Του Ανδρέας Θεοφάνους*
Τα τεκταινόμενα σήμερα στην Ελλάδα αποτελούν όχι μόνο μια βαθειά κρίση της χώρας αλλά ταυτόχρονα μια σοβαρή δοκιμασία για τις αντοχές της ευρωζώνης και της ΕΕ γενικότερα.
Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθούν τα
δεδομένα και να χαραχθεί η σωστή πολιτική.Τα τεκταινόμενα σήμερα στην Ελλάδα αποτελούν όχι μόνο μια βαθειά κρίση της χώρας αλλά ταυτόχρονα μια σοβαρή δοκιμασία για τις αντοχές της ευρωζώνης και της ΕΕ γενικότερα.
Όταν κατά τη δεκαετία του 1990 γινόταν ο διάλογος για τη δημιουργία του κοινού νομίσματος υπήρχαν διαφορετικές προσεγγίσεις.
Ξεχώρισαν όμως δυο
κύριες σχολές σκέψης.
Από τη μία υπήρχε η θέση την οποία προέβαλλε
κυρίως ο Αμερικανός Martin Feldstein ο οποίος, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε
ότι η προώθηση ενός κοινού νομίσματος και μίας νομισματικής ένωσης θα
είχε νόημα μόνο εάν υπήρχε ταυτόχρονα η... πολιτική βούληση και η θέληση
για τη δημιουργία μίας ομοσπονδιακής Ευρώπης. Ο Feldstein σημείωνε επίσης ότι οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες στις χώρες της ΕΕ δεν ευνοούσαν μια τέτοια εξέλιξη διότι, μεταξύ άλλων, οι χώρες αυτές είχαν ούτως ή άλλως διαφορετικούς κύκλους οικονομικής διακύμανσης και οικονομικές διαθρώσεις.
Τα δεδομένα αυτά καθιστούσαν τη νομισματική ένωση, ιδίως με την απουσία μίας δημοσιονομικής ένωσης, προβληματική καθώς οι διάφορες χώρες μέλη της ΟΝΕ δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια ενδεχόμενη κρίση επαρκώς χωρίς τον μοχλό της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής.
Εν ολίγοις η νομισματική ένωση θα δοκιμαζόταν σοβαρά όταν υπήρχε μια σοβαρή κρίση. Ταυτόχρονα ο Αμερικανός καθηγητής προέβλεπε εντάσεις και τριβές σε εθνικό, ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο.
Από την άλλη σκοπιά ο καθηγητής Charles Wyploz τόνιζε ότι το κοινό νόμισμα και η νομισματική ένωση ήταν αδήριτη ανάγκη παρά τις οποιεσδήποτε αδυναμίες της.
Κατανοούσε ο Wyploz, και αυτοί που συμμερίζονταν τις ιδέες αυτές, τους προβληματισμούς που έθετε ο Feldstein αλλά πίστευαν ότι η προώθηση ενός κοινού νομίσματος εμπεριείχε λιγότερο κόστος υπό την έννοια ότι στην απουσία της ΟΝΕ θα διαιωνιζόταν μία κατάσταση συχνών νομισματικών και συναλλαγματικών κρίσεων.
Έτσι λοιπόν προχώρησε η ΕΕ με το κοινό νόμισμα.
Υπήρξαν οι ονομαστικές
συγκλίσεις των χωρών που συμμετείχαν αλλά δεν ολοκληρώθηκε η πολιτική
της πραγματικής σύγκλισης των οικονομικών δεδομένων.
Στην πορεία το
κοινό νόμισμα δημιούργησε πολλαπλά οφέλη σε όλες τις εμπλεκόμενες χώρες.
Αλλά σήμερα υπάρχει η μεγάλη δοκιμασία και η κρίση του δημόσιου χρέους σε αρκετές χώρες της ευρωζώνης και η τραγωδία στην Ελλάδα.
Εν ολίγοις σήμερα η ευρωζώνη αντιμετωπίζει τη ‘μεγάλη κρίση’ του Feldstein.
Φυσικά θα ήταν λανθασμένο να κατηγορηθεί η ευρωζώνη και το ευρώ για τη κρίση στην Ελλάδα υπό την έννοια ότι εν πολλοίς στη χώρα αυτή υπήρχε ένα σαθρό σύστημα στο οποίο λαμβάνονταν οικονομικές αποφάσεις με γνώμονα πολιτικά κριτήρια.
Πέραν τούτου η Ελλάδα ποτέ δεν προχώρησε προς την
πραγματική σύγκλιση η οποία εξ ορισμού απαιτείτο για την αποτελεσματική
συμμετοχή στην ευρωζώνη.
Από την άλλη όμως πρέπει να τονισθεί ότι οι
συνταγές που δόθηκαν στη Ελλάδα όταν κορυφώθηκε η κρίση ήταν επαχθείς. Ενώ η προώθηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ήταν απαραίτητη, η συνταγή των δρακόντειων μέτρων εμβάθυνε την κρίση.
Η ουσία είναι ότι η Ελλάδα σήμερα χρειάζεται πέραν της πολιτικής σταθερότητας και της δημοσιονομικής εξυγίανσης και κάθαρσης του όλου συστήματος ένα είδος Σχεδίου Marshall, το οποίο να τονώσει και να δημιουργήσει κινητικότητα στην οικονομία, να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης και να δώσει ξανά την ελπίδα στον ελληνικό λαό.
Αυτό είναι μέλημα των Ελλήνων αλλά ταυτόχρονα και των εταίρων της EE οι οποίοι ποικιλοτρόπως θα πρέπει να δείξουν την αλληλεγγύη τους.
Όμως η Ένωση σήμερα δεν μπορεί να έχει μια τέτοια πολιτική καθώς δεν έχει τους απαραίτητους θεσμούς.
Ας μην λησμονείται ότι η ΕΕ δεν διαθέτει σήμερα ούτε δημοσιονομική ένωση.
Τόσο η Ελλάδα σήμερα όσο και η ΕΕ βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο και η συζήτηση για το μέλλον θα πρέπει να οδηγήσει σε ουσιαστικά θετικά αποτελέσματα.
Και τούτο επειδή η κρίση στην Ελλάδα δεν αποτελεί αποκλειστικότητα της χώρας αυτής.
Αντίθετα παρόμοιες κρίσεις και σε
άλλες χώρες - αν και με χαμηλότερη ένταση αλλά μεγαλύτερο οικονομικό
αντίκτυπο - είναι πιθανές, σχεδόν αναμενόμενες.
Ως εκ τούτου απαιτείται
σωστή στρατηγική αντιμετώπιση.
Το διακήδευμα είναι όντως τεράστιο,
είναι το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης.*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας
(theophanous.a@unic.ac.cy ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου