Μέχρι
πέρυσι σχεδόν, τις μέρες των γιορτών που συνηθίζονται οι μεγαλύτερες
–ετησίως- συνάξεις συγγενών, φίλων & γνωστών, το άτυπο «θεματολόγιο»
περιλάμβανε πληθώρα συζητήσεων, επαγγελματικής, ερωτικής, οικονομικής,
άντε και πολιτικής φύσεως…
Έχω την αίσθηση ότι στο φετινό εορταστικό menu, περίοπτη θέση είχε η
αναφορά σε περιπτώσεις πολιτών αστικών κέντρων που έκαναν -ή
ετοιμάζονται να κάνουν- το «μεγάλο βήμα», αφήνοντας τη χαώδη, δυσπρόσιτη
και απρόσωπη Αθήνα, αναζητώντας το καλύτερο αύριο, σήμερα κιόλας, σε
μια επαρχιακή πόλη που... φιλοδοξούν ότι θα στεγάσει τα μικρά, μεγάλα,
πάντως τουλάχιστον πιο κοντά στον όρο του «εφικτού», όνειρά τους.
Το πρώτο που -αρκετά τρομοκρατημένος ομολογώ- συλλογιέμαι, είναι ότι
ίσως πρόκειται για το πρώτο βήμα στην προσπάθεια διαφυγής από την
οικιστική παράνοια που, ομολογουμένως, προσφέρει απλόχερα μια πρωτεύουσα
όπως η Αθήνα.
Κι αυτό, γιατί θεωρώ ότι ο επόμενος «βηματισμός» θα είναι η έκδοση αεροπορικού, πλέον, εισιτηρίου “one-way” για κάποιο αστικό κέντρο, όμως αυτή τη φορά εκτός των τειχών… Ευρώπη; Αμερική; Ασία; Πάντως, εκτός Ελλάδος.
Το όλο «δεύτερο βήμα» με συγκρατεί να παραμείνω για την ώρα στο
πρώτο, αφού είναι κάτι παραπάνω από δεδομένο πιά ότι «η Ελλάδα τρώει τα
παιδιά της», σε βαθμό τέτοιο που αισίως ντρεπόμαστε να το βλέπουμε.
Γιος οικογενειακού φίλου σπούδασε κάτι σύγχρονο, φιλόδοξο και
φαινομενικά προσοδοφόρο.
Το άφησε στην άκρη, αφού σιχάθηκε τις ατάκες
του στυλ «στείλτε μας ένα βιογραφικό και θα σας ειδοποιήσουμε αν προκύψει θέση που να ανταποκρίνεται στα προσόντα σας…».
Έτσι, θυμήθηκε -υποχρεωτικά σε πρώτη φάση- τα λιγοστά αλλά εύφορα
στρέμματα των γονιών του στη Θεσσαλική επαρχία απ’ όπου κατάγεται. Το
σκέφτηκε, «τα ζύγισε», έκανε παραχωρήσεις, ξεκαθάρισε στο νου του
καταστάσεις, «σφήνωσε» στο μυαλό ότι θα αλλάξει τρόπο ζωής, και
ετοιμάζεται να κάνει το «πρώτο βήμα»: αφού επιχειρήσει να επιμορφωθεί
αγροτικά, ώστε να καλλιεργήσει τη γη που παλαιότερα σνόμπαρε ως κάτι
«εκτός του πεδίου ενδιαφέροντός του» -ή πιο απλά του lifestyle του-, θα
εγκατασταθεί μόνιμα στην επαρχία, προσδοκώντας να «στήσει» τη δική του επιχείρηση, αρκούμενος σε λιγότερα, κερδίζοντας σε ποιότητα.
Μία, όμως, είναι η λέξη – κλειδί στην παραπάνω παράγραφο:
«προσδοκώντας». Η προσδοκία του συνομήλικου μου θα «σκοντάψει», εκτός
των άλλων, σε αβεβαιότητα, ρίσκο, μεταβατική περίοδο χωρίς οφέλη (και
άρα στην προϋπόθεση μιας οικονομικής άνεσης μέχρι να ορθοποδήσει). Αν τα
καταφέρει, θα έχει κάνει θυσίες, υπομονή, ενδεχομένως και μερικές
γκρίζες τούφες -από το άγχος και την αγωνία-. Κατά πάσα πιθανότητα,
όμως, θα έχει κερδίσει μια πιο υγιή, καθαρή, ήσυχη και ανθρώπινη ζωή.
Καλώς ή κακώς, εγκαίρως ή εκπρόθεσμα, προφητικά ή μη, τα μείζονος
σημασίας ζητήματα που συναντώ, συνηθίζω να τα ανάγω «στα μέτρα μου».
Είναι, λοιπόν, κάτι παραπάνω από βέβαιο πως στην περίπτωση που το
επάγγελμα που έχω επιλέξει σταματήσει «να με χωρά», αν δεν «κάνω άλμα»
(το δεύτερο βήμα, δηλαδή, κατευθείαν «στο όνειρο»), ίσως επιλέξω κάτι
που θα ανταποκρίνεται λιγότερο στα όποια μεγαλεπήβολα όνειρά μου, θα
στηρίζει όμως περισσότερο την ψυχική υγεία που –νομίζω ότι δεν είμαι ο
μόνος- μέρα με τη μέρα προσπαθώ να διατηρώ σε ισορροπία. Επίσης, ας
ακούγεται αστείο, κι όμως ζηλεύω -έστω λίγο- τους ανθρώπους που
μεταβαίνουν στην πρωτεύουσα μόνο για να δουν φίλους και …θεατρικές
παραστάσεις!
Εν κατακλείδι, η επαρχία, η «φυγή», η αποκέντρωση, η μετανάστευση, ή
όλα αυτά μαζί, δεν είναι οπωσδήποτε η λύση. Είναι, όμως, μια επιλογή που
δεν χρειάζεται να απουσιάζει παντελώς από τις εναλλακτικές μας πρωτοβουλίες ζωής, επειδή απλά έτσι μηχανικά συνηθίσαμε…
Ή μήπως, τελικά, σταματήσαμε να παίρνουμε πρωτοβουλίες, «χάνοντας» σε ζωή;
Βαγγέλης Λιακόγκονας
Follow on twitter: @VagLiak
aixmi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου