικία, διαπίστωσα ότι ο Καμμένος «νίκησε» ως προς το κεφάλαιο της συκοφαντίας (ως προς την εξύβριση υποχρεώθηκε σε αποζημίωση), επειδή το δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν είπε ψέματα, αλλά ότι δεν ήξερε τι έλεγε!
Και πανηγύριζε τότε για τη «νίκη» του, που συνίστατο στην αναγνώριση της ελαφρότητάς του!!
Τον εαυτό του επανέλαβε κατά τη χθεσινή συζήτηση των πολιτικών αρχηγών, με την ψεύτικη έκθεση «μαθητή» που διάβασε και τη συκοφαντική επίθεση εις βάρος του Β. Μεϊμαράκη που εκτόξευσε. Όπου μετήλθε την τεχνική του ναζιστικού «μεγάλου ψέματος», προκειμένου να επιτύχει το συκοφαντικό ολοκληρωτισμό. Διότι, ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί ότι είναι τερατώδες ψέμα η καταγγελία ότι είναι υπόδικος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν αυτή εκτοξεύεται σε μία τόσο σοβαρή εκδήλωση, από αρχηγό κόμματος; Ή ότι δεν γράφτηκε ποτέ η «μαθητική έκθεση» για άλλο κόμμα, που διάβασε ως δήθεν έκθεση μαθητή ο κ. Καμμένος;
Εκεί όμως που αυτογελοιοποιήθηκε – νομίζοντας ότι θριάμβευε – ήταν με τη συμμετοχή του στη δίκη της 17Ν, όπου εξετάστηκε ως μάρτυρας.
Ένα από τα βιβλία που εκδόθηκαν για τη δίκη, ήταν και του μέλους του δικαστηρίου Ν. Ζαϊρη, μετέπειτα αντιεισαγγελέα του ΑΠ. Ο συγγραφέας, πραγματικός ευπατρίδης, έχει καλά λόγια για όλους, με ελάχιστες εξαιρέσεις: Μία από αυτές είναι η περίπτωση Καμμένου, του οποίου μάλλον την γελοιοποίηση περιγράφει.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Καμμένος δήλωσε ότι η ενασχόλησή του με το αντικείμενο «…του έδινε το αίσθημα του ειδήμονα, για τα θέματα της τρομοκρατίας…». Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Βέβαια, παρά τις πλούσιες γνώσεις του, δε διαφώτισε το Δικαστήριο….».
Και έχει δίκιο, διότι ο κ. Καμμένος αντί στοιχείων, παρέθετε θεωρίες συνωμοσίας. Όπως ότι κάποιοι βουλευτές (δύο μάλιστα), έκαναν παρέμβαση για την απελευθέρωση κάποιου μέλους της 17Ν. Με συνέπεια να σημειώνει ο δικαστής: «Αναγκάστηκα να του υπενθυμίσω τη νομική του υποχρέωση ως μάρτυρα, ότι δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να τους κατονομάσει…».
Ειδικά για τον Κουφοντίνα, κατέθεσε πάλι ως «ειδήμων» ο Καμμένος:«..μυστηριωδώς σταμάτησε η παρακολούθησή του από την αστυνομία από το 1993». Που πάει να πει πως ο Καμμένος «γνώριζε» ότι η αστυνομία είχε εντοπίσει τουλάχιστον από το 1993 τον Κουφοντίνα και τον κάλυπτε. Και παρατηρεί επ’ αυτού ο δικαστής: «Εάν όμως, συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί δεν αποκάλυψε τις πηγές του; Τι είχε να φοβηθεί»;
Εκείνος όμως που αντέδρασε αναλόγως στην κατάθεση του «ειδήμονα», ήταν ο ίδιος ο Κουφοντίνας, που εκτόξευσε σύμφωνα με το συγγραφέα: «Δεν μπορώ να ακούω άλλο αυτόν τον καραγκιόζη….είναι γελοίος ο άνθρωπος…».
Δεν έχω κάτι να προσθέσω.
Κώστας Κούρκουλος
Μεταρρύθμιση
orthografos
Αυτό το πέτυχε ως «συγγραφέας» ενός βιβλίου για την τρομοκρατία στην Ελλάδα, όπου «στοιχείο» για την βασιμότητα της καταγγελίας του, ήταν η ίδια η καταγγελία του. Βεβαίως, όποιος τον είχε ακούσει να μιλάει, αμφέβαλλε αν μπορούσε να είναι ο «συγγραφέας», έστω και αυτού του παραληρηματικού κατασκευάσματος. Και αυτό λόγω της ασυναρτησίας του προφορικού του «λόγου», με τον οποίο από τότε μας ψέκαζε.
Τον γρίφο έλυσε ο υπουργός της Χούντας Γεωργαλάς, ο οποίος αποκάλυψε ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου. Με αμοιβή μάλιστα, την οποία – κατά τον Γεωργαλά – δεν πλήρωσε ο κ. Καμμένος.
Και αφού κατασκεύασε καριέρα πάνω σε μία καταγγελία – ψέμα, η συνέχεια ήταν αυτονόητη: Προκειμένου να διατηρείται στην επικαιρότητα, εκτόξευε συνεχώς καταγγελίες – ψέματα. Όπου κατά κανόνα, όπως επισημάναμε, το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο των καταγγελιών του, είναι οι ίδιες οι καταγγελίες του.
Οι οποίες όμως στηρίζονται σε μία «θανάσιμη αρχή»: Ότι δεν μπορείς να αποδείξεις ότι δεν είσαι κάτι που δεν είσαι αλλά σου αποδίδουν, ούτε μπορείς να αποδείξεις ότι δεν έγινε κάτι που δεν έγινε.
Ακολουθώντας λοιπόν την αρχή αυτή, έκανε μία μεγάλη προσφορά στην πατρίδα (άτομα αυτού του ήθους είναι πάντοτε και «πατριώτες») με την γνωστή καταγγελία του κατά του Ανδρίκου Παπανδρέου.
Όταν τυχαία μελέτησα, για το νομικό της ενδιαφέρον, την πρωτόδικη απόφαση που εκδόθηκε στη μεταξύ τους αντιδικία, διαπίστωσα ότι ο Καμμένος «νίκησε» ως προς το κεφάλαιο της συκοφαντίας (ως προς την εξύβριση υποχρεώθηκε σε αποζημίωση), επειδή το δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν είπε ψέματα, αλλά ότι δεν ήξερε τι έλεγε!
Και πανηγύριζε τότε για τη «νίκη» του, που συνίστατο στην αναγνώριση της ελαφρότητάς του!!
Τον εαυτό του επανέλαβε κατά τη χθεσινή συζήτηση των πολιτικών αρχηγών, με την ψεύτικη έκθεση «μαθητή» που διάβασε και τη συκοφαντική επίθεση εις βάρος του Β. Μεϊμαράκη που εκτόξευσε. Όπου μετήλθε την τεχνική του ναζιστικού «μεγάλου ψέματος», προκειμένου να επιτύχει το συκοφαντικό ολοκληρωτισμό. Διότι, ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί ότι είναι τερατώδες ψέμα η καταγγελία ότι είναι υπόδικος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν αυτή εκτοξεύεται σε μία τόσο σοβαρή εκδήλωση, από αρχηγό κόμματος; Ή ότι δεν γράφτηκε ποτέ η «μαθητική έκθεση» για άλλο κόμμα, που διάβασε ως δήθεν έκθεση μαθητή ο κ. Καμμένος;
Εκεί όμως που αυτογελοιοποιήθηκε – νομίζοντας ότι θριάμβευε – ήταν με τη συμμετοχή του στη δίκη της 17Ν, όπου εξετάστηκε ως μάρτυρας.
Ένα από τα βιβλία που εκδόθηκαν για τη δίκη, ήταν και του μέλους του δικαστηρίου Ν. Ζαϊρη, μετέπειτα αντιεισαγγελέα του ΑΠ. Ο συγγραφέας, πραγματικός ευπατρίδης, έχει καλά λόγια για όλους, με ελάχιστες εξαιρέσεις: Μία από αυτές είναι η περίπτωση Καμμένου, του οποίου μάλλον την γελοιοποίηση περιγράφει.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Καμμένος δήλωσε ότι η ενασχόλησή του με το αντικείμενο «…του έδινε το αίσθημα του ειδήμονα, για τα θέματα της τρομοκρατίας…». Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Βέβαια, παρά τις πλούσιες γνώσεις του, δε διαφώτισε το Δικαστήριο….».
Και έχει δίκιο, διότι ο κ. Καμμένος αντί στοιχείων, παρέθετε θεωρίες συνωμοσίας. Όπως ότι κάποιοι βουλευτές (δύο μάλιστα), έκαναν παρέμβαση για την απελευθέρωση κάποιου μέλους της 17Ν. Με συνέπεια να σημειώνει ο δικαστής: «Αναγκάστηκα να του υπενθυμίσω τη νομική του υποχρέωση ως μάρτυρα, ότι δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να τους κατονομάσει…».
Ειδικά για τον Κουφοντίνα, κατέθεσε πάλι ως «ειδήμων» ο Καμμένος:«..μυστηριωδώς σταμάτησε η παρακολούθησή του από την αστυνομία από το 1993». Που πάει να πει πως ο Καμμένος «γνώριζε» ότι η αστυνομία είχε εντοπίσει τουλάχιστον από το 1993 τον Κουφοντίνα και τον κάλυπτε. Και παρατηρεί επ’ αυτού ο δικαστής: «Εάν όμως, συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί δεν αποκάλυψε τις πηγές του; Τι είχε να φοβηθεί»;
Εκείνος όμως που αντέδρασε αναλόγως στην κατάθεση του «ειδήμονα», ήταν ο ίδιος ο Κουφοντίνας, που εκτόξευσε σύμφωνα με το συγγραφέα: «Δεν μπορώ να ακούω άλλο αυτόν τον καραγκιόζη….είναι γελοίος ο άνθρωπος…».
Δεν έχω κάτι να προσθέσω.
Κώστας Κούρκουλος
Μεταρρύθμιση
orthografos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου