Το βιβλίο των 374 σελίδων είναι μια καταβύθιση της κορυφαίας ηθοποιού στα παιδικά της χρόνια, στα πρώτα επαγγελματικά της βήματα, σε έναν αθάνατο δυνατό έρωτα και κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη
«Kωστή, αγάπη μου
Κάποτε, όταν με ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι αν φοβάμαι τον θάνατο, για να αποφύγω τη σοβαρότητα της ερώτησής τους, απαντούσα αυτό...
που έλεγε ο Μπουνουέλ: «Αν μπορούσα που και που να βγαίνω από τον τάφο μου για να πεταχτώ στο περίπτερο να πάρω μια εφημερίδα και να δω τι γίνεται μετά, δεν θα με πείραζε και τόσο».
Έτσι αρχίζει η ηθοποιός Ξένια Καλογεροπούλου το ημερολόγιο-αναφορά στον σύζυγό της Κωστή Σκαλιόρα, ένα διανοούμενο της δημοσιογραφίας, διεισδυτικό κριτικό κινηματογράφου, μεταφραστή, γεννημένο το 1927 στην Αθήνα με σπουδές ψυχολογίας και κινηματογράφου στο Παρίσι που πέθανε τον Οκτώβριο του 2013.
Το βιβλίο των 374 σελίδων κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη.
Πρόκειται για μια επιστολογραφία ψυχής που κράτησε ένα χρόνο ξεκινώντας από την ημέρα του τελευταίου αποχαιρετισμού στον επί 37 χρόνια σύζυγό της και πνευματικό της σύντροφο. Είναι δραματικές αλλά και συμβατικές, στεναχώριες και χαρές, επιτυχίες αλλά και αποτυχίες, όνειρα αλλά και πραγματικότητες, μικρά και μεγάλα της ζωής και του θανάτου, που οδηγούν τον αναγνώστη «να αγαπήσει την Ξένια, κι αν την αγαπάει να την αγαπήσει διπλά» σύμφωνα με το σχόλιο του σκηνοθέτη Σταμάτη Φασουλή.
Διαβάζοντας αυτό το πόνημα μνήμης γνωρίζεις τον «παραλήπτη ως ένα ξεχωριστό, γενναιόδωρο, μελαγχολικό, παιχνιδιάρη, αγέραστο και πεισματάρικα αισιόδοξο» όπως γράφει ο ηθοποιός Θωμάς Μοσχόπουλος.
Όμως δεν είναι μόνο η σκιαγράφηση του σεμνού και ανήσυχου εγγράμματου της δημοσιογραφίας Σκαλιόρα που αναδύεται από τις επιστολές - σημειώματα αγάπης. Είναι παράλληλα και μια καταβύθιση της κορυφαίας ηθοποιού στα παιδικά της χρόνια, ένα φλάσμπακ στα πρώτα επαγγελματικά της βήματα στον κινηματογράφο και στο θέατρο από την δεκαετία του '50, μια καταγραφή της καλλιτεχνικής της προσφοράς που ξεκίνησε την χρονιά ορόσημο - το 1984 όταν ίδρυσε το Θέατρο Πόρτα μέχρι την σημερινή της καταξίωση. Καταξίωση που έμελλε να σφραγιστεί με μια ποιητική γραφή στο σύντροφό της και στον εαυτό της:
«Δεν σκεφτόμουν, όμως, δεν μπορούσα ούτε και ήθελα να φανταστώ πως μπορεί να είναι να μην υπάρχει πια κάποιος που μοιραζόταν τη ζωή σου. Όταν δε θα μπορείς πια ούτε να του μιλήσεις, ούτε να τον χαϊδέψεις, ούτε να του τηλεφωνήσεις ή να του στείλεις ένα e-mail. Κι αυτό να είναι ανεπανόρθωτο, τελειωτικό. Ποτέ δε θα μου τηλεφωνήσεις από το γραφείο σου λίγο πιο κει στο δωμάτιο μου για να με ρωτήσεις: «Χαρά της ζωής μου, τι ώρα λες να φάμε απόψε;». Ούτε και πρόκειται να ξαφνιαστείς που κάθομαι και σου γράφω. Όπως ξαφνιάστηκα εγώ στην αρχή. Αλλά σ' όλα όσα κάνω ή σκέφτομαι είσαι πάντα μέσα κι εσύ. Και σου μιλάω. Κι ας ξέρω πως εσύ δε μ' ακούς.»
«Τη μέρα που σε κηδέψαμε, δεν μπορούσα ακόμη να πιστέψω ότι σε έχανα για πάντα. Ως τη στιγμή που χάιδεψα για τελευταία φορά το κατεψυγμένο πρόσωπό σου. Τότε ήταν αβάσταχτος ο πόνος. Σαν να μας χωρίζει μια μαχαιριά. Ύστερα είδα όλους εκείνους είχαν έρθει για να σε αποχαιρετήσουν. Άλλοι σ' αγαπούσαν γιατί σε γνώριζαν κι άλλοι χωρίς καν να σε γνωρίζουν. Όταν γύρισα σπίτι, κάθισα και έγραψα όλα τους τα ονόματα σαν να ήταν δυνατόν να σου στείλω ένα γραμματάκι για να σου πως ποιοι ήταν εκεί και τι έλεγαν για σένα.
«Αν πίστευα όπως πιστεύουν κάποιοι -όλο και λιγότεροι πια- ότι μας βλέπεις ''από κει ψηλά'', θα ήταν πολύ ανακουφιστικό. Εγώ, όμως, αυτό τον κατάλογο που είχα φτιάξει για σένα το μόνο που μπορούσα να τον κάνω ήταν να τον κλείσω μέσα στον υπολογιστή. Πίστευα κάπου πέντε μήνες, κι από τότε σου μιλάω κάθε τόσο, σου στέλνω με τον νου μηνύματα που δε θα λάβεις, αλλά που με κρατάνε δεμένη μαζί σου. Και θυμήθηκα μέρες και στιγμές που δε θα ήθελα ποτέ να τις ξεχάσω. Και που είχα ανάγκη να μοιράζομαι με σένα που δεν υπάρχεις πια. Να τις ξαναθυμάμαι όπως θα τις κουβέντιαζα μαζί σου. Θα ήθελα να μπορώ να σου λέω: ''Θυμάμαι; Αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω πια είναι να λέω εγώ μονάχη μου : Θυμάμαι».
Μια επιστολογραφία που σε κάνει να νιώθεις συμμέτοχος στο δάκρυ και στη χαρά δύο ανθρώπων, ακόμα κι αν δεν τους έχεις γνωρίσει από κοντά, καθώς αυτό που ενώνει όλους μας, είναι η ανθρώπινη προσδοκία μιας ατομικής αιωνιότητας απέναντι στην φθορά και στην άτεγκτη ροή του χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου