Ξεκινάμε με ιδιαίτερη… τιμητική αναφορά στο πρόσωπό του γιατί αποτελεί πρωτοφανές δείγμα πολιτικού αμοραλισμού και περιφρόνησης της λαϊκής ψήφου. Όσο για τον πολιτικό του λόγο, παρά την επιστημοσύνη του, είναι ελαφρύς, με ήχους ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 80.
Πρωταρχική του στρατηγική ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ είναι το μοντέλο Αθήνας (η συνεργασία με ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και αδέσποτοι ψήφοι ακροδεξιών για τιμωρία της κυβέρνησης στο πρόσωπο του Μπακογιάννη). Αυτό προτείνει να μεταφερθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή σε επίπεδο διακυβέρνησης.
Η περίπτωσή του δημιουργεί απορίες και αμφιβολίες όχι μόνο για το ελλιπές πολιτικό του βάρος... μιας και τυχαία ως αλεξιπτωτιστής βρέθηκε στον θώκο του δημάρχου. Κυρίως για την ποιότητα των στελεχών του ΠΑΣΟΚ που τον στηρίζουν.
Στελέχη που είχαν ένα κάποιο κύρος, ή έστω μια συμπαθητική παρουσία, ενώ κάποιοι και την εικόνα πολιτικής συνέπειας. Όλοι αυτοί προτείνουν να ψηφισθεί ένα πρόσωπο που επιδεικνύει ασυνέπεια στα καθήκοντα που του ανέθεσαν οι δημότες. Που σημαίνει ότι την ίδια πολιτική αήθεια και περιφρόνηση προς τους πολίτες, θα επιδείξει και μελλοντικά, εάν δεήσουν να τον αναδείξουν… πρωθυπουργό της χώρας.
Είναι σαν κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ να μην διδάχτηκαν από την τραγωδία που πέρασε και ακόμη περνάει το κόμμα τους. Πρόκειται το κόμμα που λιθοβολήθηκε αδίκως και αγρίως, και που λεηλατήθηκε ανήθικα. Και γι’ αυτό θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι να εκπέμπουν συνέπεια λόγω και έργων.
Ενώ η εγκατάλειψη του δήμου έξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων (γιατί περί εγκατάλειψης πρόκειται) το μόνο που εκπέμπει είναι εικόνα ασυνέπειας και αδιαφορίας υποχρεώσεων.
Κατά τα άλλα το ΠΑΣΟΚ δεν έχει κατορθώσει ακόμη να πείσει ότι η εκλογή αρχηγού αποτελεί κομβικό γεγονός στο πολιτικό σκηνικό. Η προεκλογική διαδικασία δεν καθορίζεται από την αυτονομία του κόμματος στην οποία ομνύουν οι περισσότεροι των υποψηφίων. Ετεροκαθορίζεται από το ενδεχόμενο συγκλίσεων με τα δύο άλλα κόμματα.
Εν ολίγοις δικαιολογημένη προς το παρόν αντιμετώπιση, καθώς οι υποψήφιοι δεν έχουν παρουσιάσει ένα σχέδιο, μια «πλατφόρμα» για τη μελλοντική πορεία του κόμματος ως κυβέρνηση. Εξαιρείται ο Παύλος Γερουλάνος, ο οποίος επικαιροποίησε μια μελέτη του 2017, η οποία αφορά την αποκέντρωση της εξουσίας και την ανάπτυξη.
Ο ίδιος, συνεπής και υπεύθυνος (ακριβώς αντίθετο παράδειγμα από τον Χάρη Δούκα), ανέκοψε τον ρυθμό των περιοδειών του ανά την Ελλάδα, προκειμένου να ανταποκριθεί με επάρκεια ως εισηγητής του ΠΑΣΟΚ σε δύο νομοσχέδια που έφερε η κυβέρνηση. Το ένα αφορά τη συγχώνευση της Παγκρήτιας Τράπεζας με την Attica, και το δεύτερο τις ΔΕΚΟ.
Αυτονόητο είναι το ενδιαφέρον και για το αναμενόμενο πρόγραμμα της Άννας Διαμαντοπούλου. Η θητεία της ως πρώην νομάρχου, υπουργού και επιτρόπου, καθώς και η ενασχόλησή της με το think tank «Δίκτυο» για τη μεταρρύθμιση, της έχουν προσδώσει εμπειρία, γνώση και επίγνωση των προβλημάτων και των δυναμένων λύσεων.
Όμως οι δύο ανωτέρω, παρά την εχέγγυα πορεία τους στη δημόσια ζωή, είναι ευάλωτοι σε υπονόμευση.
Ο Γερουλάνος θεωρείται ως «εισαγόμενος» στο ΠΑΣΟΚ από τον Γιώργο Παπανδρέου (παρότι δεν τον ακολούθησε στην αλλοπρόσαλλη και τυχοδιωκτική δημιουργία του ΚΙΔΗΣΟ).
Όσο για την Άννα, το μότο είναι πως είναι «δεξιά» από νοοτροπία. Πόσο μάλλον που ο Μητσοτάκης την έχρισε υποψήφια για την ηγεσία του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης).
Περνάει τεχνηέντως ασχολίαστο το γεγονός ότι δεν ήταν διορισμός. Η θέση απαιτούσε διεθνή ψηφοφορία. Και η ΝΔ μπορεί να έχει κάποια ικανά στελέχη για το εσωτερικό μέτωπο, αλλά κανένα διεθνούς εμβέλειας και με τα αντίστοιχα προσόντα, ώστε να διεκδικήσει με διεθνείς ψήφους την προεδρεία του συγκεκριμένου Οργανισμού.
Στο ΠΑΣΟΚ δεν αρκεί να είσαι αξιόλογος. Πρέπει να μην είσαι και ευάλωτος, σύμφωνα με την κρισάρα του πασοκικού λαϊκισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου