Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί ο Αϊ-Βασίλης έχασε το δρόμο; - Ένα παραμύθι για μεγάλους

Έχουν σχέση τα παραμύθια με τις κρίσεις;

Τον καιρό της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης του εικοστού αιώνα, το 1930 –μια χρονιά πραγματικά μεγάλης απελπισίας–, ο Τζον Μέυναρντ Κέυνς δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Οικονομικές δυνατότητες για τα εγγόνια μας»
Στο κείμενο αυτό έλεγε πως η κρίση σχετιζόταν λιγότερο με τους γεροντικούς ρευματισμούς της παλιάς κοινωνίας και περισσότερο με τους σπασμούς γέννησης της καινούριας κοινωνίας.
Κάνοντας μια αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη της οικονομίας, διαπίστωνε ότι ...
από τη μακρινή αρχαιότητα έως τον 17ο αιώνα περίπου, δεν υπήρχε ουσιώδης τεχνολογική εξέλιξη ούτε συσσώρευση πλούτου βασισμένη στον ανατοκισμό των κερδών.
Έκτοτε όμως και ως τις μέρες του, η εξέλιξη ήταν ραγδαία, η επιστήμη και η τεχνολογία έκαναν άλματα.
Στη συνέχεια επιχειρούσε μια πρόβλεψη της πορείας του κόσμου, για τα επόμενα εκατό χρόνια.

Ο Κέυνς ήταν μία από τις προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επιρροή τον 20ό αιώνα.
Δεν μπορεί να γραφτεί ευρωπαϊκή ιστορία αυτού του αιώνα χωρίς αναφορά στην επιρροή του στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, ιδίως στη μεταπολεμική εποχή.
Η βασική πρόβλεψη στο κείμενο αυτό είναι πως με μια μέτρια αύξηση του κεφαλαίου της τάξης του 2% ετησίως, ο κεφαλαιακός εξοπλισμός θα αυξηθεί 7,5 φορές σε 100 χρόνια.
Αυτό σημαίνει αντίστοιχη αύξηση του υλικού πλούτου σε σπίτια, υποδομές, μέσα μεταφοράς κ.λπ.
Στο διάστημα της ζωής μας έλεγε (ο Κέυνς πέθανε το 1946, αλλά νομίζω ότι αναφερόταν στα επόμενα τριάντα χρόνια, έως το 1960 τουλάχιστον), η παραγωγή τροφίμων, η εξόρυξη και η βιομηχανία, θα κρατούσαν σταθερή την τροφοδοσία του κόσμου με το ένα τέταρτο των απασχολουμένων.
Βεβαίως, υπάρχουν χώρες που είναι τεχνολογικά καθυστερημένες και πιθανόν αυτές θα υποφέρουν πρώτες από την τεχνολογική ανεργία.
Αλλά θα είναι κάτι που θα ρυθμιστεί καθώς στο διάστημα αυτό της εκατονταετίας το επίπεδο ζωής στις προοδευμένες χώρες, θα αυξηθεί τέσσερις με οκτώ φορές, από το αντίστοιχο της εποχής του ’30.

Βέβαια, συνέχιζε, οι ανθρώπινες ανάγκες είναι απεριόριστες. Αλλά μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες.
Στις πρωταρχικές και σε εκείνες που ικανοποιούν το αίσθημα της διάκρισης και της ανωτερότητας από τους άλλους.
Οι πρώτες μπορούν να ικανοποιηθούν, ενώ οι δεύτερες δεν έχουν ορίζοντα ικανοποίησης.
Συμπέραινε όμως ότι στο διάστημα του επόμενου αιώνα το οικονομικό πρόβλημα της ανθρωπότητας θα λυνόταν.
Με οκτώ φορές πλουσιότερο τον κόσμο, η ανεργία θα αντιμετωπιζόταν με τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας σε 3 ώρες και της εργάσιμης εβδομάδας σε 15 ώρες.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Κέυνς πίστευε ότι αυτό θα ήταν ένας σταθμός στην ανθρώπινη ιστορία.
Έγραφε:
«Έως τώρα ο αγώνας για την επιβίωση ήταν το πρώτιστο μέλημα του ανθρώπινου είδους – και όχι μόνο, αλλά ολόκληρης της βιολογικής σφαίρας, από τις πρωταρχικές μορφές ζωής. Αν το οικονομικό πρόβλημα λυθεί, τότε το ανθρώπινο γένος θα απαλλαγεί από τους παραδοσιακούς του σκοπούς».

Ο τόνος, όχι λιγότερο από το περιεχόμενο, ξαφνιάζει.
Μας φαίνεται παράξενο μια προσωπικότητα όπως ο Κέυνς να μιλά με ουτοπικούς, ακόμη και χιλιαστικούς όρους, περιγράφοντας αυτό το «τέλος της ιστορίας», όπου οι άνθρωποι θα απαλλαγούν από τις ανάγκες τους και θα εισέλθουν στο βασίλειο της ελευθερίας.
Μια παρόμοια ιδέα θα μπορούσε κανείς να την περιμένει από τον Μαρξ στη Γερμανική ιδεολογία, όχι από τον Κέυνς.
Στο κάτω-κάτω, σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Κέυνς ήταν εναντίον της κοινοκτημοσύνης και της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας.
Παρ’ όλα αυτά, διαβάζοντας το κείμενό του «Οικονομικές δυνατότητες για τα εγγόνια μας», είναι δύσκολο να μη σκεφτούμε αυτόν τον κορυφαίο οικονομολόγο του 20ού αιώνα ως ουτοπικό στοχαστή.

Ας δούμε όμως το περιεχόμενο της πρόβλεψής του.
Το πρόβλημα που τον απασχολούσε δεν ήταν η καταπολέμηση της ανεργίας που αποτελεί το γόρδιο δεσμό των σύγχρονων οικονομολόγων, αλλά κάτι που θεωρούσε απείρως σοβαρότερο για το μέλλον της ανθρωπότητας: τι θα έκανε, πώς θα διευθετούσε τον ελεύθερο χρόνο της;
Ο ελεύθερος χρόνος δεν θα ήταν πλέον προνόμιο των ανώτερων κοινωνικών τάξεων αλλά όλων.
Πώς θα τον χρησιμοποιούσαν;
Τι θα έκαναν οι άνθρωποι με την αφθονία του ελεύθερου χρόνου για να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους;

Πίστευε ότι οι αλλαγές αυτές δεν θα άνοιγαν απλώς μια νέα ιστορική εποχή, αλλά ότι θα σημάδευαν μεταλλαγές στο ίδιο το ανθρώπινο είδος.
Για πρώτη φορά από τη δημιουργία του, ο άνθρωπος θα έρθει αντιμέτωπος με το πραγματικό, με το διαρκές του πρόβλημα – πώς δηλαδή θα χρησιμοποιήσει την απελευθέρωσή του από τις πιεστικές οικονομικές ανάγκες, πώς θα καταλάβει τον ελεύθερο χρόνο του, τον οποίο η επιστήμη και η ανακεφαλαίωση του πλούτου τον προμήθευσε ώστε να ζήσει σοφότερα και πιο ευχάριστα και καλά. 

Ο Κέυνς αναφερόταν στην επόμενη εκατονταετία, δηλαδή στο 2030.
Βρισκόμαστε τώρα στις παραμονές του 2014, δεκαπέντε χρόνια πριν από τη χρονολογία αυτή, αλλά όχι μόνο τίποτε δεν προδικάζει την πορεία προς όσα προέλεγε, αλλά επιπλέον θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς με βεβαιότητα πως βρισκόμαστε στην αντίθετη πορεία.
Η εργάσιμη μέρα έχασε την κανονικότητά της.
Η περίφημη ελαστικοποίηση της εργασίας και η ανεργία, έκαναν το οκτάωρο όνειρο του παρελθόντος και την εργάσιμη εβδομάδα ακανόνιστη και απρόβλεπτη για τις ανάγκες της οικογένειας.
Τώρα το μεγάλο πρόβλημα είναι η ανεργία των νέων.
Η εργατική νομοθεσία εξαρθρώθηκε και ο περισσότερος νέος κόσμος δουλεύει χωρίς ασφάλιση και σε καθεστώς προσωρινότητας και ανασφάλειας.
Τώρα η πρόβλεψη του Κέυνς φαντάζει ουτοπική, με τη σημασία εκείνου που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί.

Εντούτοις, ο Κέυνς δεν ήταν ο μοναδικός στοχαστής που πίστευε πώς μια κοινωνία της ευημερίας μπορούσε πράγματι να εγκαθιδρυθεί μεταπολεμικά, τουλάχιστον στην Ευρώπη και την Αμερική.

Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, ο οποίος δίδασκε στην Καλιφόρνια κατά τη δεκαετία του ’60, είχε διακηρύξει το 1967 ότι οι ουτοπικές προσδοκίες και προβλέψεις μπορούσαν να πραγματοποιηθούν άμεσα.
Το 1970, ο Ανρύ Λεφέβρ δημοσίευσε το βιβλίο «Το τέλος της ιστορίας» στο οποίο έγραφε ότι η σύγχρονη κοινωνία, η οποία ολοένα και περισσότερο κατευθύνεται από μια τεχνοκρατία, θα προκαλέσει το τέλος των ιδεολογιών που βασίζονται στην ιστορία και πώς το τέλος αυτής της ιστορικότητας θα προκαλέσει το τέλος της ιστορίας.
Πρόκειται για ένα βιβλίο του οποίου η προβληματική το φέρνει κοντά στο «Τέλος της ιστορίας» και το «Ο τελευταίος άνθρωπος» του Φράνσις Φουκουγιάμα.
Βιβλίο βασισμένο στη διδασκαλία του Ρωσογάλλου φιλόσοφου Αλεξάντερ Κοζέβ, ο οποίος θεωρούσε τη μεταπολεμική ευημερία ως πραγματοποίηση της παλιάς ιστορίας που διηγείται ο Χέγκελ για τον Κύριο και τον Δούλο, μια ιστορία πρωταρχική για την ανάλυση των σχέσεων εξουσίας.
Μετά από μια επίσκεψή του στη μεταπολεμική Αμερική, ο Κοζέβ διακήρυξε ότι το αμερικάνικο μοντέλο ευημερίας ήταν το μέλλον της Ευρώπης, αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας.
Έτσι θα παγκοσμιοποιούνταν ο κόσμος, θα επικρατούσε η πολιτική και ιδεολογική ευημερία και η διακυβέρνηση θα αποτελούνταν πλέον από έναν μηχανισμό δημιουργίας κανόνων και τεχνικών λύσεων.
Η μελλοντική Ευρωπαϊκή Ένωση, για την οποία ο Κοζέβ εργάστηκε, ήταν το ιδεώδες του.

Το σημαντικό όμως ήταν, πως αντίθετα με τον Κέυνς, η προσέγγιση του Κοζέβ και του Φουκουγιάμα στην κουλτούρα, ήταν μάλλον απαισιόδοξη.
Χωρίς μείζονες ιδεολογικές συγκρούσεις και δράματα, οι άνθρωποι θα οδηγούνταν σε ένα είδος ανέμελης ζωής που θα κατέληγε στην επιστροφή σε έναν παράδεισο με χαρούμενα ζώα, όπου οι άνθρωποι θα έχτιζαν τις φωλιές τους όπως οι μέλισσες, θα τιτίβιζαν σαν τα πουλιά, θα έπαιζαν και θα αγκαλιάζονταν όπως τα αρκουδάκια στο πράσινο χορτάρι.
Αυτό σήμαινε πως όχι μόνο οι τέχνες θα εξαφανίζονταν αλλά ακόμη και η γλώσσα και ο πολιτισμός.
Κι αν η ανθρωπότητα δεν θα έφτανε μια κι έξω σ’ αυτόν τον χαρούμενο παράδεισο, μερικά τμήματά της όπως η Βόρεια Αμερική είχαν πλησιάσει, τα άλλα θα ακολουθούσαν.

Η μεγάλη διαφορά του Κέυνς ως προς αυτές τις προβολές στο μέλλον, ήταν πως άφηνε ανοιχτό το πρόβλημα της εξέλιξης της κουλτούρας, το αναδείκνυε μάλιστα σε μείζον πρόβλημα για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Αλλά και κάτι άλλο: η δική του προβολή βασιζόταν σε μαθηματικούς υπολογισμούς.
Η κεϊνσιανή προοπτική δεν ήταν στον αέρα.
Ήταν μια πολιτική πλήρους απασχόλησης, η οποία βασιζόταν σε ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Επενδύσεων στην εκπαίδευση, με την επέκταση των δικτύων από τα νηπιαγωγεία έως τα πανεπιστήμια και τον πολλαπλασιασμό των φοιτητών, επενδύσεων στην υγεία (με τη δημιουργία ολοκληρωμένων συστημάτων πρωτοβάθμιας και νοσοκομειακής περίθαλψης), με τη στήριξη της ενεργού ζήτησης (ενθάρρυνση της μαζικής κατανάλωσης μέσω των οικογενειακών κ.ά. επιδομάτων, την ελάττωση της έμμεσης φορολογίας και της διατήρησης σε χαμηλά επίπεδα των τιμών των βασικών ειδών και υπηρεσιών).
Η αναγκαία χρηματοδότηση αυτού του προγράμματος θα εξασφαλιζόταν από την οικονομική ανάπτυξη, αλληλένδετη με μια σώφρονα διαχείριση της ενεργού ζήτησης.
Αυτή ήταν η ραχοκοκαλιά του ευρωπαϊκού μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, παρά τις διαφορές και τις καθυστερήσεις από τη μια χώρα στην άλλη.

Και πράγματι οι προβλέψεις του Κέυνς πραγματοποιούνταν.
Ο εβδομαδιαίος χρόνος της εβδομάδας εργασίας περιοριζόταν σταδιακά από τις 48 στις 40 και (στη Γαλλία) στις 35 ώρες, η διάρκεια του εργασιακού βίου επίσης περιορίστηκε σταδιακά με την επέκταση του χρόνου σπουδών αφενός, την επέκταση των γονικών αδειών αλλά και των ετήσιων αδειών, καθώς και με τη συνταξιοδότηση νωρίτερα.
Αυτός ήταν ο κόσμος που βιώσαμε και αυτός ο κόσμος είχε ένα ουτοπικό αποτύπωμα.
Το κράτος πρόνοιας ήταν μια ιστορική κατάκτηση για τον δυτικό κόσμο, γιατί γεφύρωσε την ανισότητα με τη δικαιοσύνη και έκανε τους φτωχούς και περιφρονημένους ανθρώπους, αξιοπρεπείς πολίτες.
Η ασφάλιση υγείας, οι συντάξεις, η μαζική εκπαίδευση, δεν κατάργησαν βέβαια τις τάξεις, αλλά διευκόλυναν την κοινωνική κινητικότητα και σταθεροποίησαν τη δημοκρατία.

Ο Κέυνς στο κείμενό του που συζητάμε, έλεγε πως η πορεία αυτή θα μπορούσε να διατηρηθεί και να φτάσει στους στόχους που έθετε σε 100 χρόνια, αν δεν συνέβαιναν μεγάλοι και καταστροφικοί πόλεμοι και επίσης δραματικές αλλαγές στον παγκόσμιο πληθυσμό.
Βέβαια, από τη δημοσίευση του κειμένου αυτού το 1930, υπήρξαν πράγματι καταστροφικοί πόλεμοι, αλλά δεν επηρέασαν την ανάπτυξη στη μακρά πορεία.
Ο Κέυνς προέβλεπε ότι αυτή η πορεία θα ήταν εφικτή με μια μέση ανάπτυξη 2%, η οποία αποδείχτηκε ότι μεσοσταθμικά για όλη την περίοδο ήταν μεγαλύτερη.

Πράγματι, από το 1947 έως το 2011 ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 3,3%.
Ο πλούτος αναπτύχθηκε πέρα από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.
Αναφορικά τώρα με την αύξηση του πληθυσμού, η ετήσια αύξηση έφτασε το υψηλότερο σημείο της στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960-70, όταν ήταν πάνω από 2%.
Η τωρινή ανάπτυξη είναι 1,15% και υπάρχει η εκτίμηση ότι θα πέσει κάτω από το 1% μετά το 2020 και στο 0,5% από το 2050.
Εντούτοις, ακόμη και με αυτά τα δεδομένα, ο πληθυσμός έφτασε από τα 2 δισ. το 1930, στα 7 δισ. το 2012, με εκτίμηση να φτάσει στα 8.3 δισ. το 2030, πριν αρχίσει να μειώνεται.

Το ζήτημα είναι όμως ότι αυξήθηκε και η ανισότητα, και το χάσμα ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και τις υπανάπτυκτες χώρες έγινε όλο και μεγαλύτερο στον εικοστό αιώνα.
Ήταν 9:1 στις αρχές του, έφτασε στο 19:1 στο τέλος του.
Το 2011, ο παγκόσμιος πλούτος των νοικοκυριών ήταν περίπου 231 τρισ. δολάρια και ο αριθμός των ενηλίκων 4,5 δισ.
Αυτό σήμαινε πως κάθε νοικοκυριό θα μπορούσε να διαθέτει εισόδημα 51.000 δολάρια τον χρόνο. 
Υπολογισμοί σε γενικές γραμμές αυτοί, αλλά δείχνουν κάτι.
Ο Κέυνς δεν είχε εντελώς άδικο λέγοντας ότι υπάρχει η δυνατότητα όλος ο κόσμος να ζήσει σεσυνθήκες μεσαίων τάξεων.

Και πράγματι, 60 χρόνια από τότε το μέσο εισόδημα του παγκόσμιου πληθυσμού έφτασε το 1990 στα μέσα επίπεδα που απολάμβανε ο πληθυσμός της Βρετανίας πριν από τον πόλεμο.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι ναι μεν οι δυνατότητες υπήρχαν, αλλά η απάντηση γιατί ο Αϊ-Βασίλης έχασε το δρόμο, κρύβεται στους μέσους όρους.
Οι μέσοι όροι είναι ένα πυκνό και αδιαφανές δάσος, μέσα στο οποίο κρύβονται θηριώδειςανισότητες.
Ανισότητες που μπορούν να σου αλλάξουν τον δρόμο.

Τώρα ζούμε την αντιστροφή της τάσης που προέβλεψε ο Κέυνς. Γιατί;
Πράγματι, το 1930 περίμενε πως η οικονομική εξέλιξη θα προκαλούσε μια μεγάλη και βαθιά αλλαγή στη φιλοσοφία και στις νοοτροπίες. 
Όταν η συσσώρευση του πλούτου δεν θα έχει πλέον τόσο μεγάλη κοινωνική σημασία, τότε θα συμβούν μεγάλες αλλαγές στον ηθικό κώδικα που ρυθμίζει τις συμπεριφορές.
Θα απελευθερωθούμε από πολλές από τις ψευδοηθικές αρχές που μας έχουν γίνει εφιάλτης εδώ και διακόσια χρόνια, με αποτέλεσμα να εξυψώνουμε μερικές από τις πιο απωθητικές ανθρώπινες ιδιότητες στη θέση των υψηλότερων αρετών.

Έτσι θα τολμήσουμε να αποτιμήσουμε την αληθινή αξία των οικονομικών κινήτρων.
Η αγάπη της αποθησαύρισης –μια αγάπη διαφορετική από την αγάπη του χρήματος ως μέσου απόλαυσης των πραγματικοτήτων της ζωής, θα αναγνωριστεί ως αυτό που είναι: σιχαμένη αδυναμία, από αυτές τις σχεδόν εγκληματικές, παθολογικές τάσεις τις οποίες παραδίδει κανείς με αποστροφή στους ειδικούς των ψυχικών ασθενειών.

Ο Αϊ-Βασίλης πράγματι έχασε το δρόμο του.
Στο χιονισμένο Νταβός, πάνω στις Άλπεις, όπου μαζεύονται κάθε χρόνο οι Σκρουτζ όλου του κόσμου, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είπε πέρσι ότι το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών κατέχει το 25% του πλούτου της χώρας του και ότι ο πλούτος του διπλασιάστηκε από το 1980.
Αντίθετα, από το 1990 το εισόδημα της μεγάλης μάζας των μεσαίων στρωμάτων δεν μεταβλήθηκε. 
Ο ίδιος, καθώς και άλλοι σπουδαίοι οικονομολόγοι, θεωρεί ότι αυτή η μετεωρική ανισότητα είναι αιτία της σημερινής κρίσης γιατί κάνει τη βάση της οικονομίας στενότερη, ενώ διογκώνει την κορυφή της, με αποτέλεσμα το οικοδόμημα να γίνεται όλο και πιο ασταθές και οι κραδασμοί του όλο και πιο μεγάλοι, σαν αυτούς που περνάμε τώρα.

Είναι όμως αυτός ο επίλογος του παραμυθιού;
Θα κατατάξουμε τις κεϊνσιανές προβλέψεις στην αρχαιολογία των ουτοπικών σχεδιασμάτων ενός καλύτερου κόσμου που δεν ήρθε ποτέ;
  

Ο Αντώνης Λιάκος (1947) είναι καθηγητής της σύγχρονης ιστορίας και της ιστορίας της ιστοριογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Διεθνούς Επιτροπής για την Ιστορία και Θεωρεία της Ιστοριογραφίας (2010-2015) και αρχισυντάκτης του Ιστορείν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: