«Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντον σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου».
Περιγράφει τον εαυτό του αυτολοιδορούμενος ο παπαδιαμαντικός αφηγητής, στο «Όνειρο στο κύμα». Και περιγράφει την παρούσα κατάσταση πικράς αθυμίας του Έλληνος, έτσι δεμένου με κοντό σχοινί, ώστε αν τεντωθεί να κινδυνεύει να πνιγεί, να σχοινιασθή.
Όσες φορές διαβάζω το «Όνειρο στο κύμα», διακρίνω κάτι καινούργιο. Τούτη τη φορά μέσα από την αυτολοιδορία του Παπαδιαμάντη διακρίνω τη σοφή αποδοχή του παρόντος:
Περιγράφει τον εαυτό του αυτολοιδορούμενος ο παπαδιαμαντικός αφηγητής, στο «Όνειρο στο κύμα». Και περιγράφει την παρούσα κατάσταση πικράς αθυμίας του Έλληνος, έτσι δεμένου με κοντό σχοινί, ώστε αν τεντωθεί να κινδυνεύει να πνιγεί, να σχοινιασθή.
Όσες φορές διαβάζω το «Όνειρο στο κύμα», διακρίνω κάτι καινούργιο. Τούτη τη φορά μέσα από την αυτολοιδορία του Παπαδιαμάντη διακρίνω τη σοφή αποδοχή του παρόντος:
το παρόν ως ήπια διάψευση προσδοκιών, ως αναπόφευκτη προδοσία του παρελθόντος, το παρόν ως αναπόδραστη πτώση του φυσικού ανθρώπου, του «ωραίου εφήβου, του καστανόμαλλου βοσκού», και ως ανάδυση του μετέωρου μεσήλικου, του «περιωρισμένου και ανεπιτήδειου».
Έτσι ακούει τον σφυγμό της τώρα η γενιά της μεταπολίτευσης: νηματώδη, σιγαλό, σβησμένο· σαν υπόμνηση διαρκούς προδοσίας, σαν αφήγηση μετάλλαξης:
Ήμην ο Δάφνις, ο Ορφέας… Και είμαι δεσμώτης, ηττημένος, υπόδουλος και άπραγος. Το ένα άκρο της αφήγησης μάς φέρνει αβίαστα στο άλλο. Ο αφηγητής δεν νοσταλγεί μόνο, περιγράφει εναργώς την προδιαγεγραμμένη πορεία, από την αθωότητα προς τη γνώση, από την ανεμελιά του ευγενούς άγριου προς την κατήφεια του αποξενωμένου μισθωτού. Ωστόσο η αποδοχή της σκληρής μοίρας, ο αυτοοικτιρμός και ο αυτοσαρκασμός, δεν αποτρέπουν τον στεναγμό και τη λαχτάρα της αναπολήσεως: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!…».
Ο πυρήνας είναι πυρακτωμένα ρομαντικός, είναι η αιώνια επιστροφή στη νιότη, ο Παπαδιαμάντης δεν αποδέχεται την προσγείωση στον «περιωρισμένο και ανεπιτήδειο» βίο, αντηχεί τον αιώνιο έφηβο Ρεμπώ, τον παράφορο Μπωντλέρ, τον ειρωνευτή Φλωμπέρ, τον ανατόμο Μπαλζάκ.
Παρόμοια πτώση και παρόμοια άρνηση βιώνει τώρα η γενιά της Μεταπολίτευσης – όσοι τουλάχιστον μπορούν ακόμη να ανακαλέσουν τη νεανική αθωότητα και να την αισθανθούν. Ακόμη και τα χρόνια του '70, ώς τις αρχές του '80, η αθωότητα έμοιαζε με τα χρόνια του Παπαδιαμάντη. Τα νησιά, τα χωριά, οι επαρχιακές πόλεις, είχαν δικούς τους ρυθμούς, χαρακτήρα. Η Αθήνα ήταν μια μεσογειακή πόλη, ράθυμη, με βραδύ βίο, φθηνή διαβίωση· δεν ήταν η σημερινή μητρόπολη των άκρων, των νεόπλουτων και των αποκλεισμένων, του εγκλήματος και της ασυμμετρίας, της φαντασμαγορίας.
Άλλαξαν οι άνθρωποι. Αλλάξαμε. Ξεχάσαμε το χωριό καταγωγής, κι όταν το θυμηθήκαμε είχε αλλάξει και μας πλήγωνε. Ξεχάσαμε τη γενέθλια γειτονιά, κι όταν επιστρέψαμε δεν την αναγνωρίζαμε. Ο τουρισμός κατέφαγε τα νησιά, οι επιδοτήσεις και η αστυφιλία σάρωσαν την επαρχία, οι καφετέριες και τα μπουζούκια κατακυρίευσαν τις πόλεις, οι ντοπιολαλιές σαρώθηκαν από τη lingua των τηλεοπτικών δελτίων και των σίριαλ, τα πρώην βοσκόπουλα μεταβλήθηκαν σε δικηγόρους «με δίπλωμα προλύτου», με δεύτερο ΙΧ, με διαζύγιο και βάρη, φυλή νεόχλιδων με ξεπουλημένες γαίες και δανεικά, με εκσυγχρονισμένα λάιφ-στάιλ.
Γινήκαμε άλλοι. Άπληστοι, λιμασμένοι πάντα, και όλο περισσότερο περιωρισμένοι, με όλο και πιο κοντόν σχοινίον εις την αυλή του αυθέντου, αόρατο σχοινί σε αυλή αόρατου αφέντη, υπερτοπικού και διάσπαρτου. Η απώλεια της δικής μας αθωότητας συντελέστηκε αόρατα, δεν την είδαμε, δεν την νιώσαμε καν σαν απώλεια· ίσως τη βιώσαμε κιόλας σαν κέρδος, σαν νίκη, ότι παραχώσαμε βαθιά μες στο τσιμέντο την αθωότητα του χώματος, αυτή τη μισητή σβουνιά της καταγωγής.
Γινήκαμε άλλοι. Αφεύκτως. Μα τη ζήσαμε ασυλλόγιστα αυτή τη μεταμόρφωση, χωρίς να τη στοχαστούμε, να τη ζυγίσουμε, να κρατήσουμε νήματα. Ωστε όταν τέλειωσε ο μετεωρισμός στην εικονική χλιδή, η πτώση ήρθε οδυνηρή, πάνω στο κάγκελο, μες στον κουβά ― του χρηματιστηρίου, των δανεικών, των υπερτροφικών προσδοκιών, της ματαίωσης.
Γινόμαστε άλλοι. Σχοινιασθήκαμε. Ας νοσταλγήσουμε τον φυσικό άνθρωπο, μήπως τον ξαναβρούμε στα πρόσωπα των παιδιών μας («ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος…»). Είτα, θα προσφύγουμε στην παρηγορητική ανάγνωση του «Ξεπεσμένου δερβίση».
Από το Βλέμμα Έτσι ακούει τον σφυγμό της τώρα η γενιά της μεταπολίτευσης: νηματώδη, σιγαλό, σβησμένο· σαν υπόμνηση διαρκούς προδοσίας, σαν αφήγηση μετάλλαξης:
Ήμην πτωχόν βοσκόπουλο εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. [...] Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις…».
Ήμην ο Δάφνις, ο Ορφέας… Και είμαι δεσμώτης, ηττημένος, υπόδουλος και άπραγος. Το ένα άκρο της αφήγησης μάς φέρνει αβίαστα στο άλλο. Ο αφηγητής δεν νοσταλγεί μόνο, περιγράφει εναργώς την προδιαγεγραμμένη πορεία, από την αθωότητα προς τη γνώση, από την ανεμελιά του ευγενούς άγριου προς την κατήφεια του αποξενωμένου μισθωτού. Ωστόσο η αποδοχή της σκληρής μοίρας, ο αυτοοικτιρμός και ο αυτοσαρκασμός, δεν αποτρέπουν τον στεναγμό και τη λαχτάρα της αναπολήσεως: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!…».
Ο πυρήνας είναι πυρακτωμένα ρομαντικός, είναι η αιώνια επιστροφή στη νιότη, ο Παπαδιαμάντης δεν αποδέχεται την προσγείωση στον «περιωρισμένο και ανεπιτήδειο» βίο, αντηχεί τον αιώνιο έφηβο Ρεμπώ, τον παράφορο Μπωντλέρ, τον ειρωνευτή Φλωμπέρ, τον ανατόμο Μπαλζάκ.
Παρόμοια πτώση και παρόμοια άρνηση βιώνει τώρα η γενιά της Μεταπολίτευσης – όσοι τουλάχιστον μπορούν ακόμη να ανακαλέσουν τη νεανική αθωότητα και να την αισθανθούν. Ακόμη και τα χρόνια του '70, ώς τις αρχές του '80, η αθωότητα έμοιαζε με τα χρόνια του Παπαδιαμάντη. Τα νησιά, τα χωριά, οι επαρχιακές πόλεις, είχαν δικούς τους ρυθμούς, χαρακτήρα. Η Αθήνα ήταν μια μεσογειακή πόλη, ράθυμη, με βραδύ βίο, φθηνή διαβίωση· δεν ήταν η σημερινή μητρόπολη των άκρων, των νεόπλουτων και των αποκλεισμένων, του εγκλήματος και της ασυμμετρίας, της φαντασμαγορίας.
Άλλαξαν οι άνθρωποι. Αλλάξαμε. Ξεχάσαμε το χωριό καταγωγής, κι όταν το θυμηθήκαμε είχε αλλάξει και μας πλήγωνε. Ξεχάσαμε τη γενέθλια γειτονιά, κι όταν επιστρέψαμε δεν την αναγνωρίζαμε. Ο τουρισμός κατέφαγε τα νησιά, οι επιδοτήσεις και η αστυφιλία σάρωσαν την επαρχία, οι καφετέριες και τα μπουζούκια κατακυρίευσαν τις πόλεις, οι ντοπιολαλιές σαρώθηκαν από τη lingua των τηλεοπτικών δελτίων και των σίριαλ, τα πρώην βοσκόπουλα μεταβλήθηκαν σε δικηγόρους «με δίπλωμα προλύτου», με δεύτερο ΙΧ, με διαζύγιο και βάρη, φυλή νεόχλιδων με ξεπουλημένες γαίες και δανεικά, με εκσυγχρονισμένα λάιφ-στάιλ.
Γινήκαμε άλλοι. Άπληστοι, λιμασμένοι πάντα, και όλο περισσότερο περιωρισμένοι, με όλο και πιο κοντόν σχοινίον εις την αυλή του αυθέντου, αόρατο σχοινί σε αυλή αόρατου αφέντη, υπερτοπικού και διάσπαρτου. Η απώλεια της δικής μας αθωότητας συντελέστηκε αόρατα, δεν την είδαμε, δεν την νιώσαμε καν σαν απώλεια· ίσως τη βιώσαμε κιόλας σαν κέρδος, σαν νίκη, ότι παραχώσαμε βαθιά μες στο τσιμέντο την αθωότητα του χώματος, αυτή τη μισητή σβουνιά της καταγωγής.
Γινήκαμε άλλοι. Αφεύκτως. Μα τη ζήσαμε ασυλλόγιστα αυτή τη μεταμόρφωση, χωρίς να τη στοχαστούμε, να τη ζυγίσουμε, να κρατήσουμε νήματα. Ωστε όταν τέλειωσε ο μετεωρισμός στην εικονική χλιδή, η πτώση ήρθε οδυνηρή, πάνω στο κάγκελο, μες στον κουβά ― του χρηματιστηρίου, των δανεικών, των υπερτροφικών προσδοκιών, της ματαίωσης.
Γινόμαστε άλλοι. Σχοινιασθήκαμε. Ας νοσταλγήσουμε τον φυσικό άνθρωπο, μήπως τον ξαναβρούμε στα πρόσωπα των παιδιών μας («ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος…»). Είτα, θα προσφύγουμε στην παρηγορητική ανάγνωση του «Ξεπεσμένου δερβίση».
Του Νίκου Γ. Ξυδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου