“Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς. Οικονομική κρίση, δημοσιονομική λιτότητα και κοινωνική προστασία”.
Συγγραφέας: Μάνος Ματσαγγάνης.
Κριτική: Θόδωρος Σκυλακάκης.
Υπάρχουν βιβλία με ενδιαφέρον, βιβλία
συναρπαστικά, βιβλία χρήσιμα.
Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία
βιβλίων, που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν περιφερειακά και απευθυνόμενα σε
ένα ειδικότερο κοινό, η ζωή όμως μπορεί να φέρει έτσι τα πράγματα ώστε
να καταλήξουν να επηρεάζουν καταλυτικά τις πολιτικές και κοινωνικές
εξελίξεις.
Το βιβλίο του Μάνου Ματσαγγάνη πιστεύω (και ελπίζω) ότι
ανήκει σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη και ασυνήθιστη κατηγορία.
Ο ισχυρισμός
ακούγεται υπερβολικός, αλλά θα τον υπερασπιστώ με ισχυρά επιχειρήματα
στη συνέχεια.
Για την ώρα, ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν...
Γνώρισα τον συγγραφέα στο δεύτερο μισό
της δεκαετίας του ’90, όταν ως Γενικός Διευθυντής του Ε21 (προσοχή!
καμία απολύτως σχέση με το Δίκτυο 21) –μιας δεξαμενής σκέψης που
αναζητούσε, ματαίως όπως αποδείχθηκε, το ιερό δισκοπότηρο των
μεταρρυθμίσεων που θα επέτρεπαν στην ελληνική κοινωνία να λειτουργήσει
στοιχειωδώς ορθολογικά– έκανα προσπάθεια να έρθω σε επαφή και με νέους
επιστήμονες που θα είχαν κάτι ουσιαστικό να προτείνουν. Ο Μ. Ματσαγγάνης
ανήκε στην κατηγορία αυτή, αν και η εξειδίκευσή του στα θέματα
κοινωνικής πολιτικής περιόριζε την ευρύτερη δημοσιότητα. Ανήκε, βλέπετε,
σε μια ενοχλητική για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας κατηγορία, η οποία
επιμένει να ασχολείται με την πραγματική πραγματικότητα και όχι την
επιπόλαιη απομίμησή της που παρακολουθούμε καθημερινώς στις τηλεοπτικές
οθόνες μας.
Τα αμαρτήματά του; Μετρούσε και
σκεφτόταν, με κριτήριο την επιστήμη του. Ιδεολογικά και πολιτικά είχαμε
διαφορετική προέλευση και καταβολές, όμως οι δύο αυτές πτυχές της
προσωπικότητάς του, το μέτρημα και η ανεξάρτητη σκέψη αρκούσαν για να
μπορούμε, αν μη τι άλλο, να επικοινωνούμε. Σήμερα το βιβλίο του, Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς,
διατηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά των ετών εκείνων της δεκαετίας του ’90,
όμως σε ωριμότερη φάση και σε μια περίοδο που τα συμπεράσματά του
μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο για τη σωτηρία της χώρας, που
βρίσκεται πέραν του χείλους της αβύσσου.
Εξηγούμαι. Η ελληνική κοινωνία και
πολιτική οικονομία αντιμετωπίζει ένα απόλυτο αδιέξοδο. Η προσπάθεια
φορολόγησης του εισοδήματος και του πλούτου, δεδομένης της εκτεταμένης
διαφθοράς του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της διαρκούς συρρίκνωσης
της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στην
ικανότητα του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί την οικονομία, έχει
αποτύχει παταγωδώς. Η έξοδος της χώρας από το ευρώ, αν συμβεί, θα
προκαλέσει μαζικό έμφραγμα στον ιδιωτικό τομέα και θα γυρίσει τη χώρα
πίσω στην κλειστή οικονομία της δεκαετίας του ’60, συρρικνώνοντας
περαιτέρω με τρόπο εφιαλτικό την οικονομική δραστηριότητα και στέλνοντας
τη χώρα στο χάος της ακυβερνησίας και στο έλεος κάθε είδους συμμοριών
που ελλοχεύουν στο περιθώριο (και όχι μόνον) της ελληνικής κοινωνίας.
Εναλλακτικά, η παραμονή στο ευρώ
δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές εντάσεις, ιδίως με δεδομένο ότι η
ελληνική κοινωνία –μη έχοντας πλήρη συναίσθηση των συνεπειών της εξόδου–
λαμβάνει και βιώνει εξαιρετικά δυσάρεστες αποφάσεις υπό το φόβητρο μιας
χειρότερης μέρας, που ανήκει όμως για την ώρα στον χώρο της υποθετικής
πραγματικότητας. Όταν η πραγματικότητα αυτή αποκτά κάπως σάρκα και οστά
(π.χ. όταν απειλείται ότι δεν θα πάρουμε την επόμενη δόση), η κοινή
γνώμη τρομοκρατημένη ακολουθεί τη λογική. Μόλις όμως το φόβητρο
απομακρύνεται επανέρχεται αυτόματα σχεδόν στις αταβιστικές καταβολές
της, υπό το κράτος ενός ακραίου λαϊκισμού που προωθούν τόσο οι πολιτικές
δυνάμεις (για να καλύψουν τις τρομακτικές ευθύνες τους), όσο –και
προπαντός– τα μαζικά μέσα ενημέρωσης.
Με δεδομένο ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα μας
δώσουν άλλα δανεικά από αυτά που έχουν προγραμματιστεί[1](130 δισ., ποσό
το οποίο είναι αντικειμενικά τεράστιο αν υπολογίσουμε ότι για να
υπερασπιστούν τις οικονομίες της Ιταλίας και Ισπανίας, που είναι
12πλάσιες σε μέγεθος από τη δική μας, δεσμεύτηκαν να διαθέσουν στην
τελευταία Σύνοδο Κορυφής επιπλέον μόλις 200 δισ. ευρώ), μοναδική
εναλλακτική λύση για να παραμείνουμε στο ευρώ και να αποφορτίσουμε την
κοινωνική ένταση είναι η επαναστατικά αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των
δαπανών που ήδη κάνει το ελληνικό κράτος. Λεφτά δεν υπάρχουν από πουθενά
αλλού και ούτε πρόκειται να βρεθούν.
Πού ξοδεύει τα χρήματά του το ελληνικό
κράτος; Κανένας από τους τηλεπαραθυρόβιους διανοητές μας δεν ασχολήθηκε
όλο αυτό το διάστημα με την απλή αυτή ερώτηση. Η απάντηση είναι άκρως
διαφωτιστική και προέρχεται από τα στοιχεία δαπανών της Γενικής
Κυβέρνησης, που καλύπτουν το σύνολο των κρατικών δραστηριοτήτων και με
βάση τα οποία προσδιορίζεται το έλλειμμα από την Eurostat. Από τις
εκτιμήσεις πραγματοποιήσεων του 2011 προκύπτει ότι τα βασικά κονδύλια
κατά σειρά μεγέθους έχουν ως ακολούθως: 32 δισ. ευρώ συντάξεις, 20 δισ.
μισθοί, 16 δισ. τόκοι, 15 δισ. άλλες μεταβιβάσεις (κυρίως κοινωνικά
επιδόματα και φάρμακα), 13 δισ. όλες οι υπόλοιπες λειτουργικές δαπάνες
του Δημοσίου (από ενοίκια και καύσιμα, μέχρι εξοπλισμούς) και 7 δισ.
δαπάνες επενδύσεων, που χρηματοδοτούνται στη μεγάλη πλειονότητά τους από
την ΕΕ.[2] Αν υπολογίσει κανείς ότι οι αμοιβές προσωπικού έχουν ήδη
περικοπεί από τα 32 δισ. το 2009 στα 20, ότι οι λοιπές λειτουργικές
δαπάνες του Δημοσίου έχουν μειωθεί από τα 17 δισ. στα 13 (και μπορούν
ενδεχομένως να περικοπούν το πολύ άλλα 3-4 δισ. ακόμη μέχρι αρχίσουν να
επηρεάζονται βασικές κρατικές λειτουργίες) και οι τόκοι θα μειωθούν
σημαντικά λόγω PSI, τα μόνα μεγάλα κονδύλια που απομένουν για να μειωθεί
το έλλειμμα αφορούν το σύστημα κοινωνικών δαπανών (συντάξεις και
κοινωνικά επιδόματα), οι οποίες προσεγγίζουν τα 40 δισ. ευρώ. Είναι
δηλαδή σχεδόν τα μισά χρήματα που ξοδεύει το κράτος.
Ταυτόχρονα, λόγω της αναγκαστικής
συρρίκνωσης και δραματικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας, οι κοινωνικές
ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετήσει το σύστημα κοινωνικών δαπανών της
χώρας αυξάνονται εκρηκτικά. Πώς μπορεί να λυθεί η φαινομενικά απίθανα
δύσκολη αυτή εξίσωση; Είναι δυνατόν να στηρίξουμε πολύ
αποτελεσματικότερα απ’ όσο σήμερα τους –πολλαπλασιαζόμενους– πραγματικά
φτωχούς και απεγνωσμένους της ελληνικής κοινωνίας και ταυτόχρονα να
μειώσουμε σημαντικά την κοινωνική δαπάνη;
Άουγκουστ Έντουιν Μάλρεντι, «Παραμελημένα», 1871. Πίσω από τα ξυπόλητα παιδιά διακρίνεται σαρκαστικά η αφίσα «Ο Θρίαμβος της Χριστιανοσύνης». |
Τα (εξαιρετικά δυσεύρετα) εργαλεία για να
απαντήσουμε στο κρίσιμο αυτό ερώτημα μας τα προσφέρει το κρινόμενο
βιβλίο. Ο λόγος είναι απλός. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνική δαπάνη
συνολικά, ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, είναι κοντά
στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η αποτελεσματικότητά της σε σχέση με τον
κεντρικό της στόχο, της μείωσης της φτώχειας, είναι εξαιρετικά χαμηλή. «Σύμφωνα
με τα πιο πρόσφατα δεδομένα (για το 2009), το “αρχικό” ποσοστό φτώχειας
(δηλ. προ κοινωνικών παροχών και συντάξεων) ήταν αρκετά χαμηλότερο στην
Ελλάδα από ό,τι στην Ευρώπη των 27. Όμως το αντίθετο ίσχυε ως προς το
“τελικό” ποσοστό φτώχειας (δηλ. αφού ληφθούν υπ’ όψη όλες οι κοινωνικές
παροχές), το οποίο ήταν υψηλότερο στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ» (σ. 197-198).
Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα είναι
συνεπώς αναποτελεσματική, σε σχέση με τον κεντρικό της στόχο που είναι η
βοήθεια στους φτωχούς. Πώς και σε ποια έκταση συμβαίνει αυτό
περιγράφεται και αναλύεται από τον συγγραφέα με τόλμη και
αντικειμενικότητα στο σύνολο του βιβλίου, το οποίο καλύπτει τους τρεις
από τους τέσσερεις μεγάλους –από πλευράς δαπανών– τομείς κοινωνικής
πολιτικής: το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το σύστημα κοινωνικών
παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας και τα πάσης φύσεως προνοιακά επιδόματα.
Δεν καλύπτει τον τέταρτο τομέα κοινωνικής πολιτικής, τον τομέα της
υγείας, όπου υπάρχει επίσης τεράστια σπατάλη και αναποτελεσματικότητα, η
μελέτη του οποίου αποτελεί όμως αντικείμενο των οικονομικών της υγείας.
Πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή με
συγκεκριμένα παραδείγματα των πλέον προκλητικών περιπτώσεων
αναποτελεσματικότητας του συστήματος, θα πρέπει να αναφερθούμε στη
διαπίστωση που κάνει ο συγγραφέας, για τον τρόπο με τον οποίο το
πολιτικό σύστημα χρησιμοποίησε τις κοινωνικές δαπάνες, ξεκαθαρίζοντας
από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ότι: «Η επικρατούσα
αντίληψη, ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι ένα απλό “θύμα της
κρίσης”, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια – ή, στην καλύτερη περίπτωση,
είναι η μισή μόνο αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι το κοινωνικό κράτος
ευθύνεται για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και αυτό, σε κάποιο
τουλάχιστον βαθμό». Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που παραθέτει, η
κοινωνική δαπάνη αυξήθηκε από το 22% του ΑΕΠ το 2003 στο 29% το 2009 και
αυτό σε μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας το ίδιο το ΑΕΠ
αυξανόταν με μέσο όρο 4%, λόγω των τεράστιων δανείων που ελάμβανε το
κράτος αλλά και ο ιδιωτικός τομέας στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Σε
ονομαστικές τιμές οι κοινωνικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης σχεδόν
διπλασιάστηκαν, καθώς αυξήθηκαν από τα 27 δισ. ευρώ το 2003 στα 49 δισ.
το 2009.
Πού πήγαν τα χρήματα αυτά; Η μεγαλύτερη
δαπάνη της Γενικής Κυβέρνησης και η κοινωνική δαπάνη που επιβαρύνει
περισσότερο από κάθε άλλη τον προϋπολογισμό του κεντρικού κράτους είναι
χωρίς αμφιβολία η δαπάνη για κοινωνική ασφάλιση. Η δαπάνη αυτή, που
αυξήθηκε εκρηκτικά στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, κάθε άλλο παρά
διανέμεται ορθολογικά. Η κατανομή των πόρων γινόταν και συνέχισε να
γίνεται «σύμφωνα με την πολιτική ισχύ της κάθε κοινωνικής ομάδας, όχι σύμφωνα με την ανάγκη της για κοινωνική προστασία» (σ. 30).
Πώς φτάσαμε εκεί; Με τη δύναμη της
αδράνειας, την αποφυγή ανάληψης πολιτικού κόστους και ευθυνών και
ατελείωτα μαζικά ρουσφέτια σε συντεχνίες. Ο Νόμος 2084/1992 από την
κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν μέχρι το 2010 «η τελευταία σοβαρή (και ολοκληρωμένη) μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων στην Ελλάδα έως το καλοκαίρι του 2010». Ο νόμος αυτός όμως, ο οποίος «ανανέωσε
τη βιωσιμότητα του συστήματος, αλλά με τίμημα την άδικη κατανομή του
βάρους της προσαρμογής που φορτώθηκε εξ ολοκλήρου στους ώμους των
νεώτερων ασφαλισμένων», εξάντλησε τη δυναμική του και επιβαρύνθηκε
μάλλον παρά βοηθήθηκε από τον νόμο Ρέππα το 2002, που ψηφίστηκε μετά την
εκδίωξη του Τάσου Γιαννίτση και ο οποίος «γράφτηκε μαζί (εάν όχι από) τους συνδικαλιστές και προέβλεπε μειωμένα όρια ηλικίας για ένα εκατομμύριο ασφαλισμένους». Οι κυβερνήσεις Καραμανλή, αφού «ως
αντιπολίτευση είχαν συμβάλει στην εχθρότητα της κοινής γνώμης έναντι
της μεταρρύθμισης των συντάξεων καταγγέλλοντας κάθε νομοθετική
πρωτοβουλία της προηγούμενης κυβέρνησης (συμπεριλαμβανομένων και των
προτάσεων Γιαννίτση και του νόμου Ρέππα) για “κοινωνική αναλγησία”», ψήφισαν ένα νόμο που μείωνε τον αριθμό των ταμείων, αλλά προστάτευε «τα ασφαλιστικά προνόμια των ευνοημένων κατηγοριών». Έτσι διατηρήθηκε και γιγαντώθηκε το σύστημα που ισχύει ακόμα και σήμερα και στο οποίο «οι
διαφορές ανάμεσα στο καθεστώς της μεγάλης πλειοψηφίας (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΕΒΕ,
ΝΑΤ) και το καθεστώς των “ευγενών ταμείων”… (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, Τράπεζες),…
(στρατιωτικοί, νομικοί, γιατροί, μηχανικοί)– ήταν τεράστιες. Με δύο
λόγια επρόκειτο για ένα σύστημα που αναδιένεμε πόρους και δικαιώματα
αλλά σε λάθος κατεύθυνση: ευνοούσε τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών,
τους εργαζομένους του δημοσίου σε βάρος εκείνων του ιδιωτικού τομέα,
τους ελεύθερους επαγγελματίες σε βάρος των μισθωτών, όσους πλησίαζαν στη
συνταξιοδότηση σε βάρος των νέων ασφαλισμένων» (σ. 36-40).
Οι νόμοι που ψηφίστηκαν το καλοκαίρι του
2010 προβλέφθηκαν στις γενικές τους γραμμές στο μνημόνιο και οδηγούν σε
ένα σύστημα πολύ δικαιότερο και ρεαλιστικότερο. Μεταξύ μνημονίου όμως
και τελικών κειμένων υπήρξαν, με ευθύνη του αρμόδιου υπουργού Α.
Λοβέρδου, σοβαρές αλλαγές προς την αντίθετη κατεύθυνση, στις οποίες
αναφέρεται αναλυτικά ο συγγραφέας. Σοβαρότερες από αυτές ήταν ότι:
•
Διατήρησε, παρά τις προβλέψεις του μνημονίου, χωριστά από το υπόλοιπο
σύστημα τα ευγενή ταμεία των δημοσιογράφων (και το αγγελιόσημο), της
Τραπέζης της Ελλάδος, των γιατρών, των δικηγόρων και των μηχανικών.
•
Εισήγαγε κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης προνομιούχων κατηγοριών
(αυξημένος πλασματικός χρόνος κ.λπ.) και άρα διόγκωσης των ελλειμμάτων,
που αποτελούν βασικό λόγο της αποτυχίας μείωσης των δαπανών και των
ελλειμμάτων το 2011 και 2012, η οποία κινδυνεύει να οδηγήσει την Ελλάδα
στην καταστροφή.
•
Διατήρησε τις αδικίες έναντι των ασφαλισμένων με λιγότερα έτη ασφάλισης
και εισφορές, με αποτέλεσμα να εξασθενεί τα κίνητρα για καταβολή
εισφορών και να ενθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή.
Η κατάσταση βελτιώθηκε, παραμένουν όμως
σημαντικά προνόμια και αδικίες οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα για
μεγάλη και προπαντός κοινωνικά δίκαιη εξοικονόμηση πόρων, με έναν νέο
τελευταίο κύκλο ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αφού όπως αναφέρει ο
συγγραφέας, «όσο διατηρείται ο πελατειακός κατακερματισμός του συστήματος, το βήμα [που έγινε],… θα παραμένει ατελές» (σ. 59).
Ο συγγραφέας κάνει στο σημείο αυτό
αναφορά και στο «οιονεί κεφαλαιοποιητικό σύστημα», το οποίο είναι, κατά
τη γνώμη μου, το μόνο κατάλληλο για να αποκαταστήσει και να διατηρήσει
ορθολογική και κοινωνικά δίκαιη διαχείριση της κοινωνικής ασφάλισης σε
μια κοινωνία όπως η ελληνική. Σύστημα το οποίο, όπως αναφέρει, είχε
προταθεί για πρώτη φορά στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας από δύο
μικρά κόμματα, τους Φιλελεύθερους και την ΑΕΚΑ. Πρόταση στη διατύπωση
της οποίας είχα συμβάλει και ο ίδιος ως στέλεχος των Φιλελευθέρων.
Ερχόμαστε τώρα στις παρεμβάσεις στην
αγορά εργασίας, που λόγω της τεράστιας μακροχρόνιας ανεργίας την οποία
θα βιώνουμε για πολλά χρόνια, αποτελεί σήμερα κυρίαρχο θέμα για την
κοινωνική πολιτική. Η σημαντικότερη παρατήρηση που κάνει εδώ ο
συγγραφέας είναι κατά τη γνώμη μου η αλλαγή της σύνθεσης της ανεργίας,
με την τεράστια αύξηση των ανέργων που είναι άνδρες άνω των 30 ετών. Το
πρώτο τρίμηνο του 2011 οι άνεργοι αυτοί έφτασαν τις 247.000, σχεδόν ένας
στους τρεις στο σύνολο των ανέργων, ενώ ήταν μόλις ένας στους πέντε το
2007. Το παραδοσιακό πρότυπο της υψηλής ανεργίας νέων και γυναικών, αλλά
η χαμηλή σχετικά ανεργία των αρχηγών του νοικοκυριού είχε, όπως
παρατηρεί, διάφορα μειονεκτήματα αλλά και ένα βασικό πλεονέκτημα. «Οι άνεργοι σπανίως ήταν φτωχοί και οι φτωχοί σπανίως ήταν άνεργοι».
Οι άνεργοι δηλαδή ήταν κατά κανόνα «δευτερεύοντες εργαζόμενοι» σε
νοικοκυριά που ο «πρωτεύων εργαζόμενος» είχε σταθερή απασχόληση. «Οι φτωχοί κατά κανόνα ήταν άτομα εκτός εργατικού δυναμικού (ανάμεσα στους οποίους και κάποια παιδιά) ή συνταξιούχοι»
(σ. 72). Η κρίση λοιπόν παρασύρει ολόκληρες οικογένειες στη φτώχεια και
στην απόγνωση. Και αφορά πλέον ανθρώπους ικανούς και πρόθυμους για
εργασία, με σοβαρές οικογενειακές και άλλες υποχρεώσεις, οι οποίοι δεν
βρίσκουν δουλειά σε μια οικονομία που συρρικνώνεται και στην οποία η
έλλειψη εμπιστοσύνης και η αδυναμία μείωσης των ελλειμμάτων μειώνει
δραματικά τη ρευστότητα και παγώνει κάθε νέα οικονομική δραστηριότητα.
Οι άνθρωποι αυτοί που βρίσκονται σε
απόγνωση, με προέλευση κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας,
είναι ταυτόχρονα και οι πλέον αδικημένοι της τελευταίας δεκαπενταετίας.
Κατεξοχήν για αυτούς δεν ισχύει το «μαζί τα φάγαμε» του Θ. Πάγκαλου,
αφού η μέση πραγματική αύξηση των μισθών στον μη τραπεζικό ιδιωτικό
τομέα ήταν 34% την περίοδο 1996-2009, έναντι 44% στο Δημόσιο και 86%
στις ΔΕΚΟ. Ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά στη συνέχεια τον διαχωρισμό
των εργαζομένων σε «εντός» και «εκτός» των τειχών, υπολογίζοντας ότι
στην προνομιακή κατηγορία των υψηλών εγγυήσεων και δικαιωμάτων ανήκουν
περίπου ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι. Ο αριθμός εργαζομένων με ελάχιστα
δικαιώματα (στους οποίους περιλαμβάνονται εργαζόμενοι σε πολύ μικρές
επιχειρήσεις, μετανάστες αλλά και πολλοί «ψευδο-αυτοαπασχολούμενοι» που
δουλεύουν με μπλοκάκια) ξεπερνά το ένα εκατομμύριο.
Τέλος, ξεπερνά επίσης το ένα εκατομμύριο ο
αριθμός και των «επί των τειχών» εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούνται
στον ιδιωτικό τομέα σε μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις και απολαμβάνουν
τουλάχιστον ένα περιβάλλον στο οποίο δεν υπάρχουν μεν τα προνόμια των
«εντός των τειχών», υπάρχει όμως τουλάχιστον σχετική προσήλωση στη
νομιμότητα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η αντίστοιχη ανισομέρεια της
συνδικαλιστικής προστασίας. Στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα η
συνδικαλιστική πυκνότητα (αριθμός εργαζομένων που ανήκουν σε συνδικάτα)
ήταν μόλις 15% το 2004, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ να
διατηρείται από μέλη της ΟΤΟΕ και των συνδικάτων των ΔΕΚΟ, όπου
εργάζεται μόλις το 8% του συνόλου των μισθωτών (πλην δημοσίων υπαλλήλων
που είναι οργανωμένοι στην ΑΔΕΔΥ). Έτσι «η εικόνα του μέσου
συνδικαλιστή (άνδρας, μεσήλικας με μονιμότητα, 100% Έλληνας), μοιάζει
όλο και λιγότερο με την εικόνα του μέσου μισθωτού (νεότερος, με λιγότερο
εξασφαλισμένη απασχόληση, με πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να
είναι ξένος)» (σ. 81).
Στη συνέχεια ο συγγραφέας παρουσιάζει
αναλυτικά το δίχτυ κοινωνικής προστασίας που έχει διαμορφωθεί τόσο από
τις ρυθμίσεις για τις κατώτατες συντάξεις όσο και από τα επιδόματα
κοινωνικής πρόνοιας και τους σοβαρούς παραλογισμούς και κοινωνικές
αδικίες που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, λόγω
κακού σχεδιασμού και ψηφοθηρικής λογικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η
αλληλεπίδραση μεταξύ ΕΚΑΣ και κατώτατων συντάξεων, όπου «όσο
χαμηλότερες είναι οι εισφορές που κατέβαλε κανείς ως εργαζόμενος, τόσο
υψηλότερο είναι το συνολικό ποσό που εισπράττει ως συνταξιούχος», ενώ ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης κατώτατης και οργανικής σύνταξης «ένας
ασφαλισμένος με χαμηλές αποδοχές θα εισπράξει ακριβώς την ίδια σύνταξη
(την κατώτατη), είτε με 15 έτη είτε με πολύ περισσότερα (έως 30 έτη)
ασφάλισης» (σ. 156-158).
Τι δεν περιλαμβάνει το βιβλίο του Μάνου
Ματσαγγάνη, που θα μπορούσε να συνεισφέρει στην εκπλήρωση του κεντρικού
του στόχου; Της μεταρρύθμισης δηλαδή του συστήματος κοινωνικής
προστασίας στη χώρα με τρόπο που να ανταποκρίνεται στην αναπόφευκτη
ανάγκη για περιορισμό των δημοσίων δαπανών και ελλειμμάτων και την
εξίσου δραματική ανάγκη βελτίωσης της παροχής αποτελεσματικής κοινωνικής
προστασίας στα εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά που έχουν περιέλθει ή
περιέρχονται σε απόγνωση. Οι βασικές ελλείψεις του, κατά τη γνώμη μου,
είναι τρεις:
1. Η μη ενασχόληση με
τα φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία αποδεικνύεται σήμερα ότι είναι
ιδιαίτερα εκτεταμένα στο σύστημα των κοινωνικών δαπανών. Δύο
χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι καταβολές για συντάξεις νεκρών, που
έχουν στοιχίσει μόνο στο ΙΚΑ ποσό που υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ τα
τελευταία χρόνια και οι αναπηρικές συντάξεις και φορολογικές απαλλαγές
λόγω «ψευτοαναπηρίας», που έχουν ακόμα μεγαλύτερο κόστος το οποίο
πληρώνουν έως και σήμερα οι φορολογούμενοι, τρία χρόνια μετά την έναρξη
της κρίσης.
2. Η μη ολοκληρωμένη
παρουσίαση των ανισοτήτων στην κοινωνική ασφάλιση μεταξύ των
προνομιούχων και μη ασφαλισμένων. Η τεράστια κοινωνική αδικία που
υπάρχει, για να παρουσιαστεί με τρόπο που να επιτρέπει την πλήρη
αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, απαιτεί μια περίπλοκη (αλλά όχι
ανέφικτη) διαδικασία. Να καταγραφούν δηλαδή ανά εργαζόμενο ή
συνταξιούχο:
(α) οι συνταξιοδοτικές εισφορές που έχει
καταβάλει αυτός και ο εργοδότης του (περιλαμβανομένων και νοητών
εισφορών για το Δημόσιο και το ταμείο της ΔΕΗ, ισοδύναμων λ.χ. με τις
ισχύουσες σε κάθε περίοδο εισφορές στο ΙΚΑ), διαχρονικά σε οποιοδήποτε
ταμείο (στην παρούσα τους αξία, με επιτόκιο προεξόφλησης, για
παράδειγμα, το ποσοστό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ).
(β) η παρούσα αξία των συνταξιοδοτικών
παροχών που έχουν καταβληθεί και προβλέπεται να καταβληθούν σε κάθε
ασφαλισμένο με βάση το στατιστικό προσδόκιμο επιβίωσης. Συγκρίνοντας τα
δύο ποσά, να μετρηθεί στη συνέχεια η κρατική επιδότηση την οποία
λαμβάνει ή έχει να λαμβάνει με βάση το σημερινό σύστημα. Από εκεί θα
προκύψουν οι ανισότητες και οι αναγκαίες προσαρμογές για την
αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επειδή η εργασία αυτή είναι
τεράστια και εμπεριέχει κόστος, μπορεί κανείς να την υποκαταστήσει με
την καταγραφή των επιδοτήσεων που δίνει σήμερα το κράτος ανά ασφαλισμένο
στα διάφορα ταμεία. Καταγραφή από την οποία είναι βέβαιο ότι θα
προκύψουν ανάγλυφα οι τεράστιες και προκλητικές κοινωνικές ανισότητες. Η
καταγραφή αυτή δεν έχει γίνει ποτέ αναλυτικά, ενώ είναι βέβαιο ότι
στηριζόμενοι σ’ αυτήν θα μπορούσαμε να εξοικονομήσουμε τεράστια ποσά,
τόσο για τη μείωση των ελλειμμάτων όσο και για την παροχή αυξημένης
κοινωνικής προστασίας στον ολοένα και αυξανόμενο αριθμό των νοικοκυριών
που βρίσκονται σε απόγνωση.
3. Η μη αναφορά στις
μεθοδολογίες με τις οποίες θα μπορούσαν να προσδιοριστούν τα νοικοκυριά
που έχουν σήμερα τη μεγαλύτερη ανάγκη για κοινωνική προστασία. Πρόκειται
για θέμα πολύ μεγάλης δυσκολίας και σημασίας. Είναι δύσκολο γιατί τα
άτυπα δίκτυα κοινωνικής προστασίας εξακολουθούν να καλύπτουν σημαντικές
κοινωνικές ανάγκες, ενώ το κράτος δεν έχει πουθενά συγκεντρώσει σε μια
ενιαία βάση δεδομένων τα στοιχεία (εισόδημα, περιουσία, κοινωνικές
παροχές, χρέη και υποχρεώσεις), που θα του επέτρεπαν να γνωρίζει την
πραγματική κατάσταση κάθε συγκεκριμένου νοικοκυριού. Είναι θέμα
σημαντικό, γιατί χωρίς αυτά τα στοιχεία είναι αδύνατον να σχεδιάσει το
κράτος αποτελεσματικά την κοινωνική του πολιτική, σε μια περίοδο όπου οι
δημοσιονομικές δυνατότητες θα είναι για πολλά χρόνια ιδιαίτερα
περιορισμένες.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν μειώνουν σε
τίποτε την εξαιρετική χρησιμότητα, αρτιότητα και επικαιρότητα του
βιβλίου του Μάνου Ματσαγγάνη. Απλώς επιβεβαιώνουν πόσο δύσκολο και
περίπλοκο είναι το εγχείρημα το οποίο έχει μπροστά της η ελληνική
κοινωνία. Τόσο δύσκολο και περίπλοκο ώστε το πολιτικό σύστημα και τα
μέσα μαζικής επικοινωνίας που το στηρίζουν, να αρνείται ακόμα και τώρα
να συζητήσει δημόσια και σοβαρά τι πράγματι συμβαίνει και τι πράγματι
μπορεί να γίνει.
[1] Αν μας τα δώσουν και αυτά και δεν μας αφήσουν να αξιοποιήσουμε,
χωρίς περιορισμούς και εξαρτήσεις, τις χρηματοοικονομικές και άλλες
συμβουλές του Αλέξη και της Αλέκας.
[2] Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2012, σελ. 44, Πίνακας 3.2.
Από τον ΘΟΔΩΡΟ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗ http://www.booksreview.gr/
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
1 σχόλιο:
Estarei seguindo seu blog, pois possui bons assuntos
wwwsabereducar.blogspot.com
Δημοσίευση σχολίου