Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι η επιστροφή στη δραχμή, αποτελεί εφιαλτικό σενάριο, που αν γίνει πραγματικότητα θα οδηγήσει τη χώρα στη δεκαετία του 50 ή του 60. Πολλοί λιγότεροι όμως είναι οι «ειδικοί» που έχουν αντιληφθεί το ζοφερό κίνδυνο που δημιουργεί για την κοινωνία η εναλλακτική μέθοδος της «εσωτερικής υποτίμησης», ειδικά με τον τρόπο που εφαρμόζεται.
Με ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών, που απ ότι έχει φανεί ως τώρα θα
συνεχιστεί και επί κυβέρνησης Παπαδήμου, τα μέτρα που λαμβάνονται έχουν
ως αποκλειστικό στόχο τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, είτε με την περικοπή των αμοιβών, είτε με την αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων...
Δεδομένης όμως της έκτασης της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, εκείνοι ακριβώς που επωφελήθηκαν λιγότερο στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας, δηλαδή οι μισθωτοί, είναι αυτοί που καλούνται να πληρώσουν, αναλογικά, τα περισσότερα.
Πρόκειται κατ αρχήν περί τερατώδους αδικίας, που κάποια στιγμή
προφανώς θα φέρει πέρα από τα όρια, το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής
κοινωνίας.
Ωστόσο δεν είναι σκόπιμο να μείνουμε στην «ηθική» πλευρά του θέματος, καθώς μεγάλη σημασία έχει η αυστηρά οικονομική.
Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν ότι
προκειμένου να κάνει κάτι εύκολα και γρήγορα, έπληξε βάναυσα μέσω των
«μέτρων», εισοδηματικές τάξεις (μισθωτούς και συνταξιούχους), οι οποίες
έτσι κι αλλιώς, δαπανούσαν το μεγαλύτερο μέρος- αν όχι το σύνολο- του
εισοδήματος τους, καταναλώνοντας.
Με τον τρόπο αυτό εντάθηκε η ύφεση καθώς η μείωση της δαπάνης από τα
υψηλότερα οικονομικά στρώματα (για λόγους ανασφάλειας ή προσδοκίας
χαμηλότερων τιμών) συνοδεύτηκε από τις υποχρεωτικές περικοπές των
ανέργων και των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο που συνεχίζεται ως σήμερα, επηρεάζοντας την οικονομία και δημιουργώντας χείριστο ψυχολογικό κλίμα.
Το χειρότερο όμως είναι ότι «το κράτος» δεν έχει κάνει τίποτε ουσιαστικό προκειμένου να εξυγιάνει την αγορά και να δημιουργήσει ορθές βάσεις ανταγωνιστικότητας.
Στην πράξη η πολιτική ηγεσία περιμένει τάχα από την «αγορά» να
αυτορυθμιστεί, παραγνωρίζοντας ότι σήμερα υπάρχει πλειάδα τομέων στους
οποίους επικρατούν οργανωμένα συμφέροντα ή παίκτες με ολιγοπωλιακή επιρροή.
Συμφέροντα που ελέγχουν την τιμολόγηση προϊόντων και υπηρεσιών,
δημιουργώντας δικά τους σημεία ισορροπίας, εις βάρος του έτσι κι αλλιώς
«ανώριμου» καταναλωτή.
Υπό αυτή την έννοια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ανοργάνωτο,
διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό κράτος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο
καλύτερος τρόπος για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών
προϊόντων και υπηρεσιών, είναι να μειωθεί το μισθολογικό κόστος!
Λες και δεν είναι πασιφανές ότι το ελληνικό προϊόν πάσχει από
καινοτομία, οργάνωση της παραγωγής, από «περιτύλιγμα» αλλά και από
αποτελεσματικό μάρκετινγκ, για να μην αναφερθούμε στο ακανθώδες θέμα
της αξιοπιστίας.
Ούτε είναι τυχαίο ότι και πάλι η συζήτηση επικεντρώνεται στη μείωση
του μισθολογικού κόστους της εργασίας, με ελάχιστες -και αόριστες-
αναφορές στο υπέρογκο μη μισθολογικό κόστος που επωμίζονται εργαζόμενοι
και εργοδότες, χωρίς βεβαίως να εισπράττουν το αντίτιμο των χρημάτων
τους σε συνταξιοδοτικά οφέλη ή υπηρεσίες υγείας.
Στην πράξη λοιπόν, η χώρα μας οδεύει ολοταχώς προς μια δήθεν «εύκολη
λύση» που θα είναι δυστυχώς εις βάρος των συμφερόντων του συντριπτικά
μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.
Το πιθανότερο δε είναι ότι θα οδηγήσει και στην πιο εκτεταμένη ανακατανομή πλούτου που
έγινε ποτέ στη χώρα, τουλάχιστον μετά το 1950. Διότι συν τοις άλλοις τα
ασθενή εισοδήματα θα αποχωρίζονται περιουσιακά στοιχεία, προκειμένου να
περισώσουν για κάποιο διάστημα το βιοτικό τους επίπεδο.
Κι όλα αυτά προς όφελος -δήθεν- της ανταγωνιστικότητας, όταν είναι
πρόδηλο ότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε άλλες χώρες στο
μέτωπο της «τιμής» όχι μόνο λόγο διαφοράς στο κόστος διαβίωσης, αλλά και
λόγω του μεγέθους της χώρας μας.
Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί συναινεί σε όλα αυτά η Τρόικα.
Κατά την ταπεινή μου άποψη διότι η τελευταία διετία την έπεισε ότι η
πολιτική ηγεσία της χώρας και οι «μηχανισμοί» της δεν είναι σε θέση να
κάνουν τις διαρθρωτικές, εκπαιδευτικές και θεσμικές προσαρμογές, που θα
έπρεπε να γίνουν, για να ανέβει ουσιαστικά η ανταγωνιστικότητα.
Οπότε προωθεί αυτά που βλέπει ότι μπορεί να γίνουν, ώστε να παρουσιάσει αποτελέσματα, ασχέτως αν γνωρίζει ότι σε βάθος χρόνου οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν.
Μεγάλος χαμένος αυτής της υπόθεσης είναι η κοινωνία, που σταδιακά
δείχνει να χάνει κάθε δίχτυ ασφαλείας, πλην του θεσμού της οικογένειας,
που περιέργως πώς εξακολουθεί να παίζει σωτήριο ρόλο.
Λυπάμαι που το γράφω αλλά αν συνεχίσουμε έτσι, για τον περισσότερο
κόσμο, η διαφορά της «σωτηρίας» από την «καταστροφή» θα είναι σε λίγο ελάχιστη.
του Γ. Παπανικολάου
Πηγή: euro2today
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου