Του Γιάννη Λούλη
Οι πολιτικές ισορροπίες καθορίζονται κυρίως από έναν παράγοντα: τους «ψηφοφόρους διαμαρτυρίας». Αυτοί θα κρίνουν τον κομματικό ανταγωνισμό τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στις εθνικές.
Ο γράφων (και από τις σελίδες αυτές, αλλά και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του) είχε επισημάνει την ύπαρξη του ρεύματος αυτού ήδη πριν από τις εκλογές του 2007. Ετσι άλλωστε φθάσαμε σε πεντακομματική Βουλή, καθώς και στη μείωση των ποσοστών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Στις εκλογές εκείνες ο πιο απειλητικός αντίπαλος για την αυτοδυναμία της Ν.Δ. δεν ήταν το ΠΑΣΟΚ, αλλά η ψήφος διαμαρτυρίας. Συν ο εκλογικός νόμος.
Η απειλή της διόγκωσης του ρεύματος των ψηφοφόρων διαμαρτυρίας μετά τις εκλογές του 2007 ήταν, λοιπόν, μεγάλη και για τα δύο μεγάλα κόμματα. Και προβλέψιμη. Η κυβερνητική παράταξη, ειδικά από το Σεπτέμβριο του 2008, επλήγη από προσωπικές διαδρομές, με ισχυρότερη ασπίδα πλέον την εικόνα του πρωθυπουργού.
Η αξιωματική αντιπολίτευση είχε περιορισμένα οφέλη, καθώς η κυβερνητική της αξιοπιστία παραμένει προβληματική και η ηγετική της εικόνα αδύναμη. Προς στιγμήν οι ψηφοφόροι διαμαρτυρίας πριμοδότησαν εντυπωσιακά τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά τον εγκατέλειψαν εξίσου εντυπωσιακά όταν ταυτίστηκε με ακραίες θέσεις κι έναν πολιτικό λόγο ξύλινο και αλαζονικό.
Το πάθημα του ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπει σε μια επόμενη επισήμανση: οι ψηφοφόροι διαμαρτυρίας δεν προτίθενται, όπως έχουν τώρα τα πράγματα, να αναδείξουν μια ισχυρή «τρίτη δύναμη».
Φυσικά η ύπαρξη του ρεύματος αυτού de facto πριμοδοτεί τα μικρότερα κόμματα. Ομως η πριμοδότηση, παρά τα προβλήματα των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, γίνεται με το σταγονόμετρο. ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ ενισχύονται ασθμαίνοντας. Πιο ευνοημένοι (για την ώρα) είναι οι «άγνωστοι» Οικολόγοι. Ακριβώς διότι δεν είναι (ακόμη) χειροπιαστοί!
Στις ευρωεκλογές είναι προφανές πως το ρεύμα των ψηφοφόρων διαμαρτυρίας θα στραφεί κατά των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Η έκταση της αντίδρασης είναι άγνωστη. Οι δημοσκοπήσεις αποκλίνουν αισθητά, ενώ εκείνες που επιχειρούν «εκτίμηση ψήφου» αυθαιρετούν, καθώς στο παρόν εκλογικό περιβάλλον τέτοιες «εκτιμήσεις» είναι πλέον αδύνατες. Ομως η όποια εύνοια προς τα μικρότερα κόμματα είναι εύθραυστη. Εστω κι αν η ψήφος διαμαρτυρίας είναι λογικό να εμφανισθεί και στις εθνικές εκλογές. Ταυτόχρονα, ειδικά στις ευρωεκλογές έκφραση της ψήφου διαμαρτυρίας θα είναι και η άνοδος της αποχής.
Αρα οι ψηφοφόροι διαμαρτυρίας αποτελούν το κρίσιμο εκκρεμές του πολιτικού τοπίου. Είναι διεκδικήσιμοι από όλους. Κάποτε τα μεγαλύτερα κόμματα ήταν εύκολο να τους συσπειρώσουν μέσα από τη σύγκρουσή τους. Τώρα τα πράγματα δυσκολεύουν.
Ούτε όμως και τα μικρότερα κόμματα θα έχουν μόνιμη διείσδυση στους ψηφοφόρους αυτούς. Το αποδεικνύει η δραματική κάμψη του «φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ».
Οι ψηφοφόροι διαμαρτυρίας προτάσσουν προβλήματα που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους και κυρίως προτάσσουν τα οικονομικά. Η αξιοπιστία στα οικονομικά είναι κομβική για τη συνολική αξιοπιστία των δύο μεγάλων κομμάτων. Φυσικά, ευρύτερα ζητήματα ηθικής τάξης και συμπεριφορών στελεχών της όποιας εξουσίας συντηρούν ένα ρεύμα που υπονομεύει τα δύο κόμματα εξουσίας.
Ολα αυτά πρέπει να τα συνυπολογίσουν τα δύο μεγάλα κόμματα. Που στον ανταγωνισμό τους συχνά λησμονούν ότι οι κεραίες τους πρέπει να είναι διαρκώς ευαίσθητες στο ασταθές και καθοριστικό εκκρεμές των ψηφοφόρων διαμαρτυρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου