Του Σταύρου Χριστακόπουλου
«Λένε ότι στη Γαλλία ο κόσμος ψηφίζει με την καρδιά στον πρώτο γύρο και με το μυαλό στον δεύτερο». Αυτή η φράση από άρθρο του Steven Εrlanger στους New York Times είναι επαρκής
λόγος για να σταθούμε λίγο παραπάνω στο αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των
γαλλικών εκλογών.
Όσο και αν ο δεύτερος γύρος – στις 6 Μαΐου, την ίδια
μέρα με τις δικές μας βουλευτικές εκλογές – είναι αυτός για τον οποίο θα
καταναλωθεί το περισσότερο μελάνι, ο πρώτος είναι πολιτικά πολύ πιο ενδιαφέρων.
Το πρώτο δεδομένο είναι ότι η ατζέντα της σκληρής ρητορικής κατά της μετανάστευσης (Σαρκοζί, Μαρίν Λεπέν και ο εθνικιστής δεξιός Νικολά Ντιπόν - Ενιάν) έδωσε το κεντρικό πολιτικό μήνυμα συγκεντρώνοντας ποσοστό 47% και εμβάλλοντας σε ανησυχία όχι μόνο την ευρωζώνη, αλλά και την ίδια τη Μέρκελ και την Κομισιόν, η οποία κατόπιν εορτής ζήτησε από τους Ευρωπαίους ηγέτες «να μην υποκύπτουν» στη λαϊκιστική «απειλή»...
Όπως δήλωσε ο δήλωσε ο Ολιβιέ Μπαγί, ένας εκ των εκπροσώπων του Μπαρόζο, «η οικονομική κρίση ενίσχυσε τις κοινωνικές ανισότητες και, σ' αυτό το οικονομικό πλαίσιο, υπάρχει πολιτικό έδαφος για την ανάπτυξη λαϊκισμών». Κατ’ αυτόν, βεβαίως, «η καλή απάντηση είναι περισσότερη Ευρώπη. Η αναδίπλωση στον εαυτό μας, οι εθνικές λύσεις μέσα σ' έναν παγκοσμιοποιημένο χώρο, πιστεύουμε ότι δεν είναι η αποτελεσματικότερη λύση»
Εκτός από την κόρη του Λεπέν, εξ άλλου, ο Σαρκοζί ήταν αυτός που
απείλησε σαφώς όχι μόνο με μείωση της εισροής μεταναστών στη Γαλλία,
αλλά και με έξοδο της χώρας του από τη Συνθήκη Σένγκεν. Από την πλευρά της η Λεπέν μίλησε ευθαρσώς και για έξοδο της Γαλλίας από το ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, η αντίπαλη «πολυπολιτισμική»
εκδοχή (ο σοσιαλιστής Ολάντ, ο αριστερός Μελανσόν και η οικολόγος Εύα
Ζολί και μικρότεροι σχηματισμοί) συγκέντρωσε αθροιστικά λίγο κάτω από 44%, με τον κεντρώο Μπαϊρού να στέκεται στη μέση με ένα ιδεολογικά «μικτό» ακροατήριο του 9,1%.
Όμως η προοπτική νίκης του «πολυπολιτισμικού» μπλοκ δεν είναι... καλή είδηση για όσους ευρωκράτες ανησυχούν ζητώντας «περισσότερη Ευρώπη», καθώς το κύριο στοιχείο της προεκλογικής ατζέντας του υπήρξε η αντίθεση στο γερμανικής έμπνευσης Δημοσιονομικό Σύμφωνο – είτε ολική είτε ζητώντας, συμπληρωματικά με την αναθεώρησή του, ένα πασπάλισμα... «ανάπτυξης».
Δεν είναι άλλωστε τυχαία η γερμανική εχθρότητα προς την υποψηφιότητά του, όσο και αν υποχρεωτικά αυτή θα υποχωρήσει σε περίπτωση νίκης του Ολάντ στον δεύτερο γύρο.
Ένας υποψιασμένος παρατηρητής μπορεί βάσιμα να
υποθέσει ότι η αντίθεση του Ολάντ προς το γερμανικό σύμφωνο «αιώνιας
λιτότητας» είναι σε σημαντικό βαθμό προσχηματική, αφού η αναθεώρηση του ήδη εγκεκριμένου συμφώνου δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμφωνία της «σιδηράς» κυρίας της Γερμανίας. Χωρίς όμως αυτή την – ειλικρινή ή όχι, αδιάφορο – αντίθεση, η υποψηφιότητα Ολάντ θα στερούνταν νοήματος...
Άλλωστε η Γαλλία – η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης – είναι υποχρεωμένη από τη μια να δανειστεί
μόνο φέτος 170 δισ. ευρώ υπό δυσμενείς πολιτικές και οικονομικές
συνθήκες και από την άλλη, με τα σημερινά δεδομένα, να προχωρήσει σε περικοπές
160 δισ. έως το 2016. Και μάλιστα χωρίς αυτή η προοπτική να απαλείφει
τον κίνδυνο η Γαλλία να βρεθεί στο στόχαστρο των αγορών αμέσως μετά την
όποια – οπωσδήποτε προσωρινή... – «διευθέτηση» του ογκώδους ισπανικού προβλήματος.
Η κρίση λοιπόν διαγράφει ένα δυσμενές τοπίο για τη Γαλλία ανεξάρτητα
από την έκβαση του δεύτερου γύρου των εκλογών, καθώς και τα δύο
ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που αναμετρώνται σε αυτές τις εκλογές υποχρεώθηκαν εκ των προτέρων να αφαιρέσουν – το καθένα ανάλογα με την ταυτότητά του – αρκετή έως... πολλή Ευρώπη και να προσθέσουν πολύ περισσότερη Γαλλία στον λόγο τους.
Σημειωτέον δε ότι το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα σημειώθηκε με αυξημένη συμμετοχή
του γαλλικού εκλογικού σώματος, καθώς η αποχή περιορίστηκε κάτω του
21%. Συνεπώς κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί πλημμελή αποτύπωση των
διαθέσεων του γαλλικού λαού, του οποίου οι διαθέσεις άλλωστε διαμόρφωσαν τις εκλογικές ατζέντες.
Πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο
Η ανησυχία του πυρήνα της ευρωζώνης όμως δεν περιορίζεται στη Γαλλία,
καθώς μπορεί το κόστος του δεκαετούς δανεισμού της Γερμανίας να έπιασε
το «χαμηλό» του 1,63% τη Δευτέρα, αλλά το περιβάλλον που διαμορφώνεται στο σύνολο της ευρωζώνης δεν μπορεί να θεωρείται καθησυχαστικό ούτε για τις αγορές ομολόγων ούτε για τη Γερμανία. Ας δούμε επιγραμματικά τις σημαντικότερες παραμέτρους του προβλήματος:
1. Στην Ολλανδία η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Μαρκ Ρούτε κατέρρευσε καθώς το ακροδεξιό Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) του Γκερτ Βίλντερς εγκατέλειψε τις συνομιλίες για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και απέσυρε την εμπιστοσύνη του. Πλέον είναι θέμα χρόνου η απώλεια των τριών «Άλφα» στη βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας αυτής εκ μέρους των οίκων αξιολόγησης.
Στην πραγματικότητα η Ολλανδία, μια χώρα του σκληρού πυρήνα της
ευρωζώνης, βασική σύμμαχος της Γερμανίας στην προώθηση της
αδιαπραγμάτευτης λιτότητας, έρχεται αντιμέτωπη με τις
επιλογές που και η ίδια προώθησε για τις περιφερειακές οικονομίες του
ευρώ, μεταβαλλόμενη εν τέλει σε παράγοντα αστάθειας!
2. Στην Ισπανία τα αυτοσχέδια – δηλαδή εκτός επίσημων «μνημονίων» – προγράμματα λιτότητας αδυνατούν να επιτύχουν τον στόχο μείωσης του ελλείμματος και η κυβέρνηση τον έχει αναθεωρήσει προς τα πάνω προκαλώντας πανικό σε ευρωζώνη και αγορές. Ήδη Κομισιόν και ΔΝΤ έχουν σπεύσει σε διαπραγμάτευση με την ισπανική κυβέρνηση, αλλά δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα ότι η Ισπανία θα τεθεί υπό καθεστώς «μνημονίου» όπως το γνωρίζουμε στην Ελλάδα. Το ρίσκο είναι μεγάλο για δύο λόγους:
● Η ίδια η ισπανική κυβέρνηση τρέμει στην ιδέα ότι,
με ανεργία πάνω από 20% και δραματικά ποσοστά στους νέους, θα μπει σε
διαδικασία ακόμη σκληρότερης λιτότητας με κίνδυνο να προσθέσει μια
δραματική ύφεση στα ήδη υπάρχοντα δεινά της. Χώρια που η μέχρι τώρα μείωση του ελλείμματός της συνοδεύθηκε από αύξηση του χρέους της, όπως άλλωστε σε όλες τις χώρες που υφίστανται τα παράλογα προγράμματα «προσαρμογής».
● Η Γερμανία, με την κρίση να χτυπά τον πυρήνα της
ευρωζώνης, με το ΔΝΤ και τις αγορές να απαιτούν εγγύηση του συνολικού
ευρωπαϊκού χρέους μέσω ευρωομολόγων, γνωρίζει ότι μια «διάσωση» της
Ισπανίας είναι πολύ ακριβή και μπορεί να θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο τη βιτρίνα των μηχανισμών «διάσωσης», αλλά και τη σταθερότητα
της γερμανικής οικονομίας. Αν αληθεύουν τα ποσά που δημοσιεύονται στον
διεθνή Τύπο, τα 500 δισ. που έχει ανάγκη η Ισπανία είναι πάρα πολλά για τη δοκιμαζόμενη ευρωπαϊκή αντοχή, αλλά και για το γερμανικό βαλάντιο.
Από την άλλη πλευρά η Ισπανία έχει ένα μεγάλο όπλο διαπραγμάτευσης: ως τέταρτη σε μέγεθος οικονομία της ευρωζώνης δικαιούται να πιστεύει ότι η δική της κατάρρευση μπορεί να συμπαρασύρει ολόκληρο το οικοδόμημα του ευρώ. Το ισπανικό σταυρόλεξο λοιπόν δεν έχει εύκολη λύση – αν υποθέσουμε ότι έχει κάποια λύση...
3. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία
καρκινοβατούν παρά τα «μνημόνια», με την πρώτη να συζητά από καιρό
μείωση του χρέους της και τη δεύτερη περαιτέρω προστασία των τραπεζών
της. Κι εδώ χρειάζεται ζεστό χρήμα, το οποίο κανείς δεν ξέρει πώς θα βρεθεί.
4. Η Ιταλία είναι μια ακόμη χώρα
υπό άμεση απειλή, στην οποία το μοντέλο «διάσωσης» των μικρών
περιφερειακών οικονομιών δεν μοιάζει εφικτό λόγω του τεράστιου κόστους.
Παράλληλα ακόμη και ο τραπεζίτης Μόντι μιλάει εσχάτως περισσότερο ως Ιταλός παρά ως... Ευρωπαίος. Και, πιθανότατα, το εννοεί!
5. Συνολικά στην Ευρώπη οι
εξουθενωμένοι από τη λιτότητα λαοί διεκδικούν περισσότερες πρωτοβουλίες
σε επίπεδο κρατών, συχνά πριμοδοτώντας ακροδεξιά και αντιευρωπαϊκά
πολιτικά σχήματα ελλείψει ανταπόκρισης.
6. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, την Eurostat,
η μείωση των ελλειμμάτων στις χώρες της ευρωζώνης από το 6,2% του 2010
στο 4,1% του 2011 δεν είχε κάποιον θετικό αντίκτυπο στο χρέος, αφού κατά μέσον όρο αυτό αυξήθηκε από 85,3% του ΑΕΠ το 2010 σε 87,2%.
Συνολικά μάλιστα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 το έλλειμμα μειώθηκε κατά μέσο όρο από 6,5% του ΑΕΠ σε 4,5%. Όμως το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 80% του ΑΕΠ σε 82,5%, με 14 χώρες να έχουν ποσοστό χρέους μεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ τους.
Το γερμανικό ρίσκο
Κάπως έτσι τόσο η ευρωζώνη όσο και η Ε.Ε. ζουν έναν εφιάλτη φυλακισμένες στη δίνη των χρεών και της λιτότητας, με το φάντασμα της ύφεσης να πλανάται από άκρου εις άκρον, με τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες να καρκινοβατούν και τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό να απαξιώνεται σε χώρες όχι μόνο όπως η Ελλάδα, αλλά και όπως η Ιταλία.
Μπορεί λοιπόν η Γερμανία να έκλεισε το 2011 με έλλειμμα 1%, μπορεί
να διαπιστώνει ότι χρειάζεται κάπου 200.000 μετανάστες για να θερμάνουν
με την ειδίκευση και τη φθηνή εργασία τους την αναπτυξιακή μηχανή της, μπορεί ακόμη να «βλέπει» προοπτικά μεγαλύτερη πτώση στο ποσοστό ανεργίας, μπορεί να διογκώνει εντυπωσιακά τον όγκο του εμπορίου της με την Κίνα (280 δισ. δολάρια έως το 2015 είναι ο στόχος των Κινέζων), αλλά δεν παύει να αποτελεί την ηγέτιδα δύναμη μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης σε κρίση.
Για την ακρίβεια η Γερμανία βλέπει:
● Την κύρια σύμμαχό της, τη Γαλλία, να σαρώνεται από την αμφισβήτηση των γερμανικών προτεραιοτήτων και να στρέφεται προς την αναζήτηση – ίσως και τη διεκδίκηση – περισσότερο «εθνικών» παρά «ευρωπαϊκών» λύσεων.
● Μεγάλες οικονομίες να θέτουν ως προτεραιότητα τη δική τους επιβίωση ακόμη και κόντρα στους γερμανόπνευστους «ευρωπαϊκούς» κανόνες πειθαρχίας.
● Τον σκληρό πυρήνα του ευρώ να αποδυναμώνεται
χάνοντας χώρες - κλειδιά στην προώθηση και υλοποίηση του σχεδιασμού για
την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και τη δόμηση μιας «γερμανικής»
Ευρώπης.
● Τις μεγάλες οικονομίες του
κόσμου, εξ αιτίας του αυξανόμενου πολιτικού ρίσκου, να επενδύουν χρήματα
στη σταθεροποίηση της Ευρώπης όχι μέσα από τους τζούφιους
ευρωμηχανισμούς «στήριξης», αλλά μέσω του ΔΝΤ, το
οποίο, απέναντι στα πλασματικά 800 δισ. ευρώ της ευρωζώνης, έχει μέχρι
στιγμής να αντιπαρατάξει περισσότερα από 300 δισ. σε χρήμα διαθέσιμο για
την Ευρώπη, με σύνολο πόρων γύρω στα 700 δισ., χωρίς μάλιστα τη θερμή
συμμετοχή των ΗΠΑ.
● Τόσο το ΔΝΤ, όσο και τις αγορές, να της ζητούν να εγγυηθεί αυτή το σύνολο των ευρωπαϊκών χρεών μέσω των μηχανισμών «διάσωσης» και των ευρωομολόγων.
Έχει τη διάθεση λοιπόν η Γερμανία να ρισκάρει περαιτέρω για να σώσει
το ευρώ; Μπορεί η σωτηρία του ευρώ να ταυτιστεί με τη διάσωση της
Ευρώπης; Οι απαντήσεις δεν θα αργήσουν.
Κυρίως χωρίς αυτούς...
Δυστυχώς για εμάς σε αυτό το περιβάλλον το τελευταίο
για το οποίο μπορεί να υπερηφανεύεται το ελληνικό σύστημα εξουσίας
είναι η πρόνοιά του για τα συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας. Η πλήρης απουσία διαπραγμάτευσης, αλλά και εθνικού σχεδιασμού είναι ορατή σε όλα τα επίπεδα. Παρότι η κοινωνική διάλυση
είναι εμφανής, σε λίγο θα γίνει χιονοστιβάδα και θα συνοδευτεί
αναπόφευκτα από μείζονα πολιτική κρίση, η οποία είναι ήδη ορατή, όλα
είναι εναποτεθειμένα στον αυτόματο γερμανικό πιλότο.
Μέχρι στιγμής όμως το πρώτο ευρωπαϊκό δίδαγμα είναι
ότι, όταν οι πολιτικές ελίτ αδυνατούν να διαμορφώσουν εθνική στρατηγική,
οι κοινωνίες θα την αναζητήσουν από οποιονδήποτε την επαγγέλλεται –
ακόμη και τη φασιστική Δεξιά.
Το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι η Ελλάδα είναι μια πολύ ακριβή υπόθεση για την ευρωπαϊκή χρηματοδοτική ικανότητα. Κανείς συνεπώς δεν μπορεί πράγματι να εγγυηθεί κάποιου είδους... «ευρωπαϊκή πορεία», όσα ψευδή διλήμματα και αν βάζει στο τραπέζι.
Όσοι λοιπόν αρνούνται ή είναι ανίκανοι να διαμορφώσουν εναλλακτική εθνική στρατηγική, όχι εκ του προχείρου αλλά συνολική, συγκροτημένη στη βάση της επιβίωσης της Ελλάδας και των Ελλήνων, ας έχουν κατά νου ότι πολύ σύντομα ο ελληνικός λαός αναπόφευκτα θα την αναζητήσει, ακόμη και χωρίς αυτούς. Ή, μάλλον, κυρίως χωρίς αυτούς. Ό,τι κι αν αυτό σημαίνει...
Το Ποντίκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου