Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Ιστορικός αναθεωρητισμός και διεθνής πολιτική


της Μαρίας Μ.


Κλασικοί και σημερινοί όροι ιστοριογραφίας
Ο κλασικός ορισμός στηρίζεται στο διαχρονικό Θουκυδίδη επειδή κατά την άποψή του πρέπει να καταγράφονται τα γεγονότα που είναι «σημαντικά», δηλαδή που σημαίνουν κάτι σύμφωνα με διαχρονικές αξίες και έχουν αξιολογηθεί
ως τέτοια σύμφωνα με διαχρονικούς ηθικούς κανόνες.
Η σημερινή άποψη θέλει τα γεγονότα «ασήμαντα», απαξιώνοντας κάθε αξιολογική διάκριση και αμφισβητώντας τα πανανθρώπινα κριτήρια, επειδή επικρατεί η ταύτιση του πολιτισμού με τις ιδεολογίες σε επίπεδο κουλτούρας.
Και επειδή όλοι οι ‘νορμάλ’ άνθρωποι θεωρούν αυτονόητο ότι η ιστορία δεν πρέπει να παραχαράσσεται από ρατσιστικές, ναζιστικές, φασιστικές, ολοκληρωτικές, εθνικιστικές προκαταλήψεις καθιερώθηκε ως ‘νόρμα’ (υιοθετήθηκε δηλαδή θεσμικά η κυρίαρχη ακαδημαϊκή πρακτική) ο «παροντικός χαρακτήρας της ιστορίας». Έγινε δηλαδή ευρέως αποδεκτός ο ιστορικός αναθεωρητισμός ως ‘ιδεολογική αποφόρτιση’, χωρίς να εξεταστεί τί ακριβώς σημαίνει η πρακτική της ‘αποδόμησης’, γιατί το νόημα της αποφυγής προκαταλήψεων έγινε εχθρότητα κατά της διάκρισης και κατά της κριτικής σκέψης, πώς υπηρετεί τους νέους πολιτικούς στόχους, ποιοί ευθύνονται για την πολιτικοποίηση του αναθεωρητισμού και ποιοί τη χρησιμοποιούν σαν νέα ιδεολογική τρομοκρατία.
Είναι όμως απαραίτητο να προβληματιστούμε όλοι γιατί ο αναθεωρητισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μαζί με την παγκοσμιοποίηση. Γιατί παρά τις καλές προθέσεις υπηρετεί κακές πολιτικές πρακτικές. Γιατί παρά τον ‘προοδευτικό’ χαρακτήρα του καλλιεργεί φαινόμενα ολοκληρωτισμού.

Γέννηση δύο αναθεωρητικών φαινομένων
Στην εικοσαετία ’60 – 70, που σηματοδοτείται από το ‘τέλος των ιδεολογιών’, αριστεροί διανοούμενοι στράφηκαν στην ιστορία, η οποία στη μαρξιστική θεωρία δεν είναι παρά ένα ιδεολογικό φαινόμενο. Ο αριστερός αυτός χαρακτήρας της αναθεώρησης συνεπάγεται ότι η επιβεβλημένη αποδόμηση του περιεχομένου της σαν ιδεολογικής αφήγησης συνεπάγεται αφαίρεση κάθε στοιχείου σημαντικό πολιτισμού, δηλαδή ‘πολιτιστικού εποικοδομήματος’.
Η εποχή όμως αυτή σηματοδοτείται και από την κοινωνική ‘απελευθέρωση’ (εξ αιτίας της κοινωνικής απορρύθμισης που προκάλεσε η οικονομική) με την αίσθηση του ‘χαοτικού’ Όλα Επιτρέπονται (εξ αιτίας της πολυπλοκότητας του νέου περιβάλλοντος). Στις συνθήκες αυτές, ο νέος τύπος κοινωνικής προσωπικότητας, ο ναρκισσιστικός, απεχθάνεται πιο πολύ να τον κρίνουν από όσο φοβάται να τον τιμωρήσουν. Διαμορφώθηκε έτσι η νέα κουλτούρα, η λεγόμενη ναρκισσιστική ηθική, ως συλλογική εχθρότητα απέναντι στις αξιολογικές κρίσεις και τις δεσμεύσεις, ως συλλογική καταδίκη των ηθικών διακρίσεων.
Κυριαρχεί έκτοτε μια νέα εκδοχή του πολιτισμικού σχετικισμού, η οποία αφενός, νομιμοποιεί και ενισχύει τον ιστορικό αναθεωρητισμό και αφετέρου, διαμόρφωσε τον αναθεωρητισμό όλων των υπολοίπων κοινωνικών επιστημών. Με αποτέλεσμα, από τη μια μεριά να οδηγεί στην αποδόμηση και της εθνικής ταυτότητας και από την άλλη, στην αποδόμηση της πολιτιστικής ταυτότητας.

Εξέλιξη των φαινομένων
Η αντίθεση προθέσεων και πράξεων είναι σημαντικό να επισημαίνεται με κάθε ευκαιρία επειδή πρόκειται για την κατ’ εξοχήν ανθρώπινη αδυναμία, η οποία σε ένα περιβάλλον ατομικής ανωριμότητας και συλλογικής ανυπαρξίας αξιών και μέτρων αυτό-περιορισμού γίνεται καταστροφική. Έχει σημασία επίσης να διευκρινιστεί ότι για την ανυπαρξία αυτή ευθύνεται η απαξία του πολιτισμού τόσο στο μαρξιστικό πρίσμα όσο και στο διάχυτο ναρκισσιστικό. Να υπογραμμίζεται επίσης πόσο εκρηκτικό είναι το μείγμα όταν συνδυάζονται τα δύο και ότι το μείγμα αυτό είναι το κυρίαρχο στο χώρο των ‘ειδικών’ της εξουσιαστικής ελίτ.
Ο πολιτισμικός σχετικισμός δημιουργήθηκε στο μεσοπόλεμο από το φόβο του ανερχόμενου ρατσισμού-ναζισμού με την προσπάθεια να εξηγηθούν οι φυλετικές προκαταλήψεις στο πεδίο της κουλτούρας. Ξεκίνησε δηλαδή στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας, με τη μελέτη της κουλτούρας των πρωτόγονων φυλών, αλλά μετά το ’60 στρεβλώθηκε και επεκτάθηκε σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες (ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη, ψυχολογία, ανθρωπολογία, εθνολογία). Μέχρι όμως την εποχή της Μαύρης Αθηνάς (αφρο-ασιατικές ρίζες του ελληνικού πολιτισμού) περιοριζόταν στον ακαδημαϊκό χώρο. Η πολιτικοποίηση του αναθεωρητισμού έφτασε στην Αμερική σε νομοθετήματα για την ‘πολυπολιτισμική’ κοινωνία και διεθνώς στην επίσημη υιοθέτηση της καταδίκης των αξιακών διακρίσεων ως της πολιτικά ορθής στάσης.
Η δε διάχυση της καταδίκης αυτής έχει οδηγήσει στο να θεωρείται η ίδια «η δημοκρατία ως ασήμαντη (!) πολιτική», όπως αναφέρεται στον τίτλο πρόσφατου άρθρου του Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Αντώνη Μανιτάκη. Στο άρθρο αυτό καταδεικνύεται πώς η αποδόμηση της αντίληψης της Δημοκρατίας με τη σχετικοποίησή της σε ιδεολογία (από το μαρξιστή ιστορικό αναθεωρητή Λ. Κάμφορα) συμπυκνώνεται στην πολιτική θεωρία ‘τι δημοκρατία τι δικτατορία’.

Εξουσία της ελίτ και ελληνική περίπτωση
Σήμερα, είναι γεγονός ότι ο σχετικισμός των αξιών του πολιτισμού και της δημοκρατίας επιβάλλεται είτε ως ιδεολογική τρομοκρατία / ‘πολιτικά ορθός’ είτε ως ‘εκσυγχρονιστικός’/ ‘δημοκρατικός’. Γιατί είναι γεγονός ότι η εξουσία σήμερα ανήκει στην ελίτ, στους μηχανισμούς της οποίας οι αναθεωρητές - ‘ειδικοί’ καθαρίζουν τους θεσμούς (σχολεία, ΜΜΕ, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, κέντρα αποφάσεων, δραστηριότητες διεθνών σχέσεων) από κάθε αντιφρονούντα λόγο.
Στην ελληνική επικράτεια, αναφορικά με τον ιστορικό αναθεωρητισμό, παρατηρούνται δύο πόλοι εξουσιαστικής ελίτ. Ο ένας είναι εξωτερικός, με πολιτικό στόχο τον κατευνασμό του εθνικισμού στις βαλκανικές χώρες και τις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας. Ο εσωτερικός έχει ως εκτελεστικό όργανο την ελίτ των διανοουμένων της ευρωπαϊκής Αριστεράς (με χαρακτηριστική Κατοχή -‘διοίκηση’ σύμφωνα με την ιδεολογική αποφόρτιση στο αναθεωρημένο σχολικό βιβλίο ιστορίας- στα Πανεπιστήμια, τον Τύπο, σε Κρατικές υπηρεσίες, όπως και η προώθηση της Φιλίας των αδελφών λαών). Δεν είναι τυχαίο ότι σε μέλη της απευθύνθηκε το αίτημα για αποδόμηση του σχολικού εγχειριδίου ιστορίας, σύμφωνα με τις συστάσεις του ‘δημοκρατικού’ ευρωπαϊκού κέντρου για τη ‘συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη’.

Τι δεν πρέπει να κάνουμε
Το ιδεολογικό εγχείρημα αποδόμησης της εθνικής μας ταυτότητας στο όνομα της ιδεολογικής αποκάθαρσης υπονομεύει την αυτονομία της Ελλάδας αλλά και τις ατομικές ταυτότητες των Ελλήνων με την απαγόρευση ανθρωπιστικών θέσεων ακόμα και ορολογίας.
Δεδομένης όμως της εδραιωμένης βούλησης της ελίτ που ασκεί την επιστασία μας και δεδομένου ότι η διεκδίκηση της εθνικής ταυτότητας υπήρξε ανέκαθεν προβληματική για ιστορικούς, πολιτισμικούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους, θα είναι ατυχής κάθε προσπάθεια παρέμβασης στο θεσμοποιημένο στη χώρα μας ιστορικό αναθεωρητισμό.
Δεν ισχύει το ίδιο για την αποδόμηση της πολιτισμικής μας ταυτότητας, η οποία δεν αποτελεί ισχυρό κρίκο δεδομένου ότι ο πολιτισμικός σχετικισμός για την οικειοποίηση της ταυτότητάς μας από τη δυτική έχει αμβλυνθεί ως αιωνόβιος. Αλλά και η άμεση διεκδίκηση της πολιτισμικής ταυτότητας ως ‘ελληνικότητας’ θα ήταν ομοίως ατυχής γιατί κάθε διαφορά ερμηνεύεται ως ρατσιστική ή εθνικιστική.
Σύμφωνα όμως με τα επιχειρήματα του ανωτέρω άρθρου του Α. Μανιτάκη, μπορούμε έμμεσα να διαφοροποιηθούμε στην πράξη προτάσσοντας το ζήτημα της Δημοκρατίας αφού έτσι κι αλλιώς ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι μόνο πανανθρώπινος και κοσμοπολιτικός αλλά (εμείς ξέρουμε ότι) αποτελεί προϋπόθεση και συνέπεια της αληθινής δημοκρατίας.

Τι μπορούμε να κάνουμε
Αρκεί να αντιταχθούμε στον αναθεωρητισμό εν γένει (όχι άμεσα στον ιστορικό). Να αντισταθούμε στη σχετικοποίηση των αξιών που κάνει τη διαφθορά και τον ολοκληρωτισμό μονόδρομο, αλλά και στη σχετικοποίηση του λόγου που ταυτίζει την κρίση με τον ωφελιμισμό της υπολογιστικής σκέψης.
Δείχνοντας ότι εμείς ξέρουμε πως η ιστορία είναι ανθρώπινη δημιουργία (κανενός νόμου και καμιάς θεωρίας) και πως η δημοκρατία απαιτεί ηθικούς κανόνες και αξίες διάκρισης, πείθουμε εαυτούς και άλλους ότι μπορούμε να μην είμαστε παθητικοί από το φόβο ενός αόρατου συστήματος που επιβάλλει στο ‘λαουτζίκο’ πολιτιστική εξαχρείωση.
Δείχνοντας το πρόσωπο της ελίτ (που έχει ονοματεπώνυμο, με τον πειστικό αλλά διακριτικό και αξιοπρεπή τρόπο του Α. Μανιτάκη), πείθουμε εαυτούς και άλλους πως καταλαβαίνουμε ότι η μη αναγνώριση μιας διακριτής ύπαρξης οδηγεί αναπόδραστα και συλλογικά σε παραβατική κοινωνική συμπεριφορά (κλασική αρχή της κοινωνιολογίας).
Μπορούμε άμα θέλουμε να υπερβούμε σε μεγάλο βαθμό τα χάλια μας (αφού δεν πρόκειται για φυλετικό προσδιορισμό) αρκεί να καταλάβουμε ότι γίναμε μικρολωποδύτες και μεγαλοϊδεάτες από παντελή στέρηση ταυτότητας. Να καταλάβουμε ότι η αντιπαλότητα με το (δυτικό και ελληνικό) Διαφωτισμό δεν είναι εθνικισμός και φονταμενταλισμός αλλά επίγνωση της αντιδημοκρατικής υποτίμησης του λαού και της ικανότητας του δικού μας να συγκροτεί αυτόνομη κοινότητα.
Αρκεί να διαμορφώσουμε τη δική μας ιστορική αναθεώρηση και, αντί να την αντιτάξουμε στο εθνικιστικό ιδεολογικό πλαίσιο, να την εντάξουμε στο δημοκρατικό πλαίσιο αντίστασης στον πολιτιστικό σχετικισμό.

Παγκόσμια διάσταση
Μπορεί στην εξωτερική πολιτική να μετράει η δύναμη αλλά στην ιστορία μετράει ο κρίσιμος αριθμός των συνειδητοποιημένων ανθρώπων. Δεν απαιτείται αφύπνιση όλων ούτε επαναστατικές διαδικασίες. Αρκεί μια κρίσιμη μάζα και το ρεύμα δημιουργεί μόνο τους σε συνθήκες ανατροπής.
Οι σημερινές εκδηλώσεις αναθεωρητισμού θα μπορούσαν μάλιστα να αποδειχθούν μια ‘ευτυχής συγκυρία’, όχι μόνο γιατί καθιστούν ορατό δια γυμνού οφθαλμού ποιος και πώς ευθύνεται για την κακοδαιμονία μας, αλλά γιατί παράλληλα αναπτύσσεται ισχυρό ένα παγκόσμιο ρεύμα αντίδρασης στην ασημαντότητα της ζωής και στον κίνδυνο ολοκληρωτισμού.

Αναδημοσίευση από το ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ


http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/05/blog-post_6428.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: