Στα Βαλκάνια με την επικράτηση των Τούρκων και τη δημιουργία του οθωμανικού κράτους, που έφτανε μέχρι τον Δούναβη, είχαμε πανσπερμία εθνοτήτων, που ζούσαν διάσπαρτες σε χώρους που δεν διαχωρίζονταν γεωγραφικά και υπήρχε κινητικότητα και διασπορά τους στη βαλκανική ενδοχώρα.
Αυτή την πραγματικότητα έλαβε υπ’ όψιν ο Ρήγας Φεραίος και γι’ αυτό οραματιζόταν τη συνεργασία όλων των λαών των Βαλκανίων, την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και τη δημιουργία ενός πολυεθνικού βαλκανικού κράτους με ελληνικό χαρακτήρα, στο οποίο θα συνυπήρχαν όλες οι εθνότητες με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των πολιτών. Απορούν και σήμερα πολλοί ειδικοί επιστήμονες1 γιατί την εποχή που η Γαλλική Επανάσταση σήμανε την ώρα δημιουργίας εθνικών κρατών, ο Ρήγας Φεραίος ζητούσε τη δημιουργία μεγάλου πολυεθνικού κράτους. Δεν κατανοούν ότι ο Ρήγας είχε συλλάβει τη βαλκανική πραγματικότητα και κατάλαβε ότι στα Βαλκάνια, όπου συνυπήρχαν πολλές εθνότητες σε μη διαχωριζόμενες γεωγραφικά περιοχές, η δημιουργία εθνικών κρατών θα σήμαινε πληθώρα πολέμων, εθνικές εκκαθαρίσεις, μετακινήσεις πληθυσμών κ.λπ. γεγονότα που τα βλέπουμε και σήμερα.
Το όραμα της βαλκανικής συνεργασίας του Ρήγα δεν ευδοκίμησε τότε και στη συνέχεια δημιουργήθηκαν εθνικά κράτη στα Βαλκάνια μετά από πολέμους και μετακινήσεις πληθυσμών. Ας θυμηθούμε ότι η χώρα μας απέκτησε ομοιογενή πληθυσμό, γιατί μεσολάβησε η ανταλλαγή πληθυσμών και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν περίπου 1.500.000 πρόσφυγες από τον Πόντο, την Αν. Θράκη και τη Μικρασία, ενώ έφυγαν στην Τουρκία εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι.
Ηιστορία των εθνικών κρατών που δημιουργήθηκαν είναι γεμάτη από μειονοτικές διεκδικήσεις, οι οποίες ναρκοθετούσαν κάθε προσπάθεια βαλκανικής συνεργασίας2 και γι’ αυτό αναγκάστηκε ο Ε. Βενιζέλος μιλώντας στην πρώτη βαλκανική διάσκεψη, που έγινε στην Αθήνα το 1930, να πει ότι «πριν από την επίλυση του προβλήματος των μειονοτήτων καμία βαλκανική ομοσπονδία δεν είναι δυνατή».
Αυτή τη βαλκανική Ιστορία και πραγματικότητα αγνοούν οι ηγέτες των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, αλλά, δυστυχώς, και πολλοί Ελληνες πολιτικοί, που φυσιολογικά θα έπρεπε να την κατανοούν.
Και οι Ελληνες αλλά και οι ξένοι πολιτικοί και επιστήμονες θα έπρεπε να έχουν μελετήσει όχι μόνο τη βαλκανική Ιστορία αλλά κυρίως την προσπάθεια δημιουργίας βαλκανικής ομοσπονδίας που έγινε με πρωτεργάτη τον Α. Παπαναστασίου στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.
Ο Α. Παπαναστασίου, ο κατ’ εξοχήν υπέρμαχος της βαλκανικής συνεργασίας, είχε πείσει τον Ε. Βενιζέλο, υπέρμαχο και αυτόν της βαλκανικής συνεργασίας3, να του εμπιστευθεί μετά το 1928 την προσπάθεια δημιουργίας βαλκανικής ομοσπονδίας. Εγιναν τέσσερις βαλκανικές διασκέψεις. Η πρώτη το 1930 στην Αθήνα, η δεύτερη το 1931 στην Τουρκία, η τρίτη το 1932 στο Βουκουρέστι και η τέταρτη και τελευταία τον Νοέμβριο του 1933 στη Θεσσαλονίκη. Η αντιπροσωπεία κάθε χώρας ήταν πολυμελής και αποτελούνταν από πρυτάνεις πανεπιστημίων, εκπροσώπους επιστημονικών ή παραγωγικών τάξεων, ειδικούς επιστήμονες κ.λπ. Οι αντιπρόσωποι χωρίζονταν σε έξι θεματικές επιτροπές (οργανωτική, πολιτιστικών σχέσεων, πνευματικής συνεργασίας, οικονομικών σχέσεων, επικοινωνιών και κοινωνικής πολιτικής), οι οποίες επεξεργάζονταν τα θέματα του τομέα τους και κατέληγαν σε προτάσεις προς την ολομέλεια της διάσκεψης για να υλοποιηθούν από τις κυβερνήσεις, με στόχο την ομαλή βαλκανική συνεργασία. Οι αντιπρόσωποι διέβλεπαν ότι οι λαοί των Βαλκανίων, για να συμβιώνουν αρμονικά, έπρεπε να γνωριστούν μεταξύ τους καλύτερα και γι’ αυτό ως ενδεικτικό του κλίματος που δημιουργήθηκε αναφέρω ότι η επιτροπή «πνευματικής συνεργασίας» αποφάσισε να ζητήσει α) τη σύσταση στα πανεπιστήμια των βαλκανικών χωρών εδρών συγκριτικού δικαίου, β) την ίδρυση βαλκανικών φοιτητικών γραφείων για την ανάπτυξη πνευματικών σχέσεων και με ανταλλαγές φοιτητών και καθηγητών, γ) τη μετάφραση σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες όλων των δημοτικών τραγουδιών κάθε χώρας, δ) την ίδρυση βαλκανικής εταιρείας Τύπου, ε) τη διδασκαλία στα πανεπιστήμια κάθε βαλκανικής χώρας της γλώσσας μιας άλλης βαλκανικής χώρας, ώστε όλοι οι φοιτητές να μαθαίνουν μια άλλη βαλκανική γλώσσα, στ) τη χρήση του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου για εμπέδωση της βαλκανικής φιλίας.
Οι αντιπρόσωποι διέβλεπαν ότι το πρόβλημα των μειονοτήτων μπορούσε να τορπιλίσει κάθε προσπάθεια, γι’ αυτό στο προσχέδιο του Βαλκανικού Συμφώνου που αποφασίστηκε το 1932 στο Βουκουρέστι τα άρθρα 21 μέχρι 26 αναφέρονται στο θέμα της προστασίας των μειονοτήτων, και μάλιστα στο άρθρο 23 αναφέρεται ότι θα ιδρυθεί μια διαβαλκανική επιτροπή μειονοτήτων, η οποία θα αποτελείται από έξι μέλη, ένα από κάθε κράτος, και η οποία θα εδρεύει εκ περιτροπής κατ’ έτος σε καθένα από τα συμβαλλόμενα κράτη. Στο άρθρο 22 αναφέρεται ότι κάθε κράτος θα ιδρύσει γραφείο μειονοτήτων, στο οποίο θα απευθύνονται όλες οι αιτήσεις που αναφέρονται στην προστασία των μειονοτήτων, αλλά στο άρθρο 26 αναφέρεται ότι «οι μειονότητες οφείλουν να φέρονται νομοταγώς έναντι του κράτους εις το έδαφος του οποίου ζουν και να απέχουν πάσης ενεργείας στρεφομένης κατά του κράτους τούτου».
Η διάλυση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, με τον τρόπο που έγινε, οδήγησε σε γεγονότα που κανείς δεν πίστευε ότι θα συνέβαιναν με τη λήξη του 20ού αιώνα. Τα κρατίδια που δημιουργήθηκαν συμπεριελάμβαναν υπολογίσιμες αριθμητικά μειονότητες κι αντί να εξασφαλισθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα για τις μειονότητες στα νέα κρατίδια, δυστυχώς υπήρξαν φαινόμενα εθνικών εκκαθαρίσεων με στόχο δημιουργία κρατών εθνικώς αμιγών, κάτι που είναι ανέφικτο χωρίς μετακινήσεις εκατομμυρίων πολιτών άλλης εθνικής καταγωγής.
Οι χώρες της Ε.Ε. και οι ΗΠΑ, αν είχαν συνειδητοποιήσει τη βαλκανική πραγματικότητα, θα επέμεναν στην αρχή της μη αλλαγής των συνόρων στα Βαλκάνια αλλά και τη διασφάλιση για τις μειονότητες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ενθάρρυνση αποσχιστικών ή αυτονομιστικών κινημάτων και η δημιουργία νέων -μη βιώσιμων- κρατιδίων άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και το τίμημα το πληρώνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες αλλά και όλη η περιοχή των Βαλκανίων έμμεσα.
Ο χώρος δεν επιτρέπει να επεκταθούμε περισσότερο, τονίζω μόνον ότι η Ελλάδα (κατά τεκμήριον τουλάχιστον) γνωρίζει τη βαλκανική πραγματικότητα και οφείλει να επιδιώξει και να στηρίξει υπό την ομπρέλα της Ε.Ε. τη δημιουργία θεσμών βαλκανικής συνεργασίας, που δεν θα αποτελούν θεσμούς συνεργασίας μόνον ηγετών και κυβερνήσεων αλλά και εκπροσώπων πανεπιστημίων, επιστημονικών συλλόγων, πολιτιστικών φορέων κ.λπ. από όλες τις βαλκανικές χώρες. Να αναζητηθεί η φόρμουλα θεσμών μόνιμης συνεργασίας και γνωριμίας των λαών, για να αμβλυνθούν οι αντιθέσεις του παρελθόντος και να προβληθεί ιδιαίτερα η κοινή ευρωπαϊκή προοπτική.
* Ο Δημήτρης Γαρούφας, δικηγόρος - συγγραφέας, διετέλεσε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης την περίοδο 2005-2008 και είναι πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος
Σημειώσεις:
1) Α. Μάνεση: Το πολίτευμα του Ρήγα, περ. ΑΝΤΙ, τ. 652 και Π. Κιτρομηλίδη «Ο Ρήγας και τα σημερινά προβλήματα στα Βαλκάνια» περ. ΑΝΤΙ τ. 652,
2) Α. Τούντα-Φεργάδη «Μειονότητες στα Βαλκάνια - Βαλκανικές Διασκέψεις 1930-1934» εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1994,
3) Σ. Μαρκεζίνη «Πολιτική Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος» τ. 3ος σ. 209 και
4) Δ. Γαρούφα «Διαβαλκανική στην πράξη» εφ. Ελευθεροτυπία 2-11-97 και Δ. Γαρούφα «Με ανοιχτούς ορίζοντες» εκδ. Ερωδιός - Θεσσαλονίκη 2006
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου