Ιταλική Il Foglio: «Λιγότερος Όρμπαν, περισσότερος Μητσοτάκης»

Πρώτον: μέσα σε τέσσερα χρόνια, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα είναι μικρότερο από εκείνο της Ιταλίας. Θα είναι της τάξης του 135,2% του ΑΕΠ έναντι του 140,4% του ιταλικού, (το 2020 το ελληνικό χρέος άγγιζε το 206,3% του ΑΕΠ) ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας θα είναι διπλάσιος από εκείνον της Ιταλίας. Οι προβλέψεις του Απριλίου λένε ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα παρουσιάσει αύξηση 2,3% το έτος 2023, 3% για το 2024, 1,3% το έτος 2025 και 1,1% το 2026.

Τον Απρίλιο, παράλληλα, οι προβλέψεις της ιταλικής κυβέρνησης αναφέρονταν σε ανάπτυξη 0,9 % για το 2023 (αλλά σύμφωνα με το επίσημο στατιστικό ινστιτούτο της χώρας θα είναι τουλάχιστον 1,2%) του 1,4% το έτος 2024, 1,3% το 2025 και της τάξης του 1,1% το 2026.

Το ίδιο ισχύει και για το πρωτογενές πλεόνασμα. Φέτος η Ελλάδα προβλέπει ότι θα καταγράψει περισσότερα έσοδα από δαπάνες (με προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% για το 2023) ενώ η Ιταλία, κατά τη φετινή χρονιά προβλέπει ότι θα έχει έλλειμμα 0,8%.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίον η ιταλική δεξιά θα έπρεπε να μελετήσει με προσοχή το μοντέλο Μητσοτάκη είναι αυτός στον οποίο αναφέρθηκε πριν λίγες ημέρες και η Wall Street Journal. Πρόκειται για την υιοθέτηση μιας μεθόδου εκ διαμέτρου αντίθετης από εκείνη του Όρμπαν. Ο Μητσοτάκης πρώτα εξυγίανε την Ελλάδα και ύστερα κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος μείωση κατά επτά μονάδες του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, προαναγγέλλοντας μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με προσέγγιση που δεν θέλει να προκαλέσει δημοσιονομικό πρόβλημα και αναφερόμενος σε ένα στοιχείο κλειδί για τη βελτίωση της ευημερίας των πολιτών του: στοιχηματίζοντας, δηλαδή, όχι στον λαϊκισμό κατά των αγορών, αλλά στα οφέλη που προκύπτουν από ένα σωστό μείγμα πειθαρχημένης δημοσιονομικής πολιτικής και εμπιστοσύνης προς την παγκοσμιοποίηση.

Στην ιταλική δεξιά, το μοντέλο της ελληνικής δεξιάς προκαλεί αμηχανία διότι παρουσιάζει μια επιτυχημένη εναλλακτική στο μοντέλο της λαϊκιστικής δεξιάς και λόγω του ότι υποδεικνύει το κομμάτι του δρόμου που πρέπει να διανυθεί για να περάσει κανείς με αποφασιστικό τρόπο από την περίοδο της συνωμοσιολογίας σε εκείνη του πραγματισμού.