Οι κανόνες που έθεσε η Γερμανία και οι «επιπτώσεις» για την Ελλάδα
Η κρίση του ευρώ, που εκδηλώθηκε με την αμφισβήτηση από διάφορες πλευρές της μακροημέρευσής του, σήμανε συναγερμό στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, τη Φρανκφούρτη, το Παρίσι και τις άλλες πρωτεύουσες της Ευρωζώνης.
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί, η διασφάλιση της θέσης του ευρώ ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος αποτελεί σταθερή επιδίωξη για όλες τις χώρες που...
μοιράζονται το κοινό νόμισμα. Αυτό ισχύει και για τις μεγαλύτερες χώρες, όπως φαίνεται από τις δηλώσεις κορυφαίων αξιωματούχων τους.
Ο Γερμανός «ιέρακας» της δημοσιονομικής πειθαρχίας στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Γιούργκεν Σταρκ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση για το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση», προσθέτοντας με έμφαση ότι «οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση δεν οδηγεί πουθενά». Ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας κ. Μάριο Ντράγκι δήλωσε από το Ελσίνκι ότι «ο κόσμος πρέπει να καταλάβει πως το ευρώ είναι και θα μείνει ισχυρό». Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιώργος Προβόπουλος τόνισε στην Αθήνα ότι «κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν ότι το ευρώ μπορεί να διαλυθεί».
Η απάντηση που σχεδιάζει η Ευρώπη στη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει από το 1999, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά το ευρώ στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος, οδηγεί στην ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης.
Ως έννοια, όμως, η οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης είναι πολύ αόριστη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση στο ευρύ κοινό, το οποίο δεν μπορεί να είναι εξοικειωμένο με τα οικονομικά και ακόμη περισσότερο με εξειδικευμένα θέματα, όπως της δημοσιονομικής και οικονομικής ενοποίησης.
Η σύγχυση γίνεται μεγαλύτερη, επειδή με αυτή τη γενική έννοια εκφράζονται διαφορετικές αντιλήψεις από Ευρωπαίους πολιτικούς και τεχνοκράτες. Η Γερμανία, για παράδειγμα, που έχει επιβάλει σε σημαντικό βαθμό μέχρι τώρα την ατζέντα της, θεωρεί ότι πρέπει να γίνουν πιο αυστηροί οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) και να συνδυαστούν με ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών από τις Βρυξέλλες. Για να περιοριστεί ο κίνδυνος μη συμμόρφωσης των χωρών με τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, η καγκελάριος της Γερμανίας έχει προτείνει να υπάρχουν και αυστηρότερες ποινές στους παραβάτες, με κυρώσεις που θα ξεκινούν από την παρακράτηση πόρων από τα κοινοτικά Ταμεία και θα φτάνουν έως τον αποκλεισμό των παραβατών από τις ψηφοφορίες στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και, σε περίπτωση υποτροπής, στον αποκλεισμό τους από την Ευρωζώνη.
Η γερμανική πρόταση, την οποία είχε διατυπώσει από τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν είχαν «απογειωθεί» τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, ο υπουργός Οικονομικών της χώρας κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με άρθρο του στην εφημερίδα Financial Times, έγινε δεκτή σε γενικές γραμμές από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνεδρίασε την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες.
Ωστόσο, επειδή υπάρχουν διαφορετικές θέσεις σε επιμέρους θέματα και ιδιαίτερα στο θέμα των κυρώσεων –με τις περισσότερες χώρες να μην συμφωνούν με την ποινή του αποκλεισμού από την Ευρωζώνη– οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα λάβουν τις τελικές αποφάσεις για το νέο μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης τον ερχόμενο Οκτώβριο, μετά από αναλυτική εισήγηση της ομάδας που έχει οριστεί για το σκοπό αυτό υπό τον πρόεδρο της ΕΕ κ. Χέρμαν Βαν Ρομπέι.
Μεγάλη σημασία στο χρέος
Από τις γενικές κατευθύνσεις που υιοθέτησε το Συμβούλιο της ΕΕ στις 17 Ιουνίου προκύπτει ότι θα δοθεί μεγάλη σημασία στο επίπεδο και την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, όπως πρόβλεπε σχετική διάταξη της Συνθήκης του Μάαστριχτ, πριν στη συνέχεια αδρανοποιηθεί. Όπως είναι γνωστό, η Συνθήκη του Μάαστριχτ όριζε ότι το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ (εθνικού εισοδήματος) μιας χώρας και θα πρέπει να συγκλίνει με ταχείς ρυθμούς στο όριο αυτό, σε περίπτωση που το υπερβαίνει.
Προκύπτει, επίσης, ότι κάθε χώρα θα πρέπει να υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για έγκριση τα σχέδια του κρατικού προϋπολογισμού της και του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, πριν τα παρουσιάσει στο Κοινοβούλιό της.
Η διαδικασία αυτή θα γίνεται πολύ νωρίτερα από ό,τι σήμερα, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος για διορθώσεις και τροποποιήσεις. Παράλληλα, θα υπάρχει και έλεγχος των αποκλίσεων στην ανταγωνιστικότητα των χωρών, ώστε να λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα και στο επίπεδο αυτό. Οι προβλέψεις αυτές σημαίνουν για την Ελλάδα πολύ μεγάλη διάρκεια, πάνω από μία δεκαετία, στην εφαρμογή δημοσιονομικής πολιτικής που θα περιορίζει την οικονομική δραστηριότητα. Και αυτό, επειδή δεν θα αρκεί ο μηδενισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος, ο οποίος σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης που έχει συμφωνηθεί με την τρόικα προβλέπεται για μετά το 2014, αλλά θα πρέπει στη συνέχεια να επιδιώκονται πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, ώστε το έλλειμμα να μειώνεται με ταχύ ρυθμό από το σχεδόν 150% του ΑΕΠ το 2013 προς την τιμή αναφοράς που είναι το 60% του ΑΕΠ.
Το νέο μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης σημαίνει ουσιαστικά μεγαλύτερο έλεγχο των δημοσιονομικών και των οικονομικών πολιτικών κάθε χώρας-μέλους από τις Βρυξέλλες.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ζαν Κλοντ Τρισέ, που αποκλείει κάθε σκέψη πτώχευσης ή εξοστρακισμού μίας χώρας από το ευρώ, θεωρεί ότι ο έλεγχος των δημοσιονομικών πολιτικών θα πρέπει να γίνεται από ανεξάρτητη Αρχή που θα στελεχώνεται από ειδικούς στα δημοσιονομικά και θα υπάγεται οργανωτικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Με τον τρόπο αυτό, η ΕΕ και η ΕΚΤ πιστεύουν ότι θα προσδώσουν στο ΣΣΑ την αξιοπιστία που δεν είχε μέχρι σήμερα, θα συμβάλλουν στη διασφάλιση μιας υγιούς δημοσιονομικής θέσης και θα αποφύγουν καταστάσεις, όπως η σημερινή, με την Ελλάδα και άλλες μεσογειακές χώρες να αδυνατούν ή να δυσκολεύονται να προσφύγουν για δανεισμό στις αγορές.
Οι εναλλακτικές δυνατότητες
Το μοντέλο, στο οποίο προσανατολίζεται η ΕΕ, δεν είναι το μοναδικό ούτε το πιο αποτελεσματικό που θα μπορούσε να σχεδιαστεί. Είναι, όμως, αυτό που ήταν συμβατό με τις γενικότερες πολιτικές συγκυρίες και κυρίως με την πολιτική θεώρηση της Γερμανίας.
Οι πολιτικοί περιορισμοί απέκλεισαν λύσεις που θα διασφάλιζαν καλύτερα το μέλλον του ευρώ, όπως η δημοσιονομική ένωση και η καθιέρωση ενιαίου υπουργείου Οικονομικών στην Ευρωζώνη, το οποίο θα διαμόρφωνε τη δημοσιονομική πολιτική για όλες τις χώρες της. Μία τέτοια λύση θα σήμαινε μεταφορά πόρων από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες χώρες του ευρώ και δεν τέθηκε σε συζήτηση, με δεδομένες τις σημαντικές εισοδηματικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Σύμφωνα με το μέλος του Συμβουλίου της ΕΚΤ κ. Λορέντσο Μπίνι-Σμάγκι, η οικονομική και πολιτική ενοποίηση δεν είναι ούτε υπέρ των χωρών της Περιφέρειας της Ευρωζώνης, επειδή θα περιορίσει δραματικά τα περιθώρια καθορισμού της οικονομικής τους πολιτικής. Βέβαια, ο αντίλογος εδώ είναι ότι με την κρίση η θέση των χωρών της Περιφέρειας αναμένεται να επιδεινωθεί και πάλι σε σχέση με τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης. Ακόμη και χωρίς την οικονομική ένωση, η οικονομική διακυβέρνηση θα ήταν πιο αποτελεσματική και το μέλλον του ευρώ πιο σταθερό, αν προβλεπόταν η έκδοση των ευρωομολόγων, όπως ζητάνε οι μεσογειακές χώρες, ώστε να καλύπτουν το δανεισμό τους με χαμηλά επιτόκια.
Όμως, η Γερμανία συνεχίζει να αρνείται αυτό το ενδεχόμενο, για να έχει τη δυνατότητα να δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.
ΤΟΥ ΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου