Του Θοδωρή Γιάνναρου
Ο μπάρμπα Μάρκος, μια σεβάσμια φιγούρα ενός λεβέντη που πέρασε τη ζωή του κυβερνώντας καράβια στους πέντε ωκεανούς, πάντα φοβόταν πως θα μπορούσε να παρεξηγηθεί, αναφερόμενος στις τυπικές, μόνο, θρησκευτικές του συνήθειες...
Πάντα, όμως, με στωικότητα το διακινδύνευε...
Χωρίς καν να μπορεί να το ερμηνεύσει, η Κυριακή είχε πάντα χαρακτηριστική επίδραση στο συνειδητό και στο υποσυνείδητό του, για τις όποιες θρησκευτικές του εκφάνσεις.
Κάθε εβδομάδα ζητούσε την επιβεβαίωση και κάθε βδομάδα ήξερε πως την ελάμβανε, αφιερώνοντας μόνο μερικά λεπτά υποκριτικής και φαρισαϊκής προσευχής μπροστά στις εικόνες των αγίων που πίστευε πως τον προστάτευσαν στο παρελθόν, αλλά και που συνεχίζουν να τον προστατεύουν σήμερα... Κάπου κάπου, όταν προσευχόταν, κάποιο δάκρυ έτρεχε στις αυλακιές του ανάγλυφου του προσώπου του.
Προφανώς κορόιδευε τον εαυτό του, όμως αυτήν την κοροϊδία μόνο ο δικός του εαυτός φαινόταν πως την είχε απόλυτα ανάγκη.
Ήταν η τυποποιημένη θρησκευτική του δραστηριότητα;
Ήταν, μήπως, η εθελοντική του υπέρβασή; Τι ήταν... τι; Δεν ήξερε ο έρμος...
Όμως γνώριζε ότι αισθανόταν μια απέραντη γαλήνη και μια ευδαιμονία μέσα και γύρω του. Η διαδρομή του μπάρμπα Μάρκου προς την Εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, η ολιγόλεπτη προσευχή του στα εικονίσματα, αυτές οι τυπικές διαδικασίες, κάπου εκεί τον έπαιρναν και τον πήγαιναν αλλού, ενδεχομένως στο όνειρο, στη φαντασίωση, στην υπέρβαση.
Ψυχολογικά ωφελούνταν απίστευτα. Αγαλλίαση, ψυχική ηρεμία, αισιοδοξία και ισορροπία... Ποτέ δεν έκρυψε από τον εαυτό του πως ήταν ένας πολύ κακός χριστιανός, γεμάτος αμαρτίες.
Αν σου μίλαγε για τη ζωή του, που ήταν σαν να διάβαζες το βιβλίο που περιέγραφε... αναλυτικά, τις αμαρτίες... με παραδείγματα.
Εκείνη, όμως, την Κυριακή το πρωί, έναν Σεπτέμβρη, η τυπική του επίσκεψη στην εκκλησία θα τον στιγμάτιζε για την υπόλοιπη ζωή του...
Ξαφνικά, όλα τα προβλήματα της καθημερινότητας και της ηλικίας, που είναι αρκετά και συνήθως οδυνηρά, χάνονται μονομιάς. Με τη μικρή του αυτή κυριακάτικη υπέρβαση... φεύγουν!
Μέσα σε αυτό το ολιγόλεπτο παζάρι με τον Θεό, ανάμεσα σε εικόνες αγίων, ο μπάρμπα Μάρκος διαπραγματεύεται μια άφεση μέρους των αμαρτιών του, που ξέρει πως είναι τόσο πολλές που θα χρειαστούν άπειρες κυριακάτικες επισκέψεις στην εκκλησία και άλλες τόσες προσευχές, για να τις λιγοστέψει... και αν προλάβει!
Όμως το όνειρό του είχε ήδη ξεκινήσει... Απλά, δεν το γνώριζε...
Πέρασε στην αρχή από τον χώρο στάθμευσης της εκκλησίας, όπου είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του, για δύο λόγους: να δει, πρώτα, εάν ήταν ακόμα εκεί, στη θέση που το άφησε, διότι με την κοινωνική ανωμαλία που δημιούργησε η "πρώτη φορά αριστερά", και τη φτωχοποίηση ντόπιων και ξένων, δεν είναι και τόσο σίγουρο πως θα το βρεις εκεί που το άφησες άθικτο... και δεύτερον, από το σταχτοδοχείο του αυτοκινήτου που πάντα είχε κέρματα, να πάρει μερικά, που πάντα άφηνε, για τα διόδια της Αττικής Οδού...
Ξεχώρισε. στις τσέπες του, τα χάλκινα και τα μπρούτζινα από τα ασημένια.
Τα μπρούτζινα και χάλκινα ποτέ δεν τους έδινε ιδιαίτερη σημασία, μιας και δεν έβλεπε τι έγραφαν, και από την άλλη θεωρούσε πως του έκλεβαν χώρο... Τα έβαλε, λοιπόν, σε ξεχωριστές τσέπες και προχώρησε. Τα κέρματα κουδούνιζαν δυνατά, καθώς περπατούσε.
Οδεύοντας προς τον ναό, σαν ν’ αντιλήφθηκε μια αθόρυβη και διακριτική σιλουέτα που περπατούσε δίπλα του...
Σαν να άκουσε μια ανεπαίσθητη φωνή... κάτι σαν ψίθυρο. Δεν έδωσε, όμως, σημασία και συνέχισε τον δρόμο του, χαμένος σε σκέψεις... Όμως, μετά λίγα βήματα, η σιλουέτα που ένιωσε λίγο πριν, τον πλησίασε με τη μορφή ενός νεαρού, με όμορφο πρόσωπο, σεμνά ντυμένου, με μακριά μαλλιά, μια αρχοντική, σεμνή, αλλά σοβαρή εικόνα ενός μελαγχολικού νεαρού άντρα.
Ήταν ενα αρχοντόπαιδο 25-26 ετών. Κανένα περιττό πράγμα πάνω του... μόνο ενα τατουάζ στο εσωτερικό του αριστερού του βραχίονα, που κάτι έγραφε, το οποίο, όμως, ο μπάρμπα Μάρκος, δεν μπορούσε να διαβάσει... Τα μάτια του δεν τον βοηθούσαν πια!
Μια εικόνα αληθινή, σοβαρή, αξιοπρεπής και σεμνή που σε προδιέθετε με την πρώτη ματιά.
"Κύριε μου", είπε και ανοίγοντας την παλάμη τού έδειξε μια χούφτα διάφορα κέρματα.
Με ήρεμη και σιγανή φωνή τού είπε: "Μου λείπουν, ακόμα, κάποια κέρματα για να πάρω το φάρμακο που θα με κρατήσει στη ζωή".
Τον μπάρμπα Μάρκο τον διαπέρασαν εκατομμύρια βολτ. Του ήταν αδύνατο να συνδέσει την εικόνα, τη φωνή, τη συγκρότηση του λόγου αυτού του νεαρού, με αυτό που ονομάζεται "επαιτεία".
Κυριολεκτικά τα είχε χάσει.
Μηχανικά έβαλε το χέρι του στην τσέπη με τα χάλκινα κέρματα και χωρίς καθόλου να τα κοιτάξει -δεν άντεχε-, τα έβαλε στην παλάμη του νεαρού ψελλίζοντας: "Είναι πολύ λίγα, αγόρι μου, δεν βοηθούν... λυπάμαι, αλλά δεν έχω άλλα... Να πάω γρήγορα μέχρι το σπίτι μου και να σου φέρω όσα χρειάζεσαι;
"Δεν χρειάζεται να κουραστείτε, κύριέ μου... Δεν είναι λίγα αυτά που μου βάλατε στο χέρι. Είναι πολλά, γιατί, μαζί με κάποια άλλα, και λύνουν προβλήματα και, ίσως, σώζουν κάποια ζωή... Να είστε ευλογημένος και να με θυμάστε... Να θυμάστε πως σήμερα σώσατε μια ζωή".
Ο μπάρμπα Μάρκος δεν άντεχε αυτά που ένιωθε. Τον είχε κεραυνοβολήσει αυτό που έζησε και χωρίς τίποτα να πει... ούτε καν να κοιτάξει ακόμα μια φορά τον νεαρό άνδρα, γύρισε και έφυγε κατευθυνόμενος βιαστικά προς την εκκλησία...
Όμως όλα αυτά που είχαν προηγηθεί, τον είχαν βγάλει σπο τις εύθραυστες ισορροπίες του!
Ξαφνικά, σταμάτησε και γύρισε πίσω... Εξάλλου, μόνο μερικά βήματα είχε προλάβει να κάνει.
Ήθελε τόσο πολύ να επιβεβαιώσει αυτό που μόλις πριν από μερικά δευτερόλεπτα βίωσε, και να μιλήσει με τον νεαρό άνδρα για μια ακόμη φορά.
Πίσω του, όμως, δεν ήταν κανένας... Ο μικρός δενδροφυτεμένος δρόμος ήταν άδειος και σε μεγάλη απόσταση δε φαινόταν ψυχή...
Ο δρόμος... ήταν, απλά άδειος, και κανένας, που υπήρχε λίγο πριν, δεν θα μπορούσε να βρει κάποιο μέρος για να κρυφτεί!
Κοίτα τι φαντασιώσεις δημιουργεί η προχωρημένη ηλικία μου! Ονειρεύομαι ξύπνιος, σκέφτηκε φωναχτά ο μπάρμπα Μάρκος και συνέχισε να ψάχνει με το βλέμμα τον άδειο δρόμο. Τα μάτια του είχαν θολώσει, είχε φύγει από την πραγματικότητα... Δεν ήταν πια εκεί, το όραμά του, η ψευδαίσθησή του, τον είχαν ταξιδέψει για κάπου αλλού...
Έπρεπε να συνέλθει, έπρεπε να επιβεβαιώσει την ψευδαίσθησή του, ότι όλα αυτά που μόλις λίγο πριν έζησε τόσο ζωντανά ήταν αληθινά!
Μηχανικά έβαλε το χέρι στην τσέπη του, εκεί που είχε βάλει τα ασημένια κέρματα... που όμως έλειπαν! Η τσέπη του ήταν άδεια! Έβαλε με δύναμη το άλλο χέρι του χέρι στην άλλη τσέπη... τη δεξιά, τόσο δυνατά που παραλίγο να τη σκίσει! Τα μπρούτζινα και τα χάλκινα κέρματα κουδούνισαν, δηλώνοντας την παρουσία τους.
Ούτε μπόρεσε, ούτε που ήθελε, να δώσει κάποια εξήγηση στο βίωμά του αυτό...
Έκανε μεταβολή και περπάτησε προς τ' αυτοκίνητό του.
Είχε ζήσει τόσο πολλά, σε λίγο χρόνο, που είχε κουραστεί...
Ένιωθε πολύ όμορφα με αυτά που του συνέβησαν...
Τόση δυστυχία ήρθε στην Ελλάδα, που πλέον ο ένας έχει ανάγκη την αγκαλιά και το ενδιαφέρον του άλλου...
Αυτό ήταν το μήνυμα του μελαγχολικού νεαρού άνδρα, που κράτησε μέσα του.
Πού να βοηθήσει η προσευχή, όταν περνάς χωρίς να βλέπεις ή να ενδιαφέρεσαι για το πρόβλημα του διπλανού σου...
Κατάλαβε ο μπάρμπα Μάρκος πως και η προσευχή χωρίς εφαρμογή της ανθρωπιάς χάνει την αξία της.
Σε αυτή την ψεύτικη και βρώμικη κοινωνία μόνο μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε...
*Ο Θοδωρής Γιάνναρος είναι Μοριακός Βιολόγος, τ. Διοικητής του Νοσοκομείου "Ελπίς”, & Μέλος του "Τομέα Υγείας” της Νέας Δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου