Όμως οι Ευρωπαίοι εταίροι τους θα πρέπει να αντιδράσουν με καλύτερο τρόπο και για να το επιτύχουν θα πρέπει να κατανοήσουν τις βαθύτερες αιτίες της δύσκολης θέσης που βρίσκεται η Ελλάδα. Δεν αναφέρομαι στην ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι η Ελλάδα είναι ένας κατ’ εξακολούθηση παραβάτης σε επίπεδο ελλειμμάτων. Στην έρευνα (από τον κ. Kenneth Rogoff του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ) από την οποία εξάχθηκε η παραπάνω ιδέα, υποστηρίζεται ότι το ρεκόρ της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 100 ετών δεν είναι κάποια πρωτοφανής εξαίρεση. (Η χώρα χρεοκόπησε, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, την περίοδο 1931-32, δηλαδή σε μία εποχή που σαφώς δεν ήταν η μοναδική που αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες).
Αυτό που παραμένει σταθερό στην μοντέρνα ιστορία της Ελλάδας είναι ο υψηλότατος βαθμός ξένων παρεμβάσεων στα εσωτερικά θέματα της χώρας. Ο πρώτος βασιλιάς της χώρας (ένας Βαυαρός) της επιβλήθηκε, ενώ τα πρώτα πολιτικά κόμματα δημιουργήθηκαν απλά από τις τρεις μεγάλες ξένες δυνάμεις που καθόριζαν την τύχη της και είχαν εμπλακεί περισσότερο στα εσωτερικά της ζητήματα.
Η σφοδρότητα της ναζιστικής κατοχής –με δεκάδες χιλιάδες κόσμου να πεθαίνει μέσα σε ένα χειμώνα και εκατοντάδες χωριά να καταστρέφονται- ήταν ένα από τα πλέον ακραία φαινόμενα της συγκεκριμένης ...περιόδου.
Περισσότερο συνηθισμένες –αλλά λιγότερο γνωστές ευρύτερα- είναι οι παρεμβάσεις Βρετανών και Αμερικανών οι οποίοι αναζήτησαν τον έλεγχο ελληνικών υπουργείων, μυστικών υπηρεσιών, του στρατού, της βασιλικής αυλής μέσω της διπλωματίας, αποστολών αλλά και συμβούλων. Η αίσθηση αυτού που οι Έλληνες αποκαλούν «ξένο δάκτυλο» έγινε ακόμη πιο οδυνηρά αισθητή στην δικτατορία του 1967. Ένας τρόπος για να κατανοήσει κάποιος την δημοκρατική σταθεροποίηση που πέτυχε η χώρα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας το 1974 είναι, πρώτα, να καταλάβει ότι πρόκειται για μία χώρα που πάνω απ’ όλα ήθελε να είναι αυτόνομη. Ένα καθεστώς που δεν το γνώρισε για το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας της.
Πάντως η πορεία προς την δημοκρατική σταθεροποίηση ήταν πολύ καλύτερη από ότι κάποιος θα φανταζόταν. Για περισσότερα από 20 χρόνια η επικράτηση δύο κομμάτων έχει «κυλήσει» ομαλά, ενώ ο στρατός δεν καθορίζει, πλέον, τις πολιτικές καταστάσεις. Όσο για την αντίληψη, που ακούστηκε κατά την διάρκεια των τελευταίων ημερών, ότι τα άρματα μάχης θα επιστρέψουν στους δρόμους, μάλλον δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ένα σοβαρό επιχείρημα.
Η ειρωνεία είναι, πάντως, ότι η ένταξη στην ΕΕ από τη μία πλευρά βοήθησε αλλά από την άλλη εμπόδισε τη χώρα. Ενίσχυσε τα επίπεδα διαβίωσης και βοήθησε την ομαλή αποκατάσταση της δημοκρατίας. Όμως η εισροή κεφαλαίων επέτρεψε στους Έλληνες να αγνοήσουν τα δομικά οικονομικά τους προβλήματα. Η παροχή ξένης βοήθειας δεν αποτέλεσε πρόβλημα: στα τέλη της δεκαετίας του ’40 η Ελλάδα πήρε περισσότερα χρήματα κατά κεφαλή από το Σχέδιο Μάρσαλ από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Αποτέλεσμα της βοήθειας ήταν η αύξηση της παραγωγής, η ενίσχυση της μεταποίησης και η στήριξη της ανάπτυξης.
Όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το εργατικό κόστος και το ξένο χρέος ενισχύθηκαν σε υψηλό επίπεδο. Μεταξύ 1979-85 το συνολικό χρέος της χώρας αυξήθηκε από το 8% στο 42% του ΑΕΠ.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά το 1974 υπογράμμισε την αχίλλειο φτέρνα του ελληνικού κράτους: την χρόνια έλλειψη δημοσιονομικής σταθερότητας. Από την ανεξαρτησία της χώρας το 1830, τα δημοσιονομικά στηρίχθηκαν στους υψηλούς έμμεσους φόρους, στα «αθέατα» κέρδη και στη λήψη δανείων. Υπάρχουν πολλές δικαιολογίες γι’ αυτήν την κατάσταση, πιθανώς και η εμπειρία της οθωμανικής κατοχής. Αλλά με ελάχιστες αξιοπρόσεκτες εξαιρέσεις, οι πολιτικοί έχουν συνεχίσει να διευρύνουν το εργατικό δυναμικό στον δημόσιο τομέα, χρησιμοποιώντας το όλο θέμα ως πατρονάρισμα. Η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Οι πολιτικές προκλήσεις είναι ισχυρές και όσοι στην Ελλάδα αντιδρούν ενάντια στα μέτρα λιτότητας έχουν αρκετές ιστορικές μνήμες για να βασιστούν. «Καλύπτοντας» τις περισσότερο ευαίσθητες εξ αυτών ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Θ. Πάγκαλος όταν ερωτήθηκε σχετικά με ποιον τρόπο οι Γερμανοί μπορούν να διδάξουν τους Έλληνες ηθική, απάντησε ότι πρώτα απ’ όλα οι Γερμανοί θα πρέπει να εκπληρώσουν την ιστορική τους ευθύνη και να δώσουν στην Ελλάδα της αποζημιώσεις που της οφείλουν από τον β’ παγκόσμιο πόλεμο. (Θα μπορούσε, επίσης, να προσθέσει ότι μέρος των αποζημιώσεων που δόθηκε στην χώρα πριν από 50 χρόνια, δόθηκε υπό τη συμφωνία ότι η Ελλάδα θα «ξεχνούσε» τις δικαστικές προσφυγές ενάντια σε ναζιστές εγκληματίες). Η πικρία είναι πραγματική, ακόμη και εάν τόσο το επιχείρημα όσο και ο χρόνος που εκφράστηκε δεν πείθουν.
Η κρίση έχει πλήξει την εικόνα της Ευρώπης σε μία χώρα που είναι κατ’ εξοχήν φιλοευρωπαϊκή και πιστή στην ΕΕ. Σε αυτήν την δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, η Ευρώπη εμφανίζεται όχι ως υπέρμαχος της κοινωνικής αγοράς, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας ή της ειρήνης αλλά ως υπέρμαχος του κοινού νομίσματος και της δημοσιονομικής πειθαρχίας που το στηρίζει.
Οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι πιθανώς να πρέπει να συνηθίσουν στις περικοπές μισθών και σε περισσότερα χρόνια εργασίας. Όμως η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν πιο εύκολο να τους πείσει (να συνηθίσουν) εάν η Ευρώπη σταματούσε να μοιάζει με μία ακόμη μεγάλη δύναμη πρόθυμη να ελέγξει τις τύχες της Ελλάδας. Στο παρελθόν, η υπόσχεση ένταξης στην ΕΕ βοήθησε ώστε να υπάρξει ενίσχυση της δημοκρατίας τόσο στον ευρωπαϊκό νότο όσο και στην πρώην κομμουνιστική ανατολή. Όμως και γι’ αυτές τις χώρες θα πρέπει να αναζητηθεί ένας καλύτερος τρόπος επικοινωνίας. Δεν μπορεί η πολιτική αυτονομία να «θυσιαστεί» στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας του ευρώ.
By Mark Mazower*
* Ο κ. mark Mazower είναι καθηγητής ιστορίας στο Columbia University και ειδικός επί θεμάτων βαλκανικής και ελληνικής ιστορίας.
Αυτό που παραμένει σταθερό στην μοντέρνα ιστορία της Ελλάδας είναι ο υψηλότατος βαθμός ξένων παρεμβάσεων στα εσωτερικά θέματα της χώρας. Ο πρώτος βασιλιάς της χώρας (ένας Βαυαρός) της επιβλήθηκε, ενώ τα πρώτα πολιτικά κόμματα δημιουργήθηκαν απλά από τις τρεις μεγάλες ξένες δυνάμεις που καθόριζαν την τύχη της και είχαν εμπλακεί περισσότερο στα εσωτερικά της ζητήματα.
Η σφοδρότητα της ναζιστικής κατοχής –με δεκάδες χιλιάδες κόσμου να πεθαίνει μέσα σε ένα χειμώνα και εκατοντάδες χωριά να καταστρέφονται- ήταν ένα από τα πλέον ακραία φαινόμενα της συγκεκριμένης ...περιόδου.
Περισσότερο συνηθισμένες –αλλά λιγότερο γνωστές ευρύτερα- είναι οι παρεμβάσεις Βρετανών και Αμερικανών οι οποίοι αναζήτησαν τον έλεγχο ελληνικών υπουργείων, μυστικών υπηρεσιών, του στρατού, της βασιλικής αυλής μέσω της διπλωματίας, αποστολών αλλά και συμβούλων. Η αίσθηση αυτού που οι Έλληνες αποκαλούν «ξένο δάκτυλο» έγινε ακόμη πιο οδυνηρά αισθητή στην δικτατορία του 1967. Ένας τρόπος για να κατανοήσει κάποιος την δημοκρατική σταθεροποίηση που πέτυχε η χώρα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας το 1974 είναι, πρώτα, να καταλάβει ότι πρόκειται για μία χώρα που πάνω απ’ όλα ήθελε να είναι αυτόνομη. Ένα καθεστώς που δεν το γνώρισε για το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας της.
Πάντως η πορεία προς την δημοκρατική σταθεροποίηση ήταν πολύ καλύτερη από ότι κάποιος θα φανταζόταν. Για περισσότερα από 20 χρόνια η επικράτηση δύο κομμάτων έχει «κυλήσει» ομαλά, ενώ ο στρατός δεν καθορίζει, πλέον, τις πολιτικές καταστάσεις. Όσο για την αντίληψη, που ακούστηκε κατά την διάρκεια των τελευταίων ημερών, ότι τα άρματα μάχης θα επιστρέψουν στους δρόμους, μάλλον δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ένα σοβαρό επιχείρημα.
Η ειρωνεία είναι, πάντως, ότι η ένταξη στην ΕΕ από τη μία πλευρά βοήθησε αλλά από την άλλη εμπόδισε τη χώρα. Ενίσχυσε τα επίπεδα διαβίωσης και βοήθησε την ομαλή αποκατάσταση της δημοκρατίας. Όμως η εισροή κεφαλαίων επέτρεψε στους Έλληνες να αγνοήσουν τα δομικά οικονομικά τους προβλήματα. Η παροχή ξένης βοήθειας δεν αποτέλεσε πρόβλημα: στα τέλη της δεκαετίας του ’40 η Ελλάδα πήρε περισσότερα χρήματα κατά κεφαλή από το Σχέδιο Μάρσαλ από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Αποτέλεσμα της βοήθειας ήταν η αύξηση της παραγωγής, η ενίσχυση της μεταποίησης και η στήριξη της ανάπτυξης.
Όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το εργατικό κόστος και το ξένο χρέος ενισχύθηκαν σε υψηλό επίπεδο. Μεταξύ 1979-85 το συνολικό χρέος της χώρας αυξήθηκε από το 8% στο 42% του ΑΕΠ.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά το 1974 υπογράμμισε την αχίλλειο φτέρνα του ελληνικού κράτους: την χρόνια έλλειψη δημοσιονομικής σταθερότητας. Από την ανεξαρτησία της χώρας το 1830, τα δημοσιονομικά στηρίχθηκαν στους υψηλούς έμμεσους φόρους, στα «αθέατα» κέρδη και στη λήψη δανείων. Υπάρχουν πολλές δικαιολογίες γι’ αυτήν την κατάσταση, πιθανώς και η εμπειρία της οθωμανικής κατοχής. Αλλά με ελάχιστες αξιοπρόσεκτες εξαιρέσεις, οι πολιτικοί έχουν συνεχίσει να διευρύνουν το εργατικό δυναμικό στον δημόσιο τομέα, χρησιμοποιώντας το όλο θέμα ως πατρονάρισμα. Η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Οι πολιτικές προκλήσεις είναι ισχυρές και όσοι στην Ελλάδα αντιδρούν ενάντια στα μέτρα λιτότητας έχουν αρκετές ιστορικές μνήμες για να βασιστούν. «Καλύπτοντας» τις περισσότερο ευαίσθητες εξ αυτών ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Θ. Πάγκαλος όταν ερωτήθηκε σχετικά με ποιον τρόπο οι Γερμανοί μπορούν να διδάξουν τους Έλληνες ηθική, απάντησε ότι πρώτα απ’ όλα οι Γερμανοί θα πρέπει να εκπληρώσουν την ιστορική τους ευθύνη και να δώσουν στην Ελλάδα της αποζημιώσεις που της οφείλουν από τον β’ παγκόσμιο πόλεμο. (Θα μπορούσε, επίσης, να προσθέσει ότι μέρος των αποζημιώσεων που δόθηκε στην χώρα πριν από 50 χρόνια, δόθηκε υπό τη συμφωνία ότι η Ελλάδα θα «ξεχνούσε» τις δικαστικές προσφυγές ενάντια σε ναζιστές εγκληματίες). Η πικρία είναι πραγματική, ακόμη και εάν τόσο το επιχείρημα όσο και ο χρόνος που εκφράστηκε δεν πείθουν.
Η κρίση έχει πλήξει την εικόνα της Ευρώπης σε μία χώρα που είναι κατ’ εξοχήν φιλοευρωπαϊκή και πιστή στην ΕΕ. Σε αυτήν την δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, η Ευρώπη εμφανίζεται όχι ως υπέρμαχος της κοινωνικής αγοράς, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας ή της ειρήνης αλλά ως υπέρμαχος του κοινού νομίσματος και της δημοσιονομικής πειθαρχίας που το στηρίζει.
Οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι πιθανώς να πρέπει να συνηθίσουν στις περικοπές μισθών και σε περισσότερα χρόνια εργασίας. Όμως η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν πιο εύκολο να τους πείσει (να συνηθίσουν) εάν η Ευρώπη σταματούσε να μοιάζει με μία ακόμη μεγάλη δύναμη πρόθυμη να ελέγξει τις τύχες της Ελλάδας. Στο παρελθόν, η υπόσχεση ένταξης στην ΕΕ βοήθησε ώστε να υπάρξει ενίσχυση της δημοκρατίας τόσο στον ευρωπαϊκό νότο όσο και στην πρώην κομμουνιστική ανατολή. Όμως και γι’ αυτές τις χώρες θα πρέπει να αναζητηθεί ένας καλύτερος τρόπος επικοινωνίας. Δεν μπορεί η πολιτική αυτονομία να «θυσιαστεί» στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας του ευρώ.
By Mark Mazower*
* Ο κ. mark Mazower είναι καθηγητής ιστορίας στο Columbia University και ειδικός επί θεμάτων βαλκανικής και ελληνικής ιστορίας.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου