Ο ΣΥΡΙΖΑ υπερεπενδύει στις υποκλοπές, και ο Μητσοτάκης δήλωσε στην Πολιτική Επιτροπή της ΝΔ ότι «η υπόθεση βρίσκεται στη Δικαιοσύνη, η οποία θα κάνει ό,τι απαιτείται για να μην υπάρχουν σκιές και να διαλυθούν τα νέφη τοξικότητας. Επαναλαμβάνω ό,τι απαιτείται».
Το πρόβλημα βέβαια είναι οι ρυθμοί να μην είναι... ελληνικής Δικαιοσύνης... Το αποτέλεσμα δεν αφορά τη διαλεύκανση της υπόθεσης μόνον χάριν δικαίου, αλλά και την ταχύτατη περαίωσή της επειδή παράγει πολιτικά αποτελέσματα, που ενδεχομένως να εκφραστούν στην κάλπη. Πρέπει εγκαίρως να μάθουμε σε ποιον θα ανήκει το «κρεσέντο χυδαιότητας» που έγραψε η Αυγή. Στον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα;
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός κατήγγειλε κάτι: Ότι «βέβαιος πως εγκαταλείπει την εξουσία ο Τσίπρας, μόλις πέντε ημέρες πριν τις κάλπες άλλαξε τον ποινικό κώδικα που εμπόδιζε την εμπορία λογισμικών παρακολούθησης. Μετέτρεψε έτσι το κακούργημα σε πλημμέλημα». Και διερωτήθη: «Γιατί; Ποιους ήθελε να προστατέψει ετεροχρονισμένα;».
Αν έτσι έγινε έτσι, που μάλλον έγινε για να εκτίθεται δημοσίως, υπονομεύεται, αν δεν καταρρέει, το επιχείρημα που διατυπώθηκε σε δημοσιεύματα, ότι ο νόμος που θα εισαγάγει η κυβέρνηση για απαγόρευση εμπορίας λογισμικών παρακολούθησης, είναι επικοινωνιακό τέχνασμα, γιατί νόμος ήδη υπήρχε (είναι κάτι που πίστευε και ο γράφων!). Αλλά τη συγκεκριμένη αλλαγή του νόμου από τον ΣΥΡΙΖΑ, έπρεπε να συνεδριάσει η Πολιτική Επιτροπή του κυβερνώντος κόμματος για να γνωστοποιηθεί από στόματος Πρωθυπουργού! Κάτι που δείχνει ότι στον καιρό των social media η ΝΔ στερείται ανακλαστικών εν αντιθέσει με τον εσαεί πανέτοιμο ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως αν το κακούργημα μετετράπη σε «απλό πλημμέλημα», ο νόμος στην ουσία του έχει αναιρεθεί. Δεν υπάρχει, και χρειάζεται εκ νέου νομοθετική παρέμβαση. Και βέβαια παραμένει προς απάντηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ το «Γιατί;» που έθεσε ο πρωθυπουργός.
Η αξιωματική αντιπολίτευση μόνη της εκτίθεται. Εν τη αγωνία της να κάνει δυναμική αντιπολίτευση κάνει αλλοπρόσαλλες κινήσεις, όπως αυτή της συνάντησης Τσίπρα με τον Γάλλο πρέσβη. Τον οποίο πρέσβη... απείλησε με αναστολή της διακρατικής σύμβασης για τα Rafal και τις Belharra, εάν λέει δεν συμμετάσχει η ελληνική αμυντική βιομηχανία (έτσι βέβαια τινάζεται στον αέρα και η αμυντική συμφωνία και δημιουργεί ανησυχία στους πολίτες, αλλά που να περάσει από το μυαλό των συμβούλων Τσίπρα...).
Έδωσε δε, το δικαίωμα στον Μητσοτάκη να σημειώσει ότι η συμφωνία με τη Γαλλία «ενόχλησε μόνο δύο: Την Τουρκία και τους εμπόρους όπλων που δεν είχαν θέση στη διακρατική συμφωνία». Και ανεβάζοντας ντεσιμπέλ, απευθυνόμενος προς τον Τσίπρα απαίτησε: «Να μας πει ευθέως ποια παζάρια ξεπληρώνει και σε ποιους, κάνοντας παζάρια με την ίδια του την πατρίδα»!
Βαριές κουβέντες αλλά πως τις αντέκρουσε ο ΣΥΡΙΖΑ; Με τη συνήθη φανφαρόνικη επιθετικότητα, άνευ ουσίας: «Για το θράσος του κ. Μητσοτάκη δεν είχαμε καμία αμφιβολία. Ούτε για το πόσο αδίστακτος είναι. Σήμερα όμως απέδειξε πόσο επικίνδυνος έχει γίνει και για τα εθνικά μας συμφέροντα. Προχώρησε σε εξοπλιστικά προγράμματα μαμούθ χωρίς διαπραγμάτευση και χωρίς να εξασφαλίσει ούτε ένα ευρώ για την αμυντική βιομηχανία της χώρας. Κανένας άλλος πρωθυπουργός, δε θα μπορούσε να αποφασίσει να δοθούν 7 δισ. για εξοπλισμούς και να μην πάει ούτε ευρώ στην ελληνική αμυντική βιομηχανία».
Τόσο αφελείς, έως ανησυχητικά άσχετοι!
Το πρόβλημα βέβαια είναι οι ρυθμοί να μην είναι... ελληνικής Δικαιοσύνης... Το αποτέλεσμα δεν αφορά τη διαλεύκανση της υπόθεσης μόνον χάριν δικαίου, αλλά και την ταχύτατη περαίωσή της επειδή παράγει πολιτικά αποτελέσματα, που ενδεχομένως να εκφραστούν στην κάλπη. Πρέπει εγκαίρως να μάθουμε σε ποιον θα ανήκει το «κρεσέντο χυδαιότητας» που έγραψε η Αυγή. Στον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα;
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός κατήγγειλε κάτι: Ότι «βέβαιος πως εγκαταλείπει την εξουσία ο Τσίπρας, μόλις πέντε ημέρες πριν τις κάλπες άλλαξε τον ποινικό κώδικα που εμπόδιζε την εμπορία λογισμικών παρακολούθησης. Μετέτρεψε έτσι το κακούργημα σε πλημμέλημα». Και διερωτήθη: «Γιατί; Ποιους ήθελε να προστατέψει ετεροχρονισμένα;».
Αν έτσι έγινε έτσι, που μάλλον έγινε για να εκτίθεται δημοσίως, υπονομεύεται, αν δεν καταρρέει, το επιχείρημα που διατυπώθηκε σε δημοσιεύματα, ότι ο νόμος που θα εισαγάγει η κυβέρνηση για απαγόρευση εμπορίας λογισμικών παρακολούθησης, είναι επικοινωνιακό τέχνασμα, γιατί νόμος ήδη υπήρχε (είναι κάτι που πίστευε και ο γράφων!). Αλλά τη συγκεκριμένη αλλαγή του νόμου από τον ΣΥΡΙΖΑ, έπρεπε να συνεδριάσει η Πολιτική Επιτροπή του κυβερνώντος κόμματος για να γνωστοποιηθεί από στόματος Πρωθυπουργού! Κάτι που δείχνει ότι στον καιρό των social media η ΝΔ στερείται ανακλαστικών εν αντιθέσει με τον εσαεί πανέτοιμο ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως αν το κακούργημα μετετράπη σε «απλό πλημμέλημα», ο νόμος στην ουσία του έχει αναιρεθεί. Δεν υπάρχει, και χρειάζεται εκ νέου νομοθετική παρέμβαση. Και βέβαια παραμένει προς απάντηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ το «Γιατί;» που έθεσε ο πρωθυπουργός.
Η αξιωματική αντιπολίτευση μόνη της εκτίθεται. Εν τη αγωνία της να κάνει δυναμική αντιπολίτευση κάνει αλλοπρόσαλλες κινήσεις, όπως αυτή της συνάντησης Τσίπρα με τον Γάλλο πρέσβη. Τον οποίο πρέσβη... απείλησε με αναστολή της διακρατικής σύμβασης για τα Rafal και τις Belharra, εάν λέει δεν συμμετάσχει η ελληνική αμυντική βιομηχανία (έτσι βέβαια τινάζεται στον αέρα και η αμυντική συμφωνία και δημιουργεί ανησυχία στους πολίτες, αλλά που να περάσει από το μυαλό των συμβούλων Τσίπρα...).
Έδωσε δε, το δικαίωμα στον Μητσοτάκη να σημειώσει ότι η συμφωνία με τη Γαλλία «ενόχλησε μόνο δύο: Την Τουρκία και τους εμπόρους όπλων που δεν είχαν θέση στη διακρατική συμφωνία». Και ανεβάζοντας ντεσιμπέλ, απευθυνόμενος προς τον Τσίπρα απαίτησε: «Να μας πει ευθέως ποια παζάρια ξεπληρώνει και σε ποιους, κάνοντας παζάρια με την ίδια του την πατρίδα»!
Βαριές κουβέντες αλλά πως τις αντέκρουσε ο ΣΥΡΙΖΑ; Με τη συνήθη φανφαρόνικη επιθετικότητα, άνευ ουσίας: «Για το θράσος του κ. Μητσοτάκη δεν είχαμε καμία αμφιβολία. Ούτε για το πόσο αδίστακτος είναι. Σήμερα όμως απέδειξε πόσο επικίνδυνος έχει γίνει και για τα εθνικά μας συμφέροντα. Προχώρησε σε εξοπλιστικά προγράμματα μαμούθ χωρίς διαπραγμάτευση και χωρίς να εξασφαλίσει ούτε ένα ευρώ για την αμυντική βιομηχανία της χώρας. Κανένας άλλος πρωθυπουργός, δε θα μπορούσε να αποφασίσει να δοθούν 7 δισ. για εξοπλισμούς και να μην πάει ούτε ευρώ στην ελληνική αμυντική βιομηχανία».
Τόσο αφελείς, έως ανησυχητικά άσχετοι!
Όταν η Τουρκία βρυχάται και απειλεί, τα μισοδιαλυμένα ελληνικά ναυπηγεία που τώρα διασώζονται, θα ναυπηγούσαν Belharra;
Και η αεροπορική μας βιομηχανία έχει την κατάλληλη υποδομή να κατασκευάσει Rafal;
Ναι σε κάποια (δηλαδή αρκετά) χρόνια, με τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, θα ήταν εφικτό.
Μπορούσαμε όμως να περιμένουμε τόσα χρόνια, όταν τα όπλα τα χρειαζόμαστε… «χθες»; Η θα γινόταν αυτό που κάποιος έγραψε σαρκαστικά «Η Γαλλία θα βάλει τα Rafal και εμείς τους… συνδικαλιστές;»!
Μ’ αυτά και μ’ αυτά δείχνουν ότι ακόμη δεν κατάλαβαν γιατί έχασαν.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά δείχνουν ότι ακόμη δεν κατάλαβαν γιατί έχασαν.
Γιατί είναι ένα κόμμα που δεν αποπνέει ατμόσφαιρα υπευθυνότητας και ωριμότητας, ώστε να του εμπιστευθεί ο λαός εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας. Και ο Μητσοτάκης το ξέρει. Γι’ αυτό χθες λάνσαρε το διαζευκτικό: «Ποιος είναι ικανός να διαχειρίζεται τις κρίσεις θωρακίζοντας την πατρίδα; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικεφαλής κυβέρνησης ΝΔ ή ο Αλέξης Τσίπρας επικεφαλής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;».
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας κάνουν ό,τι μπορούν για να το καταστήσουν το ερώτημα ως το μοναδικό διακύβευμα των εκλογών. Καλά κάνουν αν νομίζουν ότι έχουν πλεονέκτημα κυβερνησιμότητας και θα τους βγει σε καλό. Έτσι και αλλιώς, τις δημοσκοπήσεις που δίνουν εικόνα πρωθυπουργικής καταλληλότητας στον Μητσοτάκη έναντι του Τσίπρα, δεν τις πιστεύουν. Θα αναμείνουμε την οριστική δημοσκόπηση της κάλπης.
Γιάννης Σιδέρης
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας κάνουν ό,τι μπορούν για να το καταστήσουν το ερώτημα ως το μοναδικό διακύβευμα των εκλογών. Καλά κάνουν αν νομίζουν ότι έχουν πλεονέκτημα κυβερνησιμότητας και θα τους βγει σε καλό. Έτσι και αλλιώς, τις δημοσκοπήσεις που δίνουν εικόνα πρωθυπουργικής καταλληλότητας στον Μητσοτάκη έναντι του Τσίπρα, δεν τις πιστεύουν. Θα αναμείνουμε την οριστική δημοσκόπηση της κάλπης.
Γιάννης Σιδέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου