Γιατί η γενιά που έπρεπε να είναι «μέσα στα πράγματα» βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου.
Πολλοί θεωρούν ότι τα 35 είναι η καλύτερη
ηλικία.
Έχεις περάσει τις Συμπληγάδες των 20 και των 20 κάτι βλέποντας
όλες τις βεβαιότητες της ζωής σου να καταρρέουν: από εκεί που ήσουν
απόλυτος σε όλα, συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις απολύτως τίποτα.
Και
ξαφνικά, είσαι 35 χρονών.
Αν είσαι γυναίκα, έχεις ξεπεράσει τη φρίκη των
τριάντα με τους κοινωνικούς ψυχαναγκασμούς που σε φαντάζονται
παντρεμένη με δύο παιδιά.
Κι αν είσαι άντρας, έχεις ακόμη πέντε χρόνια
μέχρι την θρυλική κρίση των 40.
Στα μισά της πιο ζουμερής δεκαετίας της
ζωής σου λοιπόν, θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να αισθάνεσαι ότι
είσαι μέσα στα πράγματα.
Δυστυχώς όμως, συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι
εκτός τόπου και χρόνου...
Οι
γεννημένοι στα τέλη της δεκαετίας του ’70, δεν είχαμε δύσκολα παιδικά
χρόνια. Είχαμε δύσκολα στυλιστικά χρόνια.
Μπλούζες με βάτες για τα
κορίτσια, παντελόνια-σωλήνες για τα αγόρια, φράντζες-κοκοράκι για τις
μικρές κυρίες, χαιτούλα-λασπωτήρας ή κούρεμα καπελάκι για τους μικρούς
κυρίους. Στα πρώτα σχολικά σκιρτήματα η αγορίστικη ερώτηση «θέλεις να τα
φτιάξουμε;» απαντιόταν με κοριτσίστικα χαχανητά, βόλτες χεράκι-χεράκι
και ραντεβού στο φαστφουντάδικο της γειτονιάς. Η παιδική και εφηβική μας
ηλικία κύλησε ομαλά, όπως οι τέσσερις εποχές. Παίζαμε όσο τραβούσε η
ψυχή μας στις πλατείες, με τις μανάδες να κεντάνε και να τρώνε πασατέμπο
παραταγμένες σε παγκάκια και πεζούλια και να μας ψάχνουν μόνο όταν είχε
νυχτώσει για να γυρίσουμε στο σπίτι. Όχι από φόβο μήπως μας είχε
απαγάγει κάποιος. Κάναμε ποδήλατο, πέφταμε και σπάγαμε τα μούτρα μας,
γεμίζαμε μελανιές και γρατζουνιές και αντί κάποιος από τους μεγάλους να
πανικοβληθεί και να μας τρέχει στα επείγοντα, μας έβαζε ιώδιο από εκείνο
που δεν έτσουζε και μας έλεγε σχεδόν αδιάφορα «μην κάνεις έτσι, θα σου
περάσει».
Υπήρχε μόνο μία μάρκα αντηλιακού και το
καλοκαίρι όλες οι παραλίες μύριζαν καρύδα.
Ο ερχομός της άνοιξης προμηνυόταν με τη φράση «βγήκαν οι φράουλες» και «το περίπτερο έβαλε παγωτά!».
Δεν ήμασταν Ευρωπαίοι που τρώνε frozen yogurt όλο το χρόνο. Το γραφείο του μπαμπά δεν είχε υπολογιστή, αλλά εκείνη την περίεργη καφέ σκούρα δερμάτινη θήκη που μέσα φύλαγε τα χαρτιά του. Για τις εργασίες του σχολείου, αλλά ως επί το πλείστον και του πανεπιστημίου, ψάχναμε στοιχεία σε εγκυκλοπαίδειες και σε δανειστικές βιβλιοθήκες και όχι στο Google. Βγαίναμε με ένα πεντοχίλιαρο στο Σαββατόβραδο και φέρναμε και ρέστα.
Όταν αρρωσταίναμε η γρίπη ήταν δικιά μας και όχι των χοίρων. Και για να μην κολλήσουμε τα κοντινά μας πρόσωπα, απλά δεν τα φιλούσαμε. Δεν ήμασταν αναγκασμένοι να φορέσουμε μάσκα.
Η πολιτική δεν μας ενδιέφερε. Συνήθως ψηφίζαμε ό,τι και οι γονείς μας, πάνω κάτω όπως και ο γιος ενός πατέρα Ολυμπιακού, σίγουρα γάβρος θα γινόταν. Βλέπαμε τα δύο κόμματα να ανεβοκατεβαίνουν στη διακυβέρνηση της χώρας και μας θύμιζε τη μάχη Μέγκα-ΑΝΤ1 για την πρωτιά της τηλεθέασης. Και κάπως έτσι, τα χρόνια πέρασαν και γίναμε ετών 35.
Ο ερχομός της άνοιξης προμηνυόταν με τη φράση «βγήκαν οι φράουλες» και «το περίπτερο έβαλε παγωτά!».
Δεν ήμασταν Ευρωπαίοι που τρώνε frozen yogurt όλο το χρόνο. Το γραφείο του μπαμπά δεν είχε υπολογιστή, αλλά εκείνη την περίεργη καφέ σκούρα δερμάτινη θήκη που μέσα φύλαγε τα χαρτιά του. Για τις εργασίες του σχολείου, αλλά ως επί το πλείστον και του πανεπιστημίου, ψάχναμε στοιχεία σε εγκυκλοπαίδειες και σε δανειστικές βιβλιοθήκες και όχι στο Google. Βγαίναμε με ένα πεντοχίλιαρο στο Σαββατόβραδο και φέρναμε και ρέστα.
Όταν αρρωσταίναμε η γρίπη ήταν δικιά μας και όχι των χοίρων. Και για να μην κολλήσουμε τα κοντινά μας πρόσωπα, απλά δεν τα φιλούσαμε. Δεν ήμασταν αναγκασμένοι να φορέσουμε μάσκα.
Η πολιτική δεν μας ενδιέφερε. Συνήθως ψηφίζαμε ό,τι και οι γονείς μας, πάνω κάτω όπως και ο γιος ενός πατέρα Ολυμπιακού, σίγουρα γάβρος θα γινόταν. Βλέπαμε τα δύο κόμματα να ανεβοκατεβαίνουν στη διακυβέρνηση της χώρας και μας θύμιζε τη μάχη Μέγκα-ΑΝΤ1 για την πρωτιά της τηλεθέασης. Και κάπως έτσι, τα χρόνια πέρασαν και γίναμε ετών 35.
Κάτι όμως δεν κολλάει σε όλα αυτά, λες κι
έχει χαθεί ένα βασικό στάδιο της εξέλιξης, λες κι έχει εξαφανιστεί ένα
σημαντικό κομμάτι του παζλ.
Πώς ενώ όταν ήμασταν μικροί τρώγαμε
πολύχρωμα καραμελάκια που αφρίζανε μες στο στόμα μας μεγαλώνοντας γίναμε
μικροβιοφοβικοί;
Πώς από το «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» περάσαμε στο «δεν είμαι έτοιμος για σχέση»;
Πώς αφού οι γονείς μας που είχαν στερηθεί πολλά μας έδωσαν τα πάντα κι εμείς αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να αποκτήσουμε ούτε τα βασικά και πάλι τους ζητάμε χαρτζηλίκι και όχι πλέον σε δραχμές αλλά σε ευρώ;
Πώς από το «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» περάσαμε στο «δεν είμαι έτοιμος για σχέση»;
Πώς αφού οι γονείς μας που είχαν στερηθεί πολλά μας έδωσαν τα πάντα κι εμείς αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να αποκτήσουμε ούτε τα βασικά και πάλι τους ζητάμε χαρτζηλίκι και όχι πλέον σε δραχμές αλλά σε ευρώ;
Η γενιά που θυμάται ως παιδικό τραύμα τον
μεγάλο σεισμό του ’81 και έχει και μνήμες των γονιών να αρπάζουν τα
εβαπορέ από τα ράφια των σούπερ μάρκετ στον απόηχο του Τσερνομπιλ
μοιάζει κατά τα άλλα να μεγάλωσε σε μια γυάλα με πολλά παιχνίδια και
λίγες σκοτούρες.
Έζησε το ξέφρενο πάρτυ των 90s, επέλεξε επαγγέλματα με βάση τα ταλέντα της και όχι το άγχος επιβίωσής της και δε βιάστηκε ποτέ να μεγαλώσει, αφού ετσι κι αλλιώς, στην Ελλάδα από τα 20 ως τα 30 θεωρείσαι αδαής μπέμπης και από τα 30 ως τα 40 ανερχόμενος.
Όποιος δεν κατάφερνε να μπει στο πανεπιστήμιο σπούδαζε στο Λονδίνο ή κατέφευγε σε κάποιο από τα πολυδιαφημισμένα ΙΕΚ ενδίδοντας στην αόριστη γοητεία του Business Administration.
Η οικονομική κρίση συνάντησε λοιπόν αυτή τη γενιά όταν βρισκόταν-ή νόμιζε ότι βρισκόταν-στην καλύτερη φάση της, όταν είχε αρχίσει να βγάζει χρήματα, να νοικιάζει ένα δυάρι για 500 ευρώ, να ξενυχτάει ακόμη και τις καθημερινές.
Ήταν το πιο ηχηρό χαστούκι που μπορούσε να ακούσει κάποιος που μεγάλωσε με play mobil και Μίκυ Μάους, γιατί πολύ απλά, κάποιος ήρθε να τα πάρει όλα κάνοντάς σε να νιώθεις στην καλύτερη περίπτωση ως μαθητευόμενος και στη χειρότερη, ως αποτυχημένος.
Έζησε το ξέφρενο πάρτυ των 90s, επέλεξε επαγγέλματα με βάση τα ταλέντα της και όχι το άγχος επιβίωσής της και δε βιάστηκε ποτέ να μεγαλώσει, αφού ετσι κι αλλιώς, στην Ελλάδα από τα 20 ως τα 30 θεωρείσαι αδαής μπέμπης και από τα 30 ως τα 40 ανερχόμενος.
Όποιος δεν κατάφερνε να μπει στο πανεπιστήμιο σπούδαζε στο Λονδίνο ή κατέφευγε σε κάποιο από τα πολυδιαφημισμένα ΙΕΚ ενδίδοντας στην αόριστη γοητεία του Business Administration.
Η οικονομική κρίση συνάντησε λοιπόν αυτή τη γενιά όταν βρισκόταν-ή νόμιζε ότι βρισκόταν-στην καλύτερη φάση της, όταν είχε αρχίσει να βγάζει χρήματα, να νοικιάζει ένα δυάρι για 500 ευρώ, να ξενυχτάει ακόμη και τις καθημερινές.
Ήταν το πιο ηχηρό χαστούκι που μπορούσε να ακούσει κάποιος που μεγάλωσε με play mobil και Μίκυ Μάους, γιατί πολύ απλά, κάποιος ήρθε να τα πάρει όλα κάνοντάς σε να νιώθεις στην καλύτερη περίπτωση ως μαθητευόμενος και στη χειρότερη, ως αποτυχημένος.
Αναζητώντας τα συμπτώματα της τρέλας που
προκαλεί η θεότρελη εποχή μας, ζητήσαμε από τον ψυχίατρο Πέτρο
Στεργιούδη να μας τα κωδικοποιήσει σε μορφή ΤΟΠ 10.
1. Αδυναμία δέσμευσης και αδυναμία αποδέσμευσης:
όταν φοβάσαι και να αφοσιωθείς σε έναν άνθρωπο, αλλά και να τον αφήσεις
να φύγει. Στη γενιά των 35άρηδων αποδίδεται και η μνημειώδης πλέον
φράση, «ήμασταν πολλά χρόνια ζευγάρι. Ή θα παντρευόμασταν, ή θα
χωρίζαμε». Αναποφάσιστοι όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στον έρωτα.
2. Αϋπνίες: οι
στατιστικές δείχνουν ότι οι 7 στους 10 35άρηδες έχουν χάσει τον ύπνο
τους. Είτε θα κοιμηθούν μετά τις 3 το πρωί, είτε θα στριφογυρίζουν όλο
το βράδυ λόγω εργασιακού στρες.
3. Στυτικές δυσλειτουργίες:
η πρόωρη εκσπερμάτιση και η αδυναμία ενός άνδρα να εκσπερματίσει είναι
οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, κάνοντας τις ήδη δύσκολες ερωτικές
σχέσεις, ακόμη πιο περίπλοκες.
4. Σεξομανία: η αδυναμία
δέσμευσης οδηγεί όλο και περισσότερους άνδρες-αλλά και γυναίκες που
αναγκάζονται να μιμηθούν ανδρικές συμπεριφορές-στο να αναλώνονται σε
πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους.
5. Καταχρήσεις: στην
εποχή της κρίσης, μπορεί κάποιος να μην έχει να φάει, αλλά σίγουρα θα
βρει λεφτά να πιει. Το μαρτυρούν τα μικρά μπαράκια που ανοίγουν το ένα
μετά το άλλο, αλλά και οι μπάρμεν που ακούνε πολλές πικραμένες ιστορίες.
6. Μικροβιοφοβία: η
παραξενιά του υποχόνδριου μετατρέπεται σε νεύρωση όταν κάποιος αποφεύγει
χωρίς λόγο τις χειραψίες, δεν πάει πουθενά χωρίς τα αντισηπτικά
μαντηλάκια του και φοβάται υπερβολικά να ανταλλάξει σωματικά υγρά με τον
σύντροφό του, ακόμη κι αν η σχέση δεν είναι εφήμερη.
7. Κατάθλιψη: ο ειδικός
επισημαίνει ότι εξίσου σοβαρή με την ίδια την κατάθλιψη, είναι η
κατάχρηση του συγκεκριμένου όρου. Σε μία μαύρη εποχή, η φράση «έχω
κατάθλιψη» τείνει να γίνει πιο συχνή από το «καλημέρα» κι αυτό κρύβει
κινδύνους όπως το να καταφύγει κάποιος στην αδικαιολόγητη χρήση
αντικαταθλιπτικών, έχοντας παρασυρθεί από έναν τσαρλατάνο γιατρό.
8. Αποκοπή από την οικογένεια: το
να απέχεις από ένα κυριακάτικο τραπέζι, ακόμη κι αν συνήθως μία γιορτή
μετατρέπεται σε καβγά, μπορεί να σου κοστίσει στην ψυχική ισορροπία. Η
σκέψη ότι υπάρχουν άνθρωποι που εκ γενετής σε νοιάζονται είναι πολύ πιο
σημαντική απ’ ό,τι κάποιος μπορεί να νομίζει.
9. Αίσθημα του ανικανοποίητου: όταν δεν βρίσκεις χαρά σε τίποτα, ενώ πάντα θα υπάρχει ένας λόγος για να παραπονιέσαι ότι «όλα μου πάνε στραβά».
10. Ο φόβος της ευτυχίας: συνδέεται
με ενοχικά συναισθήματα, τα οποία συναντιούνται σε γερές δόσεις στη
συγκεκριμένη γενιά, κυρίως επειδή οι γονείς τους μεγάλωσαν με την
φράση-κλειδί: «εγώ που τα στερήθηκα όλα για να μη σου λείψει τίποτα και
να τώρα το ευχαριστώ».
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου