Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Γκαρίντσα, Το σπουργιτάκι του θεού.


Υπάρχουν άνθρωποι που πέρασαν από τον κόσμο τούτο ανεπαίσθητα, πατώντας ανάλαφρα τα χώματά του, γιατί είχαν ένα μεγαλείο ψυχής που καταργούσε τη βαρύτητα της παρουσίας των. 
Μεγαλείο ψυχής που τόκρυβαν σαν φυλαχτό, μακρυά από τα φώτα της συσκότισης, μακρυά από αυτόκλητους θεοποιητές και υποψήφιους καπηλευτές.
Πορεύτηκαν σε έναν δρόμο που δεν λοξοδρομούσε από την κοινωνική τους καταγωγή, από τις αξίες της μικροκοινωνίας των, από τα πιστεύω τους, που είχαν ενσταλλαχθεί από τα γενοφάσκια τους στο μυαλό και στην ψυχή τους. 
Και όταν αυτά έρχονταν σε σύγκρουση με τη συγκυρία μιας επερχόμενης δόξας, προλάβαινε η κατάρρευση, μια ακόμα πιο φωτεινή πορεία προς το τέλος...


Ο Μανέ Γκαρίντσα, κατά κόσμον Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος (1933-1983), διεθνής βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής, για όσους δεν τον γνωρίζουν, διέπρεψε με τη φανέλα της ομάδας του Μποταφόγκο, αλλά έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του στους αγώνες του Μουντιάλ 1958 και 1962. Το προσωνύμιο Γκαρίντσα του το κόλλησαν γιατί το παιδικό του χόμπυ ήταν να πιάνει αυτά τα μικρά σπουργιτάκια, τα Γκαρίντσα, του Αμαζονίου, σκαρφαλώνοντας στις κορφές των δέντρων.

Γεννήθηκε στο Πάου Γκράντε μια περιοχή κοντά στο Δήμο Μανέ της πολιτείας του Ρίο. Φτώχεια καταραμένη για το γιό του νυχτοφύλακα με τις ινδιάνικες ρίζες και την παθολογική αγάπη στο ποτό. Για τον πιτσιρικά «Μανέ» (από το Μανουέλ), το ποδόσφαιρο ήταν η μόνη διέξοδος από τη μιζέρια. Μέχρι τα 18 του κανείς δεν του έδωσε σημασία. Η φήμη του για την εκπληκτική του ντρίπλα είχε ξεπεράσει τα όρια της περιοχής του, αλλά κανείς δεν θα έπαιρνε ένα παίκτη με τόσο εμφανή προβλήματα.

Η ζωή του καλύτερου ντριμπλέρ στο κόσμο μοιάζει με παραμύθι. Ή μήπως με εφιάλτη; Ο Γκαρίντσα έζησε μόλις 49 χρόνια, αλλά σ’ αυτόν τον μισό αιώνα παρά ένα χρόνο πρόλαβε να τα γευτεί όλα. Την αγάπη των ταπεινών, αλλά και την εγκατάλειψη. Παιδί φτωχής και πολυμελούς οικογένειας κούτσαινε σχεδόν εκ γενετής, καθώς το ένα του πόδι ήταν πιο κοντό από το άλλο. Αιτία η πολυομελίδα η οποία τον χτύπησε στα κάτω άκρα. Οι κινήσεις του, όμως, μέσα στο γήπεδο, οι προσποιήσεις του τον έκαναν διάσημο σ’ όλο τον κόσμο. Η ντρίπλα του εκπληκτική. Έκανε πάντα την ίδια προσποίηση. Έφευγε πλάγια από τα δεξιά και στη συνέχεια, με εξουδετερωμένο τον αντίπαλο, συνέκλινε προς το κέντρο. Τόσο απλό, αλλά και τόσο δύσκολο για τους αμυντικούς, αφού όλα αυτά γινόντουσαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Κι όμως το αριστερό του πόδι ήταν έξι εκατοστά πιο κοντό από το δεξί. Αυτό τον υποχρέωνε να λυγίζει το δεξί του πόδι για να ισορροπεί. Οι απρόβλεπτες τρίπλες και ελιγμοί του οφείλονται σε αυτή την σωματική ατέλεια !.

Μπορεί να ήταν φαντεζί παίκτης, αλλά δεν του άρεσε να σκοράρει. Του άρεσε να δίνει έτοιμα γκολ στους συμπαίκτες του. Και στα δύο μουντιάλ το '58 και το '62 ήταν αυτός που ανέδειξε τον Πελέ, δίνοντάς του, άδολα και χωρίς εγωϊσμό, την μπάλλα να βάλει γκολ, αφού πριν είχε εξουδετερώσει όλη την αντίπαλη άμυνα. Ποδοσφαιρικό μεγαλείο ψυχής. Και ήταν ο Πελέ που όχι μόνον δεν τον βοήθησε μετά στην πτώση του, αλλά πολλές φορές αποδοκίμασε την μετέπειτα πορεία του. Και είναι ο Πελέ που σήμερα μετέχει στην παγκόσμια μαφία του ποδοσφαίρου, φίλος όλων των φασιστικών καθεστώτων της λατινικής Αμερικής. Αν δεν υπήρχε ο Γκαρίντσα κανείς δεν θα θυμόταν τον Πελέ, έγραψαν πολλοί, και δεν έχουν άδικο.

Ο Γκαρίντσια αρνήθηκε πεισματικά να δεί το "άλλο" τέλος του. Αυτό της δόξας του πλούτου. Επέπλευσε της αλλαζονείας, της δημοσιότητας και της αλλοτρίωσης που θα τον έκαναν δεκτό στα σαλόνια της υστεροφημίας. Ο Μανουέλ Φερέιρα ντος Σάντος ή η «τρίπλα του θεού» όπως χαρακτηριστικά προσφωνήθηκε, «έσβησε» ξεχασμένος και πάμπτωχος εξαρτημένος από το αλκοόλ. Βρέθηκε νεκρός και ξεχασμένος στο δρόμο. Στις 20 Ιανουαρίου 1983 ένας νοσοκόμος στο ιατρείο που μεταφέρθηκε το πτώμα ενός άγνωστου άνδρα αναγνώρισε τον άνθρωπο – θρύλο. Τη χαρά του λαού όπως τον φώναζαν. Ο «Alergia do povo» είχε βρεί την ηρεμία στην γειτονιά των Αγγέλων. Ποτέ το παγκόσμιο ποδόσφαιρο δεν μπόρεσε να βρει άξιο αντικαταστάτη των περίτεχνων ενεργειών του.

Μερικές στιγμές της ζωής του.

Ο μύθος γύρω από το όνομα του Γκαρίντσα είναι μεγάλος, όσο και το ποδοσφαιρικό του ταλέντο, αλλά και η καλοσύνη του…
-Από το '63 και μετά η ζωή του ήταν μια περιπέτεια. Τραυματισμοί, αλκοολισμός, ερωμένες, κοινωνικά σκάνδαλα. Ανάγνωση και γραφή δεν ήξερε. Υπέγραφε με μια τελεία. Τα λεφτά του τα μοίραζε στις γειτονιές και στις φτωχές ερωμένες του. Ηταν λάτρης του ποτού. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είναι μόνος, φτωχός και μελαγχολικός.
-Δεν ήξερε να γράφει, να διαβάζει, αλλά και να υπολογίζει τα χρήματα. Έτσι τα χαρτονομίσματα περνούσαν απλά από τα χέρια του. Όσο τα είχε. Κι όταν του έλειπαν είδε όλους αυτούς που βοήθησε να του γυρνούν τη πλάτη.
-Το 1952, στα 19 του παντρεύτηκε την Ναίμ Μάρκες, εργάτρια στη πόλη που γεννήθηκε με την οποία χώρισε το 1965. Μαζί έκαναν οκτώ κόρες! Συνολικά ο Γκαρίτσα είχε 14 παιδιά.
-Ο πιο θυελλώδης δεσμός υπήρξε αυτός με την τραγουδίστρια Έλσα Σοάρες. Είχε όρκους αγάπης, δημοσιότητα, συγκρούσεις και πολλές κατηγορίες από πλευράς Σοάρες ότι την εκμεταλλεύεται οικονομικά.
-Πάμπτωχος, μόνος αλλά με όλο τον κόσμο της Βραζιλίας να κλαίει στην κηδεία του. Το φέρετρο του μεταφέρθηκε στο Πάου Γκράντε με ένα όχημα της πυροσβεστικής, το ίδιο που είχε επιβιβαστεί μετά τον θρίαμβο του 1958. Σε όλη την διαδρομή προς την εκκλησία , υπήρχαν παντού άνθρωποι που θρηνούσαν για το μεγάλο χαμό.


Πηγές:

Δεν υπάρχουν σχόλια: