Εκτενή είναι σήμερα τα δημοσιεύματα στον κινεζικό Τύπο με αφορμή τα σενάρια για πώληση ελληνικών ομολόγων στην Κίνα, τα οποία προκάλεσαν ισχυρές πιέσεις στην ελληνική κεφαλαιαγορά.
«Με τους Ευρωπαίους εταίρους της να μουρμουρίζουν ότι δεν θα υπάρξει διάσωση, η ελληνική κυβέρνηση εναποθέτει τις ελπίδες της στην ανεύρεση αγοραστών ανάμεσα στις πλούσιες σε συναλλαγματικά αποθέματα κεντρικές τράπεζες της Ασίας», υπογραμμίζεται σε εκτενές άρθρο της κινέζικης εφημερίδας «South China Morning Post».
Αναφέρεται επιπλέον ότι «ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ετοιμάζεται για ένα ταξίδι προώθησης των ελληνικών ομολόγων σε επενδυτές του Hong Kong, του Πεκίνου, και της...
Σαγκάης».
Στη συνέχεια του άρθρου της κινέζικης εφημερίδας επισημαίνεται ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι το Πεκίνο, αν ήθελε, θα μπορούσε να κλείσει τη συμφωνία» και αναλύονται οι λόγοι, για τους οποίους η προσφορά ελληνικών ομολόγων δεν είναι τόσο ελκυστική όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «κύριο μέλημα της Κεντρικής Τράπεζας είναι περισσότερο το να διατηρήσει την αξία των συναλλαγματικών αποθεμάτων της και όχι το να εξασφαλίσει υψηλή απόδοση.
Και, λαμβάνοντας υπ' όψιν την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, οι Κινέζοι αξιωματούχοι θα διερωτηθούν κατά πόσον οι αγοραστές ελληνικού χρέους μπορούν να είναι βέβαιοι ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους».
Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης για δραστική περικοπή των δαπανών «μπορεί να αποδειχθούν επαχθέστερα απ' ό,τι είναι διατεθειμένη να δεχθεί η κοινή γνώμη», και γίνεται αναφορά στις κινητοποιήσεις των αγροτών.
«Σε περίπτωση που η Ε.Ε. αρνηθεί να χαλαρώσει τους στόχους της, υπό το φόβο ότι και τα υπόλοιπα μεσογειακά κράτη θα διογκώσουν τα ελλείμματά τους, η ελληνική κυβέρνηση ενδέχεται να αποφασίσει ότι οι όροι συμμετοχής στην Ευρωζώνη είναι εξαιρετικά επαχθείς, και τότε θα μπορούσε να ακολουθήσει χρεοκοπία και υποτίμηση», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα.
«Μολονότι η πιθανότητα είναι μικρή, το Πεκίνο οφείλει να εκτιμήσει τον κίνδυνο σε σχέση με τα αμφίβολα διπλωματικά οφέλη της διάσωσης του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών.
Με δεδομένη την προσοχή των Κινέζων αξιωματούχων, ενδεχομένως να αποφασίσουν ότι πρόκειται για κίνδυνο, τον οποίο δεν θέλουν να αναλάβουν, τουλάχιστον για το ποσόν των 25 δισεκατομμυρίων ευρώ», καταλήγει το δημοσίευμα.
Παρεμφερείς απόψεις διατύπωσε και ο αναπληρωτής Διευθυντής της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, Yin Zhongli, ο οποίος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Beijing Morning Post», επισημαίνει ότι για την Κίνα, η επένδυση σε ελληνικά ομόλογα δεν είναι απλώς οικονομικό ζήτημα, αλλά έχει ευρύτερες προεκτάσεις, καθώς άπτεται της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών σχέσεων, και, υπό αυτήν την έννοια, απαιτεί συνολικό χειρισμό.
Παράλληλα, ο κ. Yin υπογραμμίζει ότι πρωταρχικός παράγοντας για μία επενδυτική απόφαση δεν είναι τόσο η απόδοση όσο η ασφάλεια, και γι' αυτόν το λόγο η Κίνα στρέφεται στην αγορά ομολόγων των Η.Π.Α., ενώ η κρίση της ελληνικής οικονομίας επιβάλλει συνολική διερεύνηση του κινδύνου.
Εξάλλου, την Ισπανία και όχι την Ελλάδα θεωρεί μεγαλύτερη απειλή για την Ευρωζώνη ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Νουριέλ Ρουμπινί, επισημαίνεται σε άρθρο της εφημερίδας China Daily.
Παράλληλα, στο άρθρο της China Daily αναφέρεται ότι «στις διεθνείς χρηματαγορές κυκλοφορεί ευρέως η φήμη για επικείμενη διάλυση της Ευρωζώνης, καθώς η Ελλάδα αγωνίζεται για την περικοπή του υψηλότερου δημοσιονομικού ελλείμματος της ηπείρου, και χώρες από την Ισπανία ως την Ιρλανδία αντιμετωπίζουν τα βάρη του αυξανόμενου χρέους».
Επίσης, ο συντάκτης του άρθρου σημειώνει ότι ο Πρόεδρος της ΕΚΤ χαρακτήρισε παράλογη υπόθεση το ενδεχόμενο αποπομπής της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ενώ ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος δήλωσε ότι η χώρα πρέπει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, «στο πλαίσιο της οποίας η επίλυση των προβλημάτων θα είναι αναμφίβολα πολύ ευκολότερη».
Τέλος, σύντομο δημοσίευμα στην εφημερίδα China Daily, αναφέρεται στις έντονες πιέσεις που δέχθηκαν χθες τα δεκαετή ελληνικά ομόλογα, η απόδοση των οποίων, σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά, ξεπέρασε το 6,4%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου