Τους τελευταίους μήνες βλέπουμε το ελληνικό κομματικό σύστημα να θρυμματίζεται.
Πρώτα είδαμε το ΠαΣοΚ να διασπάται με την αποχώρηση του Γ. Παπανδρέου και την ίδρυση του Κι.Δη.Σο. Μετά διασπάστηκε ο Σύριζα μόλις υιοθέτησε το «νεοφιλελεύθερο» και «βάρβαρο» μνημόνιο.
Η ΔημΑρ, αφού συνέπραξε με το ΠαΣοΚ διασπάστηκε μετά την αποχώρηση του κ. Κουβέλη. Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε την αυτό-γελοιοποίηση και ίσως και την αυτό-διάλυση της Νέας Δημοκρατίας...
Πολλοί θα πουν ότι η αιτία των διασπάσεων αυτών είναι η ανεπάρκεια των ηγετικών στελεχών τους. Κάποιος θα προσθέσει ότι είναι θέμα ελληνικής νοοτροπίας, της παραδοσιακής ελληνικής τάσης για φθόνο και διχόνοια και έλλειψης οργανωτικότητας. Ίσως να παίζουν ρόλο και τέτοιοι παράγοντες. Νομίζω όμως ότι δεν είναι οι πιο σημαντικοί…
Προσέξτε ότι όταν υπάρχει σκοπός, γινόμαστε οργανωτικοί. Υπάρχουν μεγάλες ελληνικές εταιρείες που ακολουθούν απρόσωπους κανόνες και μεθόδους οργάνωσης που τις κάνουν πολύ αποτελεσματικές στο εξωτερικό και κερδοφόρες. Με παρόμοιο επαγγελματισμό, νομίζω, οργανώθηκε και το «Αθήνα 2004».
Πιστεύω ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα περνούν κρίση γιατί είναι χαλαρές και ευκαιριακές ενώσεις προσώπων. Δεν είναι οργανωμένες συμμαχίες κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων ή ιδεολογιών με κοινή στόχευση. Σκοπός τους είναι πάντα η βραχυπρόθεσμη εκλογική επιτυχία. Δεν έχουν οργανωθεί για να διοικήσουν τη χώρα, αλλά για κερδίσουν το βραβείο της διακυβέρνησης. Δεν ενδιαφέρθηκαν να κτίσουν έναν επιτυχημένο οργανισμό που θα επιβιώνει σε βάθος χρόνου.
Γι’ αυτό παραμένουν προσωποπαγή, με ασθενείς εσωτερικούς θεσμούς, ελλιπή κατανομή αρμοδιοτήτων, χαμηλή αφοσίωση στους γραπτούς κανόνες και γενικά χωρίς διαδικασίες αποτελεσματικής οργάνωσης.
Η κατάσταση αυτή των ελληνικών κομμάτων οφείλεται νομίζω στο ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήλθε στην χώρα μας πολύ νωρίς. Ήλθε το 1844 προτού υπάρξει εργατικό κίνημα ή κοινωνικά κινήματα αλλά και προτού δημιουργηθεί μια δημόσια σφαίρα με εκλογικό σώμα που να μπορεί στο μεγαλύτερο μέρος του να διαβάσει και να καταλάβει μια εφημερίδα.
Η πολιτική σε μας έγινε από τότε κατ’ όνομα δημοκρατική, με τακτικές εκλογές, αλλά στην ουσία ιεραρχική και διεφθαρμένη, με τους φτωχούς λίγο ως πολύ να πλειστηριάζουν την ψήφο τους στους πλούσιους. Ο μέσος ψηφοφόρος έμαθε να εμπιστεύεται τον βουλευτή του και τον άνθρωπο από τον τόπο του, αλλά όχι μια συλλογικότητα με γενικότερους κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους.
Κόμματα αρχών και κινημάτων δεν φτιάχτηκαν σε εμάς ούτε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν η Ευρώπη άλλαξε και έγινε πιο δημοκρατική και πιο κοινωνικά δίκαιη. Αντί να φτιάχνουμε εμείς σωστούς θεσμούς, όπως έκαναν στην Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία και Γαλλία, ήμασταν διαφορετικά απασχολημένοι με τον Εμφύλιο Πόλεμο και τις συνέπειές του.
Σήμερα το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι φτιαγμένο στα μέτρα του πελατειακού κράτους. Ο συνδυασμός σταυρού προτίμησης και αχανών πολυεδρικών εκλογικών περιφερειών μαζί με μια άναρχη και κατά βάση ολιγαρχική ραδιοτηλεόραση, έχει ανανεώσει τα πελατειακά αυτά χαρακτηριστικά. Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής στη Αθήνα ή Θεσσαλονίκη χρειάζεται χρήμα, φήμη και διασυνδέσεις.
Οι βουλευτές έτσι είναι χαλαρά συνδεδεμένοι με το κόμμα τους. Δεν τους ενώνει ένας μεγάλος στόχος, ή ένα δεδομένο πρόγραμμα για τη χώρα. Οι ηγεσίες αποφεύγουν μάλιστα να επεξεργάζονται κυβερνητικό πρόγραμμα γιατί προτιμούν, χωρίς δεσμεύσεις, να εξυπηρετούν κοινωνικά αιτήματα ευκαιριακά, όπως βολεύει την ψηφοθηρία της ημέρας. Αντίθετα, άλλα εκλογικά συστήματα στην Ευρώπη έχουν το αντίστροφο αποτέλεσμα.
Στις μονοεδρικές περιφέρειες της Βρετανικής βουλής για παράδειγμα (όπου η προεκλογική εκστρατεία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά ένα σχετικά χαμηλό όριο εξόδων) ένας τοπικός δικηγόρος, ένας δάσκαλος, μια κοινωνική λειτουργός ή ένας μικροεπιχειρηματίας μπορούν μια χαρά να αναδειχθούν ως υποψήφιοι βουλευτές πάνω στα θεμέλια της τοπικής τους διάκρισης και προσφοράς. Στις δικές μας ν αχανείς περιφέρειες, τους βουλευτές τους επιλέγει πολύ συχνά η φήμη, το χρήμα και η τηλεόραση, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Φυσικά σε όλα τα μεγάλα κόμματα υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που με αυταπάρνηση εξυπηρετούν το κοινό καλό, όπως τουλάχιστον το βλέπουν εκείνοι. Ο χαρακτήρας των κομμάτων όμως δίνεται από την ηγεσία – και δεν εννοώ εδώ μόνο τον αρχηγό - και σε μεγάλο βαθμό – αν και όχι πάντα - η ευρεία ηγεσία σε ένα πελατειακό κόμμα αναδεικνύεται χάρη στον κυνισμό, την πονηριά και την απληστία της.
Οι ηθικά ακέραιοι άνθρωποι αποφεύγουν την συναλλαγή με τους ισχυρούς. Χάνουν έτσι πόντους στο εσωκομματικό παιχνίδι αλλά και πρόσβαση στην ιδιωτική τηλεόραση.
Έτσι στο ΠαΣοΚ και την ΝΔ και Σύριζα επικράτησαν κυρίως άνθρωποι που χωρίς δισταγμό αποδέχθηκαν την πελατειακή λογική του συστήματος, προώθησαν τον λαϊκισμό και όχι τις οποιεσδήποτε αρχές τους. Τα κόμματα αυτά εξυπηρέτησαν οργανωμένα συμφέροντα, ενώ έκαναν ανεύθυνη αντιπολίτευση με τα λεφτά των άλλων. Σοβαρεύτηκαν μόνο όταν, αφού ανέλαβαν την εξουσία έφεραν τη χώρα ένα βήμα πριν την καταστροφή - ή και στην περίπτωση του Σύριζα, ένα βήμα μετά.
Η ΔημΑρ, αφού συνέπραξε με το ΠαΣοΚ διασπάστηκε μετά την αποχώρηση του κ. Κουβέλη. Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε την αυτό-γελοιοποίηση και ίσως και την αυτό-διάλυση της Νέας Δημοκρατίας...
Πολλοί θα πουν ότι η αιτία των διασπάσεων αυτών είναι η ανεπάρκεια των ηγετικών στελεχών τους. Κάποιος θα προσθέσει ότι είναι θέμα ελληνικής νοοτροπίας, της παραδοσιακής ελληνικής τάσης για φθόνο και διχόνοια και έλλειψης οργανωτικότητας. Ίσως να παίζουν ρόλο και τέτοιοι παράγοντες. Νομίζω όμως ότι δεν είναι οι πιο σημαντικοί…
Προσέξτε ότι όταν υπάρχει σκοπός, γινόμαστε οργανωτικοί. Υπάρχουν μεγάλες ελληνικές εταιρείες που ακολουθούν απρόσωπους κανόνες και μεθόδους οργάνωσης που τις κάνουν πολύ αποτελεσματικές στο εξωτερικό και κερδοφόρες. Με παρόμοιο επαγγελματισμό, νομίζω, οργανώθηκε και το «Αθήνα 2004».
Πιστεύω ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα περνούν κρίση γιατί είναι χαλαρές και ευκαιριακές ενώσεις προσώπων. Δεν είναι οργανωμένες συμμαχίες κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων ή ιδεολογιών με κοινή στόχευση. Σκοπός τους είναι πάντα η βραχυπρόθεσμη εκλογική επιτυχία. Δεν έχουν οργανωθεί για να διοικήσουν τη χώρα, αλλά για κερδίσουν το βραβείο της διακυβέρνησης. Δεν ενδιαφέρθηκαν να κτίσουν έναν επιτυχημένο οργανισμό που θα επιβιώνει σε βάθος χρόνου.
Γι’ αυτό παραμένουν προσωποπαγή, με ασθενείς εσωτερικούς θεσμούς, ελλιπή κατανομή αρμοδιοτήτων, χαμηλή αφοσίωση στους γραπτούς κανόνες και γενικά χωρίς διαδικασίες αποτελεσματικής οργάνωσης.
Η κατάσταση αυτή των ελληνικών κομμάτων οφείλεται νομίζω στο ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήλθε στην χώρα μας πολύ νωρίς. Ήλθε το 1844 προτού υπάρξει εργατικό κίνημα ή κοινωνικά κινήματα αλλά και προτού δημιουργηθεί μια δημόσια σφαίρα με εκλογικό σώμα που να μπορεί στο μεγαλύτερο μέρος του να διαβάσει και να καταλάβει μια εφημερίδα.
Η πολιτική σε μας έγινε από τότε κατ’ όνομα δημοκρατική, με τακτικές εκλογές, αλλά στην ουσία ιεραρχική και διεφθαρμένη, με τους φτωχούς λίγο ως πολύ να πλειστηριάζουν την ψήφο τους στους πλούσιους. Ο μέσος ψηφοφόρος έμαθε να εμπιστεύεται τον βουλευτή του και τον άνθρωπο από τον τόπο του, αλλά όχι μια συλλογικότητα με γενικότερους κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους.
Κόμματα αρχών και κινημάτων δεν φτιάχτηκαν σε εμάς ούτε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν η Ευρώπη άλλαξε και έγινε πιο δημοκρατική και πιο κοινωνικά δίκαιη. Αντί να φτιάχνουμε εμείς σωστούς θεσμούς, όπως έκαναν στην Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία και Γαλλία, ήμασταν διαφορετικά απασχολημένοι με τον Εμφύλιο Πόλεμο και τις συνέπειές του.
Σήμερα το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι φτιαγμένο στα μέτρα του πελατειακού κράτους. Ο συνδυασμός σταυρού προτίμησης και αχανών πολυεδρικών εκλογικών περιφερειών μαζί με μια άναρχη και κατά βάση ολιγαρχική ραδιοτηλεόραση, έχει ανανεώσει τα πελατειακά αυτά χαρακτηριστικά. Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής στη Αθήνα ή Θεσσαλονίκη χρειάζεται χρήμα, φήμη και διασυνδέσεις.
Οι βουλευτές έτσι είναι χαλαρά συνδεδεμένοι με το κόμμα τους. Δεν τους ενώνει ένας μεγάλος στόχος, ή ένα δεδομένο πρόγραμμα για τη χώρα. Οι ηγεσίες αποφεύγουν μάλιστα να επεξεργάζονται κυβερνητικό πρόγραμμα γιατί προτιμούν, χωρίς δεσμεύσεις, να εξυπηρετούν κοινωνικά αιτήματα ευκαιριακά, όπως βολεύει την ψηφοθηρία της ημέρας. Αντίθετα, άλλα εκλογικά συστήματα στην Ευρώπη έχουν το αντίστροφο αποτέλεσμα.
Στις μονοεδρικές περιφέρειες της Βρετανικής βουλής για παράδειγμα (όπου η προεκλογική εκστρατεία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά ένα σχετικά χαμηλό όριο εξόδων) ένας τοπικός δικηγόρος, ένας δάσκαλος, μια κοινωνική λειτουργός ή ένας μικροεπιχειρηματίας μπορούν μια χαρά να αναδειχθούν ως υποψήφιοι βουλευτές πάνω στα θεμέλια της τοπικής τους διάκρισης και προσφοράς. Στις δικές μας ν αχανείς περιφέρειες, τους βουλευτές τους επιλέγει πολύ συχνά η φήμη, το χρήμα και η τηλεόραση, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Φυσικά σε όλα τα μεγάλα κόμματα υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που με αυταπάρνηση εξυπηρετούν το κοινό καλό, όπως τουλάχιστον το βλέπουν εκείνοι. Ο χαρακτήρας των κομμάτων όμως δίνεται από την ηγεσία – και δεν εννοώ εδώ μόνο τον αρχηγό - και σε μεγάλο βαθμό – αν και όχι πάντα - η ευρεία ηγεσία σε ένα πελατειακό κόμμα αναδεικνύεται χάρη στον κυνισμό, την πονηριά και την απληστία της.
Οι ηθικά ακέραιοι άνθρωποι αποφεύγουν την συναλλαγή με τους ισχυρούς. Χάνουν έτσι πόντους στο εσωκομματικό παιχνίδι αλλά και πρόσβαση στην ιδιωτική τηλεόραση.
Έτσι στο ΠαΣοΚ και την ΝΔ και Σύριζα επικράτησαν κυρίως άνθρωποι που χωρίς δισταγμό αποδέχθηκαν την πελατειακή λογική του συστήματος, προώθησαν τον λαϊκισμό και όχι τις οποιεσδήποτε αρχές τους. Τα κόμματα αυτά εξυπηρέτησαν οργανωμένα συμφέροντα, ενώ έκαναν ανεύθυνη αντιπολίτευση με τα λεφτά των άλλων. Σοβαρεύτηκαν μόνο όταν, αφού ανέλαβαν την εξουσία έφεραν τη χώρα ένα βήμα πριν την καταστροφή - ή και στην περίπτωση του Σύριζα, ένα βήμα μετά.
Έτσι λοιπόν παρά το γεγονός ότι το ΠαΣοΚ κυβέρνησε την χώρα για μεγάλο διάστημα, η ανισότητα στη χώρα μας δεν έπεσε, σε αντίθεση με ότι θα περίμενε κανείς από ένα «σοσιαλιστικό» κόμμα, όπου η ισότητα είναι συνήθως ο μεγάλος στόχος.
Ο στόχος όμως της ηγεσίας του ΠαΣοΚ της εποχής Μαρούδα, Κουτσόγιωργα και Τσοχατζόπουλου ήταν απλά και μόνο η αναρρίχηση σε θέσεις δόξας και εξουσίας.
Το παράδειγμα του Σύριζα είναι επίσης χαρακτηριστικό. Ο Σύριζα υιοθέτησε το 2010 την πολιτική αντίθεσης στο μνημόνιο αλλά υπέρ του Ευρώ, αν και όλοι γνώριζαν ότι
οι δύο στόχοι ήταν αδύνατον να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα. Οι αντιφατικοί αυτοί στόχοι ήταν αδύνατον να γίνουν βάση μιας διακυβέρνησης της χώρας. Ένα κυβερνητικό πρόγραμμα όμως δεν ήταν το αντικείμενο του κόμματος. Ο Σύριζα επί πέντε χρόνια εξαπάτησε και ξεγέλασε τον κόσμο με ψεύτικες υποσχέσεις, οδηγώντας την χώρα σε μια εντελώς αχρείαστη σύγκρουση με την ΕΕ. Έφερε έτσι την κατάρρευση του Ιουλίου, που οδήγησε στο τρίτο και χειρότερο μνημόνιο.
Την στρατηγική της εξαπάτησης την υιοθέτησε όχι μόνο η πλευρά Τσίπρα αλλά και η πλευρά Λαφαζάνη, που υποτίθεται ότι τελικά δεν «συμβιβάστηκε». Αυτό που συνέδεσε τους ακραίους και τους λιγότερο ακραίους στον Σύριζα ήταν μια ευκαιριακή συμμαχία για την κατάληψη της εξουσίας στη βάση της δημαγωγίας, όχι ένα κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Δεν υπήρχε μεταξύ τους ένας κοινός στόχος για τη χώρα. Η διεκδίκηση της εξουσίας όμως τους ένωσε.
Κάτι παρόμοιο νομίζω ισχύει και στην Νέα Δημοκρατία. Ας θυμηθούμε, πρώτη εκείνη ξεκίνησε την «αντιμνημονιακή» δημαγωγία κατά την ηγεσία Σαμαρά, σε αντίθεση με όλη την προηγούμενη φιλοευρωπαϊκή φιλοσοφία της. Έτσι όταν η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε μπροστά στο φιάσκο της προηγούμενης εβδομάδας με την αναβολή των εσωκομματικών εκλογών, όλοι οι σύνδεσμοι των ηγετικών προσώπων διαλύθηκαν.
Όταν τα πρόσωπα έχασαν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους, δεν υπήρχε ένας άλλος συγκολλητικός ιστός να τους κρατάει μαζί. Χωρίς αυτοπειθαρχία οδηγήθηκαν σε μια σύγκρουση χωρίς όρια και διέλυσαν την αξιοπιστία του κόμματός τους για μια ολόκληρη γενιά.
Η διάλυση των ελληνικών κομμάτων δεν θα πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει. Δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ανεπάρκειας των προσώπων. Είναι αποτέλεσμα της πελατειακής τους δομής – που ταιριάζει σε τέτοια ακριβώς πρόσωπα και μόνο.
Για να σταματήσουν τα ελληνικά κόμματα να είναι ευκαιριακές συμμαχίες φιλόδοξων αλλά κυνικών ανθρώπων, πρέπει να αλλάξουμε τον εκλογικό νόμο, να ελέγξουμε το πολιτικό χρήμα, να προστατεύσουμε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία και να εξαλείψουμε την διαφθορά στην ραδιοτηλεόραση.
Ο στόχος όμως της ηγεσίας του ΠαΣοΚ της εποχής Μαρούδα, Κουτσόγιωργα και Τσοχατζόπουλου ήταν απλά και μόνο η αναρρίχηση σε θέσεις δόξας και εξουσίας.
Το παράδειγμα του Σύριζα είναι επίσης χαρακτηριστικό. Ο Σύριζα υιοθέτησε το 2010 την πολιτική αντίθεσης στο μνημόνιο αλλά υπέρ του Ευρώ, αν και όλοι γνώριζαν ότι
οι δύο στόχοι ήταν αδύνατον να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα. Οι αντιφατικοί αυτοί στόχοι ήταν αδύνατον να γίνουν βάση μιας διακυβέρνησης της χώρας. Ένα κυβερνητικό πρόγραμμα όμως δεν ήταν το αντικείμενο του κόμματος. Ο Σύριζα επί πέντε χρόνια εξαπάτησε και ξεγέλασε τον κόσμο με ψεύτικες υποσχέσεις, οδηγώντας την χώρα σε μια εντελώς αχρείαστη σύγκρουση με την ΕΕ. Έφερε έτσι την κατάρρευση του Ιουλίου, που οδήγησε στο τρίτο και χειρότερο μνημόνιο.
Την στρατηγική της εξαπάτησης την υιοθέτησε όχι μόνο η πλευρά Τσίπρα αλλά και η πλευρά Λαφαζάνη, που υποτίθεται ότι τελικά δεν «συμβιβάστηκε». Αυτό που συνέδεσε τους ακραίους και τους λιγότερο ακραίους στον Σύριζα ήταν μια ευκαιριακή συμμαχία για την κατάληψη της εξουσίας στη βάση της δημαγωγίας, όχι ένα κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Δεν υπήρχε μεταξύ τους ένας κοινός στόχος για τη χώρα. Η διεκδίκηση της εξουσίας όμως τους ένωσε.
Κάτι παρόμοιο νομίζω ισχύει και στην Νέα Δημοκρατία. Ας θυμηθούμε, πρώτη εκείνη ξεκίνησε την «αντιμνημονιακή» δημαγωγία κατά την ηγεσία Σαμαρά, σε αντίθεση με όλη την προηγούμενη φιλοευρωπαϊκή φιλοσοφία της. Έτσι όταν η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε μπροστά στο φιάσκο της προηγούμενης εβδομάδας με την αναβολή των εσωκομματικών εκλογών, όλοι οι σύνδεσμοι των ηγετικών προσώπων διαλύθηκαν.
Όταν τα πρόσωπα έχασαν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους, δεν υπήρχε ένας άλλος συγκολλητικός ιστός να τους κρατάει μαζί. Χωρίς αυτοπειθαρχία οδηγήθηκαν σε μια σύγκρουση χωρίς όρια και διέλυσαν την αξιοπιστία του κόμματός τους για μια ολόκληρη γενιά.
Η διάλυση των ελληνικών κομμάτων δεν θα πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει. Δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ανεπάρκειας των προσώπων. Είναι αποτέλεσμα της πελατειακής τους δομής – που ταιριάζει σε τέτοια ακριβώς πρόσωπα και μόνο.
Για να σταματήσουν τα ελληνικά κόμματα να είναι ευκαιριακές συμμαχίες φιλόδοξων αλλά κυνικών ανθρώπων, πρέπει να αλλάξουμε τον εκλογικό νόμο, να ελέγξουμε το πολιτικό χρήμα, να προστατεύσουμε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία και να εξαλείψουμε την διαφθορά στην ραδιοτηλεόραση.
Μόνο τότε θα αποκτήσουμε σοβαρά κόμματα με σταθερή στόχευση για το δημόσιο συμφέρον, σύμφωνα με τις αξίες και τις προτεραιότητες των μελών τους.
Όσο αρνούμαστε να κάνουμε αυτές τις μεγάλες θεσμικές αλλαγές, τόσο τα πολιτικά μας κόμματα θα είναι στο μεγάλο τους μέρος λαϊκιστικά, πελατειακά και ετοιμόρροπα.
Παύλος Ελευθεριάδης
News 247
orthografos
Όσο αρνούμαστε να κάνουμε αυτές τις μεγάλες θεσμικές αλλαγές, τόσο τα πολιτικά μας κόμματα θα είναι στο μεγάλο τους μέρος λαϊκιστικά, πελατειακά και ετοιμόρροπα.
Παύλος Ελευθεριάδης
News 247
orthografos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου