Η Αγγέλα Μέρκελ είναι μια από τις ελάχιστες πολιτικούς της παγκόσμιας σκηνής που παρά την οικονομική κρίση, θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένη.
Στην Ευρώπη η φήμη της Γερμανίδας συντηρητικής καγκελαρίου ως του κορυφαίου παράγοντα με κεντρικό ρόλο στην καρδιά κάθε συμφωνίας μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αμφισβητείται από κανέναν.
Τον επόμενο μήνα που θα ταξιδέψει στην Ουάσιγκτον, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα θα την χαιρετίσει ως την πιο σημαντική υπερατλαντική εταίρο του. Η νίκη των Χριστιανοδημοκρατών στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου ήταν ευρεία και της χάρισε μια πλειοψηφία που της έδωσε τη δυνατότητα να ...
σχηματίσει την κεντροδεξιά κυβέρνηση που ήθελε για να διευθύνει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης για άλλα 4 χρόνια.
σχηματίσει την κεντροδεξιά κυβέρνηση που ήθελε για να διευθύνει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης για άλλα 4 χρόνια.
Κι όταν ανέλαβε εκ νέου την πρωθυπουργία στα τέλη Οκτωβρίου ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, διέθετε την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του γερμανικού Κοινοβουλίου και έμοιαζε να έχει τον πλήρη έλεγχο.
Και όμως τέσσερις μήνες μετά η Μέρκελ δείχνει προβληματισμένη και καταπτοημένη.
Ο ‘μαυροκίτρινος’ κυβερνητικός συνασπισμός της που εκτός των δικών Χριστιανοδημοκρατών, αποτελείται από τους φιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκράτες και τη Χριστιανική Σοσιαλιστική Ένωση της Βαυαρίας, κλυδωνίζεται από εσωτερικές έριδες.
Οι προσπάθειες της Μέρκελ για την επίλυσή τους δεν έχουν αποτέλεσμα. Η δε δημοτικότητα της κυβέρνησης βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, με το 72% των ψηφοφόρων να δηλώνουν δυσαρεστημένοι από την απόδοσή της, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
«Ο κυβερνητικός συνασπισμός μαστίζεται από πολυάριθμες διαιρέσεις για πολλά ζητήματα, από το θέμα των φορολογικών περικοπών ως τα ζητήματα της κοινωνικής πολιτικής και το θέμα της προσχώρησης της Τουρκίας στην Ε.Ε.», παρατηρεί ο Γιούργκεν Φάλτερ, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Μάιντς. «Οι συμφωνίες συγκρότησής του υπήρξαν εξαιρετικά αόριστες και η διαπραγμάτευση έγινε βιαστικά. Βρίσκουμε ολόκληρες περιοχές όπου τα τρία κόμματα λένε ότι μεν συμφωνούν αλλά δεν συμφωνούν ως προς το τι συμφωνούν. Αυτό καταλήγει σε μια αξιοθρήνητη εικόνα».
Στη διεθνή σκηνή η Γερμανία βρίσκεται σήμερα στο στόχαστρο επειδή δεν αναλαμβάνει το κεντρικό ρόλο της για την αναθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας και τον περιορισμό των εμπορικών ανισορροπιών που έχουν συμβάλλει στην παρούσα αστάθεια.
Αντί να στηρίξει την εγχώρια ζήτηση της οικονομίας της που αποτελεί την ατμομηχανή ανάπτυξης της Ευρωζώνης, είναι η πιο αυστηρή υπέρμαχος της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ο πιο φοβερός πολέμιος κάθε εγχειρήματος διάσωσης των πιο αδύναμων οικονομιών της Ευρωζώνης – κυρίως της πληγείσας από την κρίση των ομολόγων Ελλάδας.
Η μεγάλη διεθνής προσωπικότητα και διαμεσολαβήτρια Αγγέλα Μέρκελ δείχνει όλο και περισσότερο σαν ηττημένη πολιτικός εσωτερικής κατανάλωσης, που υποχρεώνεται να αναλώνει το χρόνο και το πολιτικό της κεφάλαιο για να δίνει πυροσβεστικές μάχες στην πατρίδα της ενώ γίνεται όλο και πιο αόρατη στο εξωτερικό.
«Έχει διεθνή φήμη αλλά δεν είναι τόσο δραστήρια όσο θα περίμενε κανείς», παρατηρεί ένας ανώτατος Ευρωπαίος διπλωμάτης του Βερολίνου. «Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό έχει να κάνει με το χαρακτήρα της, τα προβλήματα στο εσωτερικό της Γερμανίας ή τη διεθνή της ατζέντα», προσθέτει.
Η περασμένη Παρασκευή της κας Μέρκελ ήταν μια μέρα τυπική των εντάσεων που την ‘σέρνουν’ προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Το πρωί πέταξε στο Μόναχο για να συμμετάσχει σε μια οικονομική σύνοδο κορυφής με τους επικεφαλής της γερμανικής βιομηχανίας. Οι τελευταίοι παραπονούνταν επί σειρά εβδομάδων για έλλειψη κατευθύνσεων και ύπαρξη τριβών μέσα στο κυβερνητικό συνασπισμό.
Πριν την έναρξη της συνάντησης ο κατά κανόνα διπλωματικός πρόεδρος της BDI, Ένωσης των Γερμανών Βιομηχάνων, Χανς Πέτερ Κάιτελ, εξέφρασε απερίφραστα την απογοήτευσή του. «Αναμέναμε την απόδοση του κυβερνητικού συνασπισμού με υψηλές προσδοκίες τους πρώτους μήνες. Τώρα θέλουμε να δούμε αυτές τις προσδοκίες να εκπληρώνονται».
Το σημείο στο οποίο οι επικεφαλής της γερμανικής βιομηχανίας και η καγκελάριος Μέρκελ πάντως συμφωνούν είναι η προσήλωση στη σκληρή γραμμή για τη σταθερότητα του ευρώ και τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Μόλις η συνάντηση τελείωσε η κ. Μέρκελ πέταξε πίσω στο Βερολίνο για να συναντήσει τον Έλληνα πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου.
Η Γερμανίδα καγκελάριος ήθελε να δείξει πως η Γερμανία στηρίζει την Ελλάδα στο οικονομικό σχέδιο δραστικής λιτότητας που υιοθέτησε, παρά το ότι απορρίπτει κάθε ενδεχόμενο να στηρίξει οικονομικά την Ελλάδα.
Η πλειοψηφία των πολιτικών παρατηρητών επιρρίπτουν την ευθύνη για τα προβλήματα του κυβερνητικού συνασπισμού στους Ελεύθερους Δημοκράτες και ιδίως τον ηγέτη τους Γκουίντο Βεστερβέλε, που είναι ταυτόχρονα αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών. «Το κύριο πρόβλημα είναι ο κ. Βεστερβέλε. Δεν καταλαβαίνω τι κάνει. Δεν ανταποκρίνεται ούτε στις επιθυμίες των ψηφοφόρων του κόμματός του», λέει ο Μάνφρεντ Γκίλνερ, επικεφαλής της οργάνωσης Forsa.
Ο Βεστερβέλε είναι λαϊκιστής που τραβά πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας με το ίδιο τρόπο που το έκανε κι όταν ήταν στην αντιπολίτευση: προωθώντας μια ατζέντα δραστικών φορολογικών περικοπών. Με αυτό το σύνθημα κατέβηκε στις εκλογές και πρόσφατα κλιμάκωσε την κριτική του ενάντια σε όσους λαμβάνουν επιδόματα από το γερμανικό κράτος πρόνοιας προς μεγάλη δυσαρέσκεια των εταίρων του στον κυβερνητικό συνασπισμό. «Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες είναι το μεγάλο πρόβλημα καθώς έχουν γίνει ένα κόμμα που δεν προωθεί τίποτα άλλο εκτός από φορολογικές περικοπές», λέει ο Πέτερ, Λέσε, πρώην καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν.
Αλλά ο επικεφαλής των Ελεύθερων Δημοκρατών αντιμετωπίζει πολύ μεγάλο πρόβλημα ενόψει των σημαντικών εκλογών του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας που είναι το μεγαλύτερο ομόσπονδο κράτος της Γερμανίας: οι ψήφοι του κόμματός του βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, και από 15% που πήρε στις γενικές εκλογές σήμερα οι δημοσκοπήσεις του δίνουν λιγότερο κι από 7.5%. Πρέπει να κάνει οπωσδήποτε κάτι για να ξανακερδίσει τον πυρήνα των ψηφοφόρων του.
Τα προβλήματα της Μέρκελ δεν έχουν όμως να κάνουν μόνο με τους φιλελεύθερους συμμάχους της. Οι Χριστιανοδημοκράτες αντιμετωπίζουν πιέσεις και στη Βαυαρία που αποτελεί το προπύργιό τους και εν τέλει δίνουν μάχες με τους Ελεύθερους Δημοκράτες όπου μπορούν. «Έχουν βαθύτατες φιλοσοφικές διαφορές» λέει ο καθηγητής Φάλτερ. «Οι Χριστιανοδημοκράτες είναι υπέρ ενός ισχυρού κράτους που προστατεύει τον πολίτη. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες είναι υπέρ του φιλελεύθερου κράτους».
Αυτές τις διαφορές δεν μπορεί εύκολα η Αγγέλα Μέρκελ να τις διαχειριστεί. Μετά από αρκετές εβδομάδες σιωπής, έδωσε δύο μεγάλες συνεντεύξεις, όπου έψεγε μεν τους κυβερνητικούς εταίρους της για τις συμπεριφορές τους, ζητούσε όμως την υποστήριξή τους για τη συνέχιση του κυβερνητικού συνασπισμού σε ομοσπονδιακό και περιφερειακό επίπεδο. Παράλληλα η Μέρκελ απέρριψε κάθε υπαινιγμό για συμφωνία με το κόμμα των Πρασίνων, σε περίπτωση που οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες ηττηθούν στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία.
Διότι αν ο ‘μαυροκίτρινος’ συνασπισμός χάσει τις εκλογές εκεί, θα χάσει την πλειοψηφία στην Μπουντεσράτ, όπου αντιπροσωπεύονται τα ομόσπονδα κρατίδια. Κι αυτό σημαίνει πως η Μέρκελ θα πρέπει να κάνει διαρκώς συμβιβασμούς με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους προκειμένου να περνάει τα νομοσχέδια της. Και πρακτικά αυτό συνεπάγεται την επιστροφή σε ένα μεγάλο συνασπισμό.
Ορισμένοι βεβαίως υποψιάζονται ότι αυτή είναι και η κρυφή ατζέντα της Γερμανίδας καγκελάριου. «Νομίζω ότι προτιμά τον συνασπισμό με τους Πράσινους ή με τους Σοσιαλδημοκράτες», λέει ο καθηγητής Λέσε. «Αν πάμε έτσι, η Μέρκελ θα αποκτήσει το μεγάλο συνασπισμό που πράγματι ευνοεί». Σε παγγερμανικό επίπεδο εξάλλου, σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στην μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Bild am Sonntag την Κυριακή, το 54% των ψηφοφόρων προτιμά ένα μεγάλο συνασπισμό ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες. Ακόμα και μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών, το 46% προτιμά τον παλιό μεγάλο συνασπισμό έναντι του 44% που ευνοεί τον παρόντα.
Η Γερμανίδα καγκελάριος έχει μεγαλώσει στην ανατολική Ευρώπη και σύμφωνα με τις εσωκομματικές κριτικές που της γίνονται εμπιστεύεται πολύ λίγους ανθρώπους και βασίζεται σε ελάχιστους συμβούλους. «Είναι μια τυπική Ανατολική», σημειώνει ένας παρατηρητής. Το ύφος διακυβέρνησης της κυρίας Μέρκελ έχει αποδώσει καλύτερα στο μεγάλο συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες που ήταν μια κυβέρνηση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή. Είναι όμως λιγότερο αποδοτικό στο πλαίσιο ενός κεντροδεξιού συνασπισμού που θα έπρεπε να έχει ένα πιο ξεκάθαρο πολιτικό όραμα. «Μέσα στο συνασπισμό συζητούνται πολλά πράγματα για το τίποτα και γίνεται ελάχιστη εποικοδομητική δουλειά», λέει ο υπουργός Εσωτερικών των Χριστιανοδημοκρατών και ένας από τους πιο κοντινούς συμβούλους της Γερμανίδας καγκελαρίου Τόμας ντε Μέζιερ.
Σε μια εποχή οικονομικής στενότητας, η γερμανική Βουλή θα ψηφίσει αυτή την εβδομάδα έναν προϋπολογισμό με δημοσιονομικό έλλειμμα ρεκόρ – 80 δις ευρώ, διπλάσιο του προηγούμενου υψηλού – μετά όμως από αυστηρές περικοπές που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής.
Κι ο κυβερνητικός συνασπισμός εμφανίζεται διχασμένος ανάμεσα στην βούληση των Ελεύθερων Δημοκρατών που θέλουν να κρατήσουν τις προεκλογικές υποσχέσεις τους για δραστικές φορολογικές περικοπές και την εξίσου ισχυρή βούληση της καγκελάριου Μέρκελ και του υπουργού Οικονομικών της να μην επιτρέψουν φορολογικές περικοπές αν οι δαπάνες που καλύπτουν δεν χρηματοδοτούνται με άλλο τρόπο εντός του προϋπολογισμού.
Παρά τις πολλές διαφορές σε ένα σημείο οι εταίροι της γερμανικής κυβέρνησης είναι ενωμένοι και μάλιστα από πεποίθηση.
Η ελληνική κρίση υπογραμμίζει για ακόμη μια φορά για τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι η σταθερότητα του ευρώ είναι η απόλυτη αρχή. Δεν θα υπάρξει καμιά αύξηση των δημοσίων δαπανών για ενίσχυση της ζήτησης η οποία μπορεί να προκαλέσει πληθωρισμό. Αυτό κρίνεται ως το πιο σημαντικό.
«Είναι μέρος της γερμανικής συλλογικής μνήμης.
Οι Γερμανοί είναι υπέρ της σταθερότητας και της λιτότητας και όχι υπέρ των κρατικών δαπανών. Ξέρουμε πώς να σφίγγουμε το ζωνάρι μας.
Και γι’ αυτό προσδοκάται από τους Έλληνες να βάλουν κι αυτοί τα οικονομικά τους σε τάξη, δίχως οικονομική συνδρομή από το εξωτερικό», καταλήγει ο καθηγητής Φάλτερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου