Τα κόμματα της δεξιάς κατάφεραν να παρουσιαστούν με επιτυχία στην Ευρώπη ως προστάτες των πολιτών από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και ενδυνάμωσαν την πολιτική τους κυριαρχία στην «γηραιά» ήπειρο, βυθίζοντας τους σοσιαλδημοκράτες σε μια βαθιά κρίση ταυτότητας.
Οι εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο επιβεβαίωσαν μια τάση όλο και πιο σαφή από τα τέλη της δεκαετίας του 1990: Η Ευρώπη ψηφίζει συντηρητικά.
Τα κεντροδεξιά κόμματα, ενωμένα στους κόλπους του Λαϊκού Ευρωπαϊκού Κόμματος (ΡΡΕ), παραμένουν η κυρίαρχη πολιτική δύναμη του «ημικυκλίου». Εάν μάλιστα συνυπολογιστούν και οι δεξιοί ευρωβουλευτές που προτίθενται να σχηματίσουν μία διαφορετική ομάδα ευρωσκεπτικιστών, η ανωτερότητα αυτή είναι ακόμη πιο σαφής. Μαζί δε με τους φιλομοναρχικούς και τους εθνικιστές, το Ευρωκοινοβούλιο του Στρασβούργου κλίνει ξεκάθαρα προς την συντηρητική πλευρά.
«Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως κρίση του καπιταλισμού, ωφέλησε τα κόμματα της κεντροδεξιάς», υπογραμμίζει ο Φίλιπ Γουάιτ, αναλυτής του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση του Λονδίνου.
"Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο συμπεράσματα.
Το πρώτο εμφανίζει τα κυβερνώντα κόμματα της κεντροαριστεράς να τιμωρούνται από τους ψηφοφόρους, όπως στην Ισπανία και την Βρετανία, ενώ
το δεύτερο δείχνει τα κεντροαριστερά κόμματα που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, όπως στη Γαλλία ή στην Ιταλία, να μην επωφελούνται από την κρίση’’, προσθέτει ο Φ. Γουάιτ.
Η ευρωπαϊκή αριστερά βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα τριπλό πρόβλημα.
Αφενός, το μοντέλο του «τρίτου δρόμου» μεταξύ σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού, που αντιπροσώπευε άλλοτε ο Τόνι Μπλερ και ο Γκέχαρντ Σρέντερ και σήμερα ο Ισπανός πρωθυπουργός Χοσέ – Λουίς Θαπατέρο, φαίνεται να οδεύει προς το τέλος του.
Αφετέρου, οι σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται σήμερα αντιμέτωποι με μία άνοδο της αντιφιλελεύθερης ακροδεξιάς, όπως στη Γαλλία ή τη Βρετανία.
Τρίτο, η δεξιά τους αφαίρεσε το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, εφαρμόζοντας πολιτικές που δεν μπορούν να αμφισβητήσουν (εθνικοποιήσεις, ρύθμιση των αγορών, σχέδια ανάκαμψης).
«Οφείλουμε να στοχαστούμε και να επανέλθουμε με μια καινούρια στρατηγική και νέες ιδέες», αναγνώρισε σήμερα ο πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Ευρωπαϊκού Κόμματος, Π. Ν. Ρασμούσεν, ο οποίος αρνήθηκε ωστόσο να μιλήσει για «βαθιά κρίση».
Από την πλευρά της, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, μιλώντας την επομένη της νίκης των συντηρητικών στις ευρωεκλογές της Γερμανίας, εξέφρασε την εκτίμηση πως το αποτέλεσμα αυτό είναι ενδεικτικό της «τάσης» που επικρατεί ενόψει των εθνικών εκλογών που θα διεξαχθούν στη χώρα στις 27 Σεπτεμβρίου, κατά τις οποίες θα επιδιώξει την επανεκλογή της. «Όπως καταλαβαίνετε, είμαστε ικανοποιημένοι», δήλωσε, προσθέτοντας πως το αποτέλεσμα αυτό μας δίνει κουράγιο, δύναμη και εμπιστοσύνη»
Οι εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο επιβεβαίωσαν μια τάση όλο και πιο σαφή από τα τέλη της δεκαετίας του 1990: Η Ευρώπη ψηφίζει συντηρητικά.
Τα κεντροδεξιά κόμματα, ενωμένα στους κόλπους του Λαϊκού Ευρωπαϊκού Κόμματος (ΡΡΕ), παραμένουν η κυρίαρχη πολιτική δύναμη του «ημικυκλίου». Εάν μάλιστα συνυπολογιστούν και οι δεξιοί ευρωβουλευτές που προτίθενται να σχηματίσουν μία διαφορετική ομάδα ευρωσκεπτικιστών, η ανωτερότητα αυτή είναι ακόμη πιο σαφής. Μαζί δε με τους φιλομοναρχικούς και τους εθνικιστές, το Ευρωκοινοβούλιο του Στρασβούργου κλίνει ξεκάθαρα προς την συντηρητική πλευρά.
«Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως κρίση του καπιταλισμού, ωφέλησε τα κόμματα της κεντροδεξιάς», υπογραμμίζει ο Φίλιπ Γουάιτ, αναλυτής του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση του Λονδίνου.
"Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο συμπεράσματα.
Το πρώτο εμφανίζει τα κυβερνώντα κόμματα της κεντροαριστεράς να τιμωρούνται από τους ψηφοφόρους, όπως στην Ισπανία και την Βρετανία, ενώ
το δεύτερο δείχνει τα κεντροαριστερά κόμματα που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, όπως στη Γαλλία ή στην Ιταλία, να μην επωφελούνται από την κρίση’’, προσθέτει ο Φ. Γουάιτ.
Η ευρωπαϊκή αριστερά βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα τριπλό πρόβλημα.
Αφενός, το μοντέλο του «τρίτου δρόμου» μεταξύ σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού, που αντιπροσώπευε άλλοτε ο Τόνι Μπλερ και ο Γκέχαρντ Σρέντερ και σήμερα ο Ισπανός πρωθυπουργός Χοσέ – Λουίς Θαπατέρο, φαίνεται να οδεύει προς το τέλος του.
Αφετέρου, οι σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται σήμερα αντιμέτωποι με μία άνοδο της αντιφιλελεύθερης ακροδεξιάς, όπως στη Γαλλία ή τη Βρετανία.
Τρίτο, η δεξιά τους αφαίρεσε το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, εφαρμόζοντας πολιτικές που δεν μπορούν να αμφισβητήσουν (εθνικοποιήσεις, ρύθμιση των αγορών, σχέδια ανάκαμψης).
«Οφείλουμε να στοχαστούμε και να επανέλθουμε με μια καινούρια στρατηγική και νέες ιδέες», αναγνώρισε σήμερα ο πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Ευρωπαϊκού Κόμματος, Π. Ν. Ρασμούσεν, ο οποίος αρνήθηκε ωστόσο να μιλήσει για «βαθιά κρίση».
Από την πλευρά της, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, μιλώντας την επομένη της νίκης των συντηρητικών στις ευρωεκλογές της Γερμανίας, εξέφρασε την εκτίμηση πως το αποτέλεσμα αυτό είναι ενδεικτικό της «τάσης» που επικρατεί ενόψει των εθνικών εκλογών που θα διεξαχθούν στη χώρα στις 27 Σεπτεμβρίου, κατά τις οποίες θα επιδιώξει την επανεκλογή της. «Όπως καταλαβαίνετε, είμαστε ικανοποιημένοι», δήλωσε, προσθέτοντας πως το αποτέλεσμα αυτό μας δίνει κουράγιο, δύναμη και εμπιστοσύνη»
1 σχόλιο:
Aποψη: Ενα σωστό και δύο λάθος συμπεράσματα
Του Γιωργου Παγουλατου*
Τρία συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από την επικράτηση της κεντροδεξιάς στις τελευταίες ευρωεκλογές. Το πρώτο είναι μάλλον σωστό. Το δεύτερο είναι μάλλον λάθος. Το τρίτο είναι σχεδόν σίγουρα λάθος. Το πρώτο, μάλλον ορθό συμπέρασμα, είναι ότι οι Ευρωπαίοι χρησιμοποίησαν τις ευρωεκλογές για να επιδοκιμάσουν ή να αποδοκιμάσουν τις κυβερνήσεις τους. Καθοριστικό κριτήριο ήταν κυρίως η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Οπου οι εκλογείς θεώρησαν την αντιμετώπιση της κρίσης επαρκή, ενίσχυσαν το κυβερνών κόμμα (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία κ.λπ.). Οπου θεώρησαν ότι υπολείπεται (στην Ισπανία της καλπάζουσας ανεργίας), το καταψήφισαν. Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, η καταψήφιση της κυβέρνησης έλαβε χαρακτήρα γενικευμένης αποδοκιμασίας: στη Βρετανία και στην Ελλάδα. Στη Βρετανία, παρά τον επιδέξιο χειρισμό της κρίσης, ο Μπράουν χρεώνεται τις πολιτικές που τη δημιούργησαν. Οι Βρετανοί τον βαρέθηκαν.
Το δεύτερο, μάλλον λάθος συμπέρασμα, είναι η γενίκευση ότι η συγκυρία τάχα ευνοεί την κεντροδεξιά έναντι της κεντροαριστεράς. Το οικονομικό μείγμα που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δείχνουν σήμερα να εμπιστεύονται δεν είναι πιο συμβατό με την κεντροδεξιά από ό,τι είναι με την κεντροαριστερά. Εχει σαφή κεϊνσιανά και «σοσιαλδημοκρατικά» χαρακτηριστικά - στο πλαίσιο της ΟΝΕ και του Συμφώνου Σταθερότητας. Η νίκη της κεντροδεξιάς σε Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία είναι μια ψήφος εμπιστοσύνης στο γαλλο-γερμανικό μοντέλο της ρυθμιζόμενης, «κοινωνικής» οικονομίας της αγοράς και του κοινωνικού κράτους. Βοήθησε καθοριστικά κι η εικόνα μιας διαιρεμένης και σπαρασσόμενης σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή η οικονομική κρίση ενίσχυσε την εκάστοτε κυβέρνηση, αρκεί αυτή να αντέδρασε με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα. Στη μέση της καταιγίδας δεν αλλάζεις καπετάνιο. Ιδίως αν πρόκειται για τη στιβαρή ηγεσία της Μέρκελ ή ακόμα και του Σαρκοζί.
Το τρίτο, και σχεδόν σίγουρα λάθος συμπέρασμα, είναι ότι η κεντροαριστερά έχασε επειδή δεν είναι αρκετά αριστερή. Αυτό θα είχε βάση αν τις απώλειες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είχε καρπωθεί η Αριστερά. Ομως αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα, κερδισμένοι βγήκαν πράσινοι, ακροδεξιοί και ευρωσκεπτικιστές. Η ψήφος διαμαρτυρίας ήταν εν πολλοίς ψήφος ανασφάλειας: ξενοφοβική και αντιμεταναστευτική.
Δημοσίευση σχολίου