Του Γιάννη Λούλη
Βασική παράμετρος των Ευρωεκλογών, ήταν λοιπόν σύμφωνα με την προσωπική μου εκτίμηση, η αποχή.Πιστεύω πως εδώ η ανάλυσή μου δικαιώθηκε πλήρως.
Όμως δικαιώθηκε μόνο εν μέρει η διαπίστωση ότι «κανένα κόμμα δεν έχει ισχυρή δυναμική», καθώς ένα κόμμα όντως ενισχύθηκε, δηλαδή ο ΛΑΟΣ.
Η ενίσχυση αυτή χωρίς να είναι δραματική ήταν πάντως αισθητή, και συντελέστηκε τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές.
Το ΠΑΣΟΚ βεβαίως υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος νικητής στη μάχη του δικομματισμού. Όμως η δυναμική του δεν ενισχύθηκε. Εκείνο που όντως συνέβη τις τελευταίες ημέρες ήταν η αναστροφή της ανάκαμψης της ΝΔ που μείωνε την απόστασή της από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όμως το κυβερνών κόμμα έχασε έδαφος μέσα από το περιστατικό της διαφυγής του υπόπτου, και ίσως ακόμη περισσότερο υπέστη φθορά λόγω της υπερβολικής σκληρότητας που επέδειξε η δικαιοσύνη στα παιδιά του διαφυγόντος. (Δικαίως ή αδίκως η σκληρότητα αυτή δημιούργησε την εντύπωση μιας συμπεριφοράς «αντεκδίκησης» την οποία χρεώθηκε η κυβέρνηση).
Τα στοιχεία δείχνουν πως η αποσυσπείρωση της ΝΔ τροφοδότησε όχι το ΠΑΣΟΚ, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό την αποχή και στη συνέχεια τον ΛΑΟΣ.
Συνολικά, η αποχή, που προσέγγισε το πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα 50%, έπληξε κυρίως τη ΝΔ, αλλά και εν μέρει τα υπόλοιπα κόμματα.
Η αποχή λοιπόν έστειλε ταυτόχρονα ένα μήνυμα τόσο στο πολιτικό κομματικό σύστημα αλλά και την κυβέρνηση.
Η τελευταία «πλήρωσε», όπως ομολόγησε ευθαρσώς ο Πρωθυπουργός, κυρίως αδυναμίες στον κρατικό μηχανισμό (αναποτελεσματικότητα και ζητήματα ήθους), αλλά και ατομικές συμπεριφορές στελεχών της που προκάλεσαν την κοινή γνώμη.
Παρόμοια ζητήματα επισκίασαν, σε επίπεδο φθοράς της κυβέρνησης, τις οικονομικές δυσκολίες, παρά το ότι η οικονομία παραμένει το κυρίαρχο πρόβλημα για την κοινή γνώμη. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε λοιπόν την πρώτη νίκη του από το 2004, μετά τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες.
Έτσι ενισχύθηκε και σταθεροποιήθηκε και η θέση της ηγεσίας του, που φυσιολογικά αποκτά μερίδιο στη νίκη αυτή.
Από την άλλη πλευρά όμως, η όλη εικόνα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει λίγες αυτόνομες και εδραιωμένες δυνάμεις.
Κυρίως υστερεί σε κυβερνητική αξιοπιστία, ενώ και από την «συμπαθή» ηγεσία της απουσιάζει το «πρωθυπουργικό βάρος».
Υπερεπενδύει έτσι στα προβλήματα της κυβερνητικής παράταξης από τα οποία τώρα ωφελείται. Αλλά παρόμοια πλεονεκτήματα είναι de facto εύθραυστα, ιδίως όσο αντέχει η εικόνα του Πρωθυπουργού.
Από τα μικρότερα κόμματα, ο ΛΑΟΣ έγινε υποδοχέας ψηφοφόρων διαμαρτυρίας της ΝΔ, καθώς επιχειρεί συστηματικά να πείσει ότι δεν είναι κόμμα των άκρων.
Το ΚΚΕ έχει κατά κράτος επικρατήσει στον ενδο-αριστερό ανταγωνισμό, κυρίως διότι η διττή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που αρχικά αποτελούσε ισχυρό πλεονέκτημά του, έχει αποδειχθεί αυτοκαταστροφική.
Αν μη τι άλλο, το ΚΚΕ είναι μια συγκροτημένη, έστω και περιχαρακωμένη παρουσία, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίστηκε σε ένα μείγμα ακροτήτων, ελαφρότητας, και ανερμάτιστης στρατηγικής.
Τέλος, οι Πράσινοι, μόλις άρχισαν να «δείχνουν το πρόσωπό τους» έχασαν διαμιάς το φωτοστέφανο του «φαινόμενου» κατρακυλώντας κάτω από το 4%. Βεβαίως, οι εκλογές αυτές αποτελούν ένα Βατερλό των περισσοτέρων εταιρειών δημοσκοπήσεων.
Όσες επιχείρησαν «εκτιμήσεις ψήφου», αντί να σταθούν στην απλή καταγραφή τάσεων, είχαν μεγάλες αποκλίσεις από το τελικό αποτέλεσμα.
Ενώ βεβαίως τα exit polls κατέληξαν όλα σε ένα κοινό και πρωτοφανές φιάσκο.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο δημοσκοπικό φιάσκο από την εποχή που πρωτοεμφανίσθηκαν οι δημοσκοπήσεις.
Τούτο βεβαίως, ήταν μια αναπότρεπτη εξέλιξη καθώς οι περισσότεροι δημοσκόποι, αντί της σεμνότητας και της αυτοσυγκράτησης, περιέφεραν αυτάρεσκα την αλαζονεία τους που μαθηματικά τους οδηγούσε στην αναξιοπιστία. (Αλλά το θέμα αυτό από μόνο του αποτελεί το αντικείμενο του επόμενού μας άρθρου).
Αν μη τι άλλο λοιπόν, οι Ευρωεκλογές αυτές είχαν πολλαπλά μηνύματα.
Το τοπίο που φωτογραφίζουν είναι μια κινούμενη άμμος όπου τα δεδομένα του παρελθόντος δεν ισχύουν πλέον, ενώ και οι όποιες νέες τάσεις που τα αντικαθιστούν είναι ιδιαίτερα εύθραυστες.
Η απουσία βεβαιοτήτων που ίσχυε πριν τις εκλογές εξακολουθεί να ισχύει, ίσως ακόμη πιο έντονα, και τούτο παρά το ότι μερικές πολιτικές πλευρές είναι πιο ευνοημένες από άλλες.
Άρα η όποια προσέγγιση του τοπίου πρέπει να γίνεται κυρίως μέσα από την ανάδειξη ερωτημάτων παρά μέσα από τη βεβαιότητα των απαντήσεων.
Το φιάσκο, που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι αυτάρεσκοι δημοσκόποι, πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγήν για όλους εμάς που προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε δυναμικές. Ακόμη και τις πιο βραχυχρόνιες από αυτές
Άρα οι Ευρωεκλογές δεν έχουν μόνο κάποια ορατά και επίκαιρα μηνύματα.
Εμπεριέχουν πολλά αναπάντητα και πιο μακροχρόνια ερωτήματα. Σε ένα τοπίο που απομένει να δούμε εν τέλει ποια μορφή θα πάρει.
Είτε πρόσκαιρη. Είτε πιο μόνιμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου