Δεν φανταζόμαστε π.χ. ότι ο παραδείσιος ορεινός δήμος των Βόρειων Τζουμέρκων, ή η αργόσυρτη ήρεμη ζωή του δήμου Μαρωνείας-Σαπών, μολύνθηκαν από τα κορονοπάρτι.
Ούτε φυσικά συμφωνούμε και με την εύκολη αριστερή… επιδημιολογία, ότι για τη μετάδοση φταίει η συνάθροιση στα αστικά λεωφορεία και το μετρό, καθότι οι ανωτέρω δήμοι ευτύχησαν να μη χρειάζονται φισκαρισμένα αστικά, και πολύ... περισσότερο… μετρό!
Ωστόσο στις μεγαλουπόλεις τα κορονοπάρτι, όπως και οι διαδηλώσεις, λόγω μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμού, συνέβαλαν αναμφίβολα στον επιπολασμό. Το λένε οι επιστήμονες και το παραδέχεται η κοινή λογική. Οι μόνοι που δεν το παραδέχονται είναι οι αντικοινωνικοί παρτάκηδες και οι πολιτικά αφιονισμένοι.
Κάποιοι εξ αυτών, πολιτικά εχθροπαθείς, ίσως επιθυμούν ο ιός να αρπάξει στον θανάσιμο εναγκαλισμό του ακόμη περισσότερους, προκειμένου να ρεφάρουν και να απολαύσουν την επάνοδό τους. Δεν είναι όλοι έτσι βέβαια.
Ούτε φυσικά συμφωνούμε και με την εύκολη αριστερή… επιδημιολογία, ότι για τη μετάδοση φταίει η συνάθροιση στα αστικά λεωφορεία και το μετρό, καθότι οι ανωτέρω δήμοι ευτύχησαν να μη χρειάζονται φισκαρισμένα αστικά, και πολύ... περισσότερο… μετρό!
Ωστόσο στις μεγαλουπόλεις τα κορονοπάρτι, όπως και οι διαδηλώσεις, λόγω μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμού, συνέβαλαν αναμφίβολα στον επιπολασμό. Το λένε οι επιστήμονες και το παραδέχεται η κοινή λογική. Οι μόνοι που δεν το παραδέχονται είναι οι αντικοινωνικοί παρτάκηδες και οι πολιτικά αφιονισμένοι.
Κάποιοι εξ αυτών, πολιτικά εχθροπαθείς, ίσως επιθυμούν ο ιός να αρπάξει στον θανάσιμο εναγκαλισμό του ακόμη περισσότερους, προκειμένου να ρεφάρουν και να απολαύσουν την επάνοδό τους. Δεν είναι όλοι έτσι βέβαια.
Δεν εντάσσουμε σε αυτούς για παράδειγμα τον Νίκο Φίλη στον οποίο έχουμε αναφερθεί ξανά, ο οποίος με τις πρώτες προσπάθειες της αστυνομίας να διαλύσει τις μαζικές μπυροκατανύξεις των νυχτερινών πλατειών, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι στοχοποιεί τη νεολαία!
Όμως δεν θεωρούμε συμβατή με την Αριστερά αυτή τη δικαιολογητική στάση της απέναντι στην αντικοινωνικότητα των μαζικών νυχτερινών συναθροίσεων.
Είναι βέβαια κάπως κατανοητή. Είναι όλοι παιδιά της ίδιας εποχής, απότοκα της γενικής τρυφηλότητας και του δικαιωματικού ευδαιμονισμού, με τα οποία μπολιάστηκε η ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες της άνευ κόπου ροής χρήματος, ευρωπαϊκού και δανεικού.
Είναι παράλογο κοινωνικά, αλλά συμβαίνει: Να θεωρείται ότι οι νέοι έχουν μόνο δικαίωμα στη ζωή και στη διασκέδαση, αλλά καμία υποχρέωση. Οι υποχρεώσεις είναι καταπίεση. Ούτε καν υποχρέωση προς τη ζωή των γονιών τους, στους οποίους μπορεί να μεταφέρουν τον ιό που «συνέλεξαν» στις πλατείες, και να γίνουν ακούσιοι δολοφόνοι τους.
Από την άλλη η Αριστερά επέδειξε διττή ακηδία:
Αφενός με τον φετιχισμό των διαδηλώσεων τι οποίες οργάνωσε. Η σημειολογία διαδηλώσεων υπερέχει της προφύλαξης ζωής από ένα πλανητικό θανατικό που είχε να μας επισκεφθεί έναν αιώνα.
Αφετέρου με τη λογική ποινικοποίησης των αστυνομικών ελέγχων. Αναλλοίωτα και ανεπίκαιρα διαποτισμένη με τα κλισέ που δημιουργήθηκαν πριν από εβδομήντα χρόνια, μετέφρασε την προσπάθεια της αστυνομίας να αποσοβήσει τις συναθροίσεις, ως πρόθεση εγκαθίδρυσης αστυνομικού κράτους.
Η δράση της αστυνομίας στόχευε στην προστασία της ζωής, αλλά η βλακώδης συμπεριφορά ενός αστυνομικού, έγινε σάλπισμα γενικής καταγγελίας. Η λέξη «αστυνομοκρατία» ήταν η γαρνιτούρα στις καταγγελίες κάθε καλού αριστερού.
Έτσι μετά τη Νέα Σμύρνη και το επιτυχημένο πολιτικό μπόουλινγκ που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ, η αστυνομία αυτοευνουχίστηκε. Σταμάτησε κατά πολύ την επιβολή των μέτρων. Δε είναι σωστό αλλά είναι φυσιολογικό. Να προσπαθείς κατ΄ εντολήν της Πολιτείας να σώσεις την ζωή και να εκλαμβάνεσαι ως καταπιεστής. Στο κάτω-κάτω, κανείς δεν σώζεται αν δεν θέλει ο ίδιος να σωθεί.
Πλέον η νυχτερινές πλατείες απέκτησαν και σημειολογία της «τρεντι» αντίστασης, του ανεύθυνου εγωκεντρισμού, της θάλλουσας κοινωνικής αδιαφορίας.
Αυτά σε συνδυασμό και με τον παραδοσιακό ελληνικό ωχαδερφισμό (από τον οποίο δεν υπολείπεται ο γράφων), δημιουργούν την εκρηκτική υγειονομική τραγωδία, που παρά τα μέτρα, αργεί να κοπάσει.
(Τα ανωτέρω είναι ψυχρή, και πιστεύουμε αντικειμενική, παρατήρηση. Δεν είναι ηθικολογία).
Όμως επειδή τα μέτρα δεν τηρούνται, επειδή γίνονται αφορμή έμπρακτης «αντίστασης», επειδή το δικαίωμα «να ξεσκάσουμε γιατί κουραστήκαμε και δεν αντέχουμε άλλο » υπερτερεί αξιολογικά στο αποτρόπαιο και ανεπίστροφο του θανάτου, με κάθε σεβασμό προς την επιστημοσύνη της επιτροπής, λέμε ας τελειώνουμε με τα μέτρα.
Σε έναν λαό που αυτοϋπονομεύεται με αδιαφορία, δε χρειάζεται να υπονομεύεται και η οικονομία.
Όμως δεν θεωρούμε συμβατή με την Αριστερά αυτή τη δικαιολογητική στάση της απέναντι στην αντικοινωνικότητα των μαζικών νυχτερινών συναθροίσεων.
Είναι βέβαια κάπως κατανοητή. Είναι όλοι παιδιά της ίδιας εποχής, απότοκα της γενικής τρυφηλότητας και του δικαιωματικού ευδαιμονισμού, με τα οποία μπολιάστηκε η ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες της άνευ κόπου ροής χρήματος, ευρωπαϊκού και δανεικού.
Είναι παράλογο κοινωνικά, αλλά συμβαίνει: Να θεωρείται ότι οι νέοι έχουν μόνο δικαίωμα στη ζωή και στη διασκέδαση, αλλά καμία υποχρέωση. Οι υποχρεώσεις είναι καταπίεση. Ούτε καν υποχρέωση προς τη ζωή των γονιών τους, στους οποίους μπορεί να μεταφέρουν τον ιό που «συνέλεξαν» στις πλατείες, και να γίνουν ακούσιοι δολοφόνοι τους.
Από την άλλη η Αριστερά επέδειξε διττή ακηδία:
Αφενός με τον φετιχισμό των διαδηλώσεων τι οποίες οργάνωσε. Η σημειολογία διαδηλώσεων υπερέχει της προφύλαξης ζωής από ένα πλανητικό θανατικό που είχε να μας επισκεφθεί έναν αιώνα.
Αφετέρου με τη λογική ποινικοποίησης των αστυνομικών ελέγχων. Αναλλοίωτα και ανεπίκαιρα διαποτισμένη με τα κλισέ που δημιουργήθηκαν πριν από εβδομήντα χρόνια, μετέφρασε την προσπάθεια της αστυνομίας να αποσοβήσει τις συναθροίσεις, ως πρόθεση εγκαθίδρυσης αστυνομικού κράτους.
Η δράση της αστυνομίας στόχευε στην προστασία της ζωής, αλλά η βλακώδης συμπεριφορά ενός αστυνομικού, έγινε σάλπισμα γενικής καταγγελίας. Η λέξη «αστυνομοκρατία» ήταν η γαρνιτούρα στις καταγγελίες κάθε καλού αριστερού.
Έτσι μετά τη Νέα Σμύρνη και το επιτυχημένο πολιτικό μπόουλινγκ που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ, η αστυνομία αυτοευνουχίστηκε. Σταμάτησε κατά πολύ την επιβολή των μέτρων. Δε είναι σωστό αλλά είναι φυσιολογικό. Να προσπαθείς κατ΄ εντολήν της Πολιτείας να σώσεις την ζωή και να εκλαμβάνεσαι ως καταπιεστής. Στο κάτω-κάτω, κανείς δεν σώζεται αν δεν θέλει ο ίδιος να σωθεί.
Πλέον η νυχτερινές πλατείες απέκτησαν και σημειολογία της «τρεντι» αντίστασης, του ανεύθυνου εγωκεντρισμού, της θάλλουσας κοινωνικής αδιαφορίας.
Αυτά σε συνδυασμό και με τον παραδοσιακό ελληνικό ωχαδερφισμό (από τον οποίο δεν υπολείπεται ο γράφων), δημιουργούν την εκρηκτική υγειονομική τραγωδία, που παρά τα μέτρα, αργεί να κοπάσει.
(Τα ανωτέρω είναι ψυχρή, και πιστεύουμε αντικειμενική, παρατήρηση. Δεν είναι ηθικολογία).
Όμως επειδή τα μέτρα δεν τηρούνται, επειδή γίνονται αφορμή έμπρακτης «αντίστασης», επειδή το δικαίωμα «να ξεσκάσουμε γιατί κουραστήκαμε και δεν αντέχουμε άλλο » υπερτερεί αξιολογικά στο αποτρόπαιο και ανεπίστροφο του θανάτου, με κάθε σεβασμό προς την επιστημοσύνη της επιτροπής, λέμε ας τελειώνουμε με τα μέτρα.
Σε έναν λαό που αυτοϋπονομεύεται με αδιαφορία, δε χρειάζεται να υπονομεύεται και η οικονομία.
Άλλωστε από προσωπική εμπειρία, από εμπειρίες φίλων, και από διηγήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, όλοι οι επαγγελματίες ακολουθούν με αυστηρότητα τα πρωτόκολλα.
Πόσο περισσότερο, από όσο συνωστίζονται σήμερα, θα συνωστισθούν με την τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων, για παράδειγμα στα πολυκαταστήματα, στα εστιατόρια, τις ταβέρνες, τις καφετέριες; Δουλεύει κόσμος εκεί ο οποίος έχει περιπέσει σε ανέχεια. Αυτός κι αν δεν αντέχει άλλο!
Ακόμη και στα μπαρ στον εξωτερικό τους χώρο, πόσο περισσότερο θα συνωστισθούν πχ. από τα «όρθια μοχίτο» της πλατείας Βαρνάβα που πλέον, για πρώτη φορά, ξεκινούν από τις έξι το απόγευμα, όταν ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί;
Είναι μια άσκοπη μετρολατρεία που αποβαίνει ματαιοπονία και την πληρώνει η οικονομία.
Πόσο περισσότερο, από όσο συνωστίζονται σήμερα, θα συνωστισθούν με την τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων, για παράδειγμα στα πολυκαταστήματα, στα εστιατόρια, τις ταβέρνες, τις καφετέριες; Δουλεύει κόσμος εκεί ο οποίος έχει περιπέσει σε ανέχεια. Αυτός κι αν δεν αντέχει άλλο!
Ακόμη και στα μπαρ στον εξωτερικό τους χώρο, πόσο περισσότερο θα συνωστισθούν πχ. από τα «όρθια μοχίτο» της πλατείας Βαρνάβα που πλέον, για πρώτη φορά, ξεκινούν από τις έξι το απόγευμα, όταν ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί;
Είναι μια άσκοπη μετρολατρεία που αποβαίνει ματαιοπονία και την πληρώνει η οικονομία.
Φωτογραφία αρχείου - Eurokinissi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου