Ισχυρό προβάδισμα 12 ποσοσταίων μονάδων συνεχίζει να διατηρεί η Νέα Δημοκρατία έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σε δημοσκόπηση της Marc
που παρουσιάζει σήμερα το «Πρώτο Θέμα».
Η μείωση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας είναι πολύ μικρή σε σχέση με τα προβλήματα που δημιούργησαν στην εικόνα της Κυβέρνησης οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου και κάποιες λανθασμένες επιλογές που έχουν να κάνουν με τον Ανασχηματισμό...
Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταγράφει κανένα δημοσκοπικό όφελος, ενώ ο επικεφαλής του Τσίπρας παραμένει σταθερά πολύ χαμηλά σε δημοφιλία.
Σε αντίθεση με τον Πρωθυπουργό που διατηρεί αδιαφιλονίκητη πρωτιά έχοντας ως βασικό του αντίπαλο μόνο τον «κανένα».
Και αυτή η δημοσκόπηση αποδεικνύει πως παρά τις εμετικές αθλιότητες των Ταλιμπάν του ΣΥΡΙΖΑ στα κοινωνικά δίκτυα καθώς και των πληρωμένων δημοσιογραφικών του «πιστολιών», η κοινή γνώμη – με τις όποιες δικαιολογημένες ενστάσεις της – συνεχίζει να στηρίζει την Νέα Δημοκρατία και προσωπικά τον πρωθυπουργό.
Η μάχη για την Κυβέρνηση και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα κριθεί στο μέτωπο της ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ και της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ, εκεί όπου την ίδια στιγμή η Κουμουνδούρου μηρυκάζει ανέξοδα συνθήματα της δεκαετίας του 80, το επιτελείο του Μαξίμου δείχνει εξαιρετικές προσαρμογές στην νέα μετά-covid εποχή.
Αναλυτικά στην δημοσκόπηση του «Πρώτου Θέματος» και πιο συγεκριμένα στην Πρόθεση Ψήφου έχουμε:
Ποσοστό 34.4% συγκεντρώνει η ΝΔ, ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με 23%, το ΚΙΝΑΛ με 6%, το ΚΚΕ με 5.4%, η Ελληνική Λύση με 4.5% και το Μέρα25 με 2.9%
Ενώ με αναγωγή επί των εγκύρων τα ποσοστά διαμορφώνονται ως εξής:
Νέα παρουσίαση εμπλουτισμένη με νέα στοιχεία:
Με σταθερά διψήφιο ποσοστό και μετά τις δύσκολες καμπές που είχε η κυβέρνηση με τις πυρκαγιές του Αυγούστου και τον ανασχηματισμό εξακολουθεί να προηγείται η Ν.Δ. του ΣΥΡΙΖΑ, όπως καταγράφει η μεγάλη έρευνα κοινής γνώμης της εταιρείας Marc για το «protothema.gr». Η διαφορά μειώθηκε μεν σε σχέση με την προηγούμενη δημοσκόπηση (η Ν.Δ. έπεσε 3,2 ποσοστιαίες μονάδες), αλλά είναι στο 12% με την αναγωγή στα έγκυρα (11,4% στην πρόθεση ψήφου), ενώ και όλοι οι επιμέρους ποιοτικοί δείκτες δείχνουν «γαλάζια» υπεροχή.
Καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση από τη Ν.Δ. ενός ισχυρού προβαδίσματος, παρά τα όσα έγιναν το καλοκαίρι, δείχνει να διαδραμάτισε η επικράτηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα στη μάχη της ΔΕΘ. Σύμφωνα με τα ευρήματα του γκάλοπ, η αξιοπιστία του κ. Μητσοτάκη παραμένει μεγάλη, ενώ η επιφύλαξη για τον ρεαλισμό και την εφαρμοσιμότητα όσων υπόσχεται ο κ. Τσίπρας είναι έντονη και δεν καταφέρνει να φτάσει ούτε στο εκλογικό ποσοστό του 2019.
Φαίνεται δηλαδή από τα στοιχεία που κατέγραψε η έρευνα ότι το πλήγμα αξιοπιστίας που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ με τη «μνημονιακή αναδίπλωση» του 2015 τον κυνηγάει ακόμα, σε αντίθεση με τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος διατηρεί σε καίριο βαθμό ένα προφίλ πολιτικού με πειστικό και φερέγγυο λόγο.
Είναι ενδεικτικό για τη «γαλάζια» έκβαση που είχε η ιδιότυπη αναμέτρηση των δύο αρχηγών στη ΔΕΘ ότι η ικανοποίηση από τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού έφτασε στο 40% («ναι» 18,3% και «μάλλον ναι» 21,7%), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πρόγραμμα που παρουσίασε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έφτασεστο 28,6% («ναι» 13,4% και «μάλλον ναι» 15,2%). Οι εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη δεν ικανοποίησαν το 49,8%, ενώ οι αρνητικές γνώμες για τα όσα είπε ο κ. Τσίπρας είναι 52,5%.
Το πρόβλημα της αξιοπιστίας για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι γενικότερο.
Μόλις το 20,9% («ναι» 10,1%, «μάλλον ναι» 10,8%) περιμένει ότι θα εφαρμόσει το πολιτικό του πρόγραμμα σε περίπτωση νίκης στις εκλογές, ενώ το 62,6% («όχι» 49,8% και «μάλλον όχι» 12,8%) δεν το πιστεύει!
Στην παρόμοια ερώτηση «Μεταξύ των εξαγγελιών Μητσοτάκη και Τσίπρα, ποιες θεωρείτε ότι είναι πιο ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες;» το 41% λέει του πρωθυπουργού (λίγο πάνω από το εκλογικό ποσοστό του 2019), ενώ του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης απαντά μόλις το 24,4%.
Οι συσχετισμοί και η διαφορά
Στην πρόθεση ψήφου η Ν.Δ. είναι στο 34,4% (έναντι 37,6% τον Ιούνιο), με τον ΣΥΡΙΖΑ να τσιμπάει σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες και να φτάνει στο 23% (από 21,2%). Στην αναγωγή επί των εγκύρων η διαφορά αυτή του 11,4% φτάνει στις 12 μονάδες, καθώς η Ν.Δ. έχει 36,1% έναντι 24,1% του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ότι εξακολουθεί η διαφορά να είναι διψήφια είναι θετικό για τη Ν.Δ. Ωστόσο το γεγονός ότι μέσα σε τρεις μήνες χάθηκε σχεδόν το 30% της απόστασης που είχε από τον ΣΥΡΙΖΑ θέτει το ερώτημα αν αυτή η τάση θα σταματήσει εδώ ή θα έχει συνέχεια.
Σχετική κάμψη είχε η κυβέρνηση και στο μέσον του τρίτου κύματος της πανδημίας, την περασμένη άνοιξη, αλλά ανέκαμψε μάλλον γρήγορα. Απομένει να φανεί αν κάτι τέτοιο θα συμβεί ξανά ή θα συρρικνωθεί κι άλλο η διαφορά.
Το ΚΙΝ.ΑΛ. παραμένει στη ρηχή ζώνη, πολεμώντας να διατηρήσει έστω αυτά τα χαμηλά ποσοστά, αφού βρίσκεται στο 6%, έναντι 6,4% τον Ιούνιο. Με την αναγωγή φτάνει στο 6,3%. Και πάλι αρκετά πιο χαμηλά - ποσοστιαία χάνει έτσι περίπου το 1/4 της εκλογικής του δύναμης το 2019, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για το πόσο θα αντέξει σε τυχόν επαναληπτικές εκλογές με ενισχυμένη αναλογική και υπό το πιεστικό δίλημμα περί αυτοδυναμίας ή ακυβερνησίας.
Το ΚΚΕ είναι στο 5,4% (από 5,5%) και με την αναγωγή έχει 5,7%. Η Ελληνική Λύση σημειώνει άνοδο στο 4,5% έναντι 3,5% που είχε πριν από τρεις μήνες (εκμεταλλευόμενη προφανώς το αντεμβολιαστικό κίνημα), ενώ σκαρφαλώνει και στο 4,7% με την αναγωγή επί των εγκύρων. Αναλογικά σημειώνει σημαντική αύξηση και απομένει να φανεί αν πρόκειται για συγκυριακή τάση λόγω της έξαρσης των αντιδράσεων ή για ένα πιο μόνιμο φαινόμενο.
Το ΜέΡΑ25 είναι στο 2,9% από 3% που κατέγραφε στις αρχές του καλοκαιριού, ποσοστό στο οποίο φτάνει τώρα με την αναγωγή. «Αλλο κόμμα» δηλώνει ότι θα ψηφίσει το 5,3%, ενώ σταθερά υψηλό είναι το ποσοστό των αναποφάσιστων, που φτάνουν στο 13,8% από 12,9% - με την αναγωγή είναι στο 14,4%. Η διακύμανση στην καταγραφή της πρόθεσης ψήφου διαχρονικά έχει ενδιαφέρον, καθώς η Ν.Δ. είναι στη χαμηλότερη επίδοση που είχε από το 2019, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να φτάσει στα δικά του υψηλότερα επίπεδα.
Πάντως, στην παράσταση νίκης και στο ερώτημα «Ανεξάρτητα του τι θα ψηφίσετε, αν είχαμε την επόμενη Κυριακή εκλογές, ποιο κόμμα πιστεύετε ότι θα τις κέρδιζε;» η διαφορά είναι συντριπτική υπέρ της Ν.Δ., την επικράτηση της οποίας πιστεύει το 70,4% έναντι 16,7% που εκτιμά ότι θα κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ!
Ακόμα και οι μισοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ (50,8%) θεωρούν ότι τις εκλογές θα τις κερδίσει η Ν.Δ.
Σταθερά υπερέχει ο κ. Μητσοτάκης και ως «καλύτερος πρωθυπουργός», με το 49,3% να δηλώνει υπέρ του έναντι 32,3% που θεωρεί τον κ. Τσίπρα πιο κατάλληλο. Το εύρημα αυτό, πάντως, είναι ίσως από τα πιο ενθαρρυντικά του γκάλοπ για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού η επίδοσή του σημειώνει άλμα 6,5 μονάδων (από 25,8%), μειώνοντας τη διαφορά από τον κ. Μητσοτάκη κατά 10,6% - ο πρωθυπουργός είχε στην προηγούμενη μέτρηση 53,4%. Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι αφενός από τα ελάχιστα που κυμαίνονται στην εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και αφετέρου επιβεβαιώνει όσους υποστηρίζουν ότι η όποια ανάκαμψη μπορεί να γίνει μέσω της επιστροφής και της ισχυροποίησης του ηγετικού προφίλ του κ. Τσίπρα.
.Από την άλλη ο κ. Μητσοτάκης διατηρεί τον αέρα μιας προσωπικής αποδοχής από το εκλογικό σώμα, που υπερβαίνει τα ποσοστά της κυβέρνησής του, κάτι που σημαίνει ότι και εκείνος αποτελεί το δυνατό χαρτί για την παράταξή του.
Στις δημοτικότητες ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει 48,6%, ο Δημήτρης Κουτσούμπας 35,7%, ο Αλέξης Τσίπρας 34,5%, η Φώφη Γεννηματά 30,1%, ο Γιάνης Βαρουφάκης 26% και ο Κυριάκος Βελόπουλος 17,5%. Πιο ικανή μια κυβέρνηση Ν.Δ. Με έντονη κάποιες στιγμές την κριτική που δέχτηκε η κυβέρνηση για τη διαχειριστική της ικανότητα και την αποτελεσματικότητα του «επιτελικού κράτους», έχει ιδιαίτερα ενδιαφέρον το κομμάτι της έρευνας για το πώς συγκρίνουν οι πολίτες τα δύο κόμματα στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων.
Στο ερώτημα για το ποια κυβέρνηση μπορεί να χειριστεί τα κρίσιμα προβλήματα της χώρας, η Ν.Δ. διατηρεί διαφορές από τον ΣΥΡΙΖΑ, που κυμαίνονται από 10 έως 24 μονάδες, σημειώνοντας ιδιαίτερη ανθεκτικότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να εκμεταλλεύεται μόνο κάποιες αδυναμίες της κυβέρνησης, σημειώνει δε μάλλον απροσδόκητα υψηλή επίδοση ως προς την επιρροή του στη μεσαία τάξη, εκεί που έχει στηθεί το κεντρικό θέατρο πολιτικών μαχών.
Κατ’ αρχάς, στο ερώτημα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας η Ν.Δ. θεωρείται πιο ικανή από το 48,3%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ από το 24,1%, διαφορά μάλλον αναμενόμενη, με δεδομένο ότι η κυβέρνηση ρίχνει όλο το βάρος της στο αναπτυξιακό στοίχημα. Για τη στήριξη της μεσαίας τάξης η Ν.Δ. έχει τη θετική άποψη από το 42,3% και ο ΣΥΡΙΖΑ το 32,8%. Οι συσχετισμοί εδώ δεν είναι τόσο αρνητικοί εδώ για τον ΣΥΡΙΖΑ, πιθανόν επειδή ο κ. Τσίπρας επιχειρεί εδώ και καιρό να κάνει ανοίγματα προς τα μεσαία στρώματα που πιέστηκαν από την υπερφορολόγηση του 2015-2019.
Για το περιβάλλον και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής η Ν.Δ. θεωρείται ικανή από το 38,1% - είναι το μόνο ποσοστό που βρίσκεται έστω και ελαφρά κάτω από την εκλογική επίδοση της Ν.Δ. το 2019, προφανώς εξαιτίας των όσων έγιναν το καλοκαίρι με τις πυρκαγιές. Εως ότου δείξει ικανότητα στην αντιμετώπιση των «χειμωνιάτικων» απειλών, το στοιχείο αυτό θα είναι μάλλον υπό στενή παρακολούθηση από το Μαξίμου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει ποσοστό θετικής γνώμης 28,1%, επίδοση ούτε καλή, ούτε άσχημη και πάντως πάνω από τον πήχη του 24%, γύρω από τον οποίο κινείται στα περισσότερα θέματα.
Για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης η Ν.Δ. έχει ποσοστό 48,3%, καθώς οι πολίτες θεωρούν ότι χειρίζεται καλά την πανδημία, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται στο 26,1%, παρότι από το δεύτερο κύμα και μετά η κριτική που ασκεί στην κυβέρνηση είναι σκληρή.
Στη συνολική αξιολόγηση της κυβέρνησης αυτά τα δύο χρόνια, «θετικά και μάλλον θετικά» απαντά το 46,9%, ενώ «αρνητικά και μάλλον αρνητικά» το 52,6%.
Διαχρονικά είναι η χαμηλότερη επίδοση για την κυβέρνηση, που είχε στην προηγούμενη μέτρηση 55,2% θετικών γνωμών. Παραμένει, πάντως, πολύ πάνω από το εκλογικό ποσοστό του Ιουνίου, ενώ στα αξιοσημείωτα είναι ότι δύο στους τρεις ψηφοφόρους του ΚΙΝ.ΑΛ. κρίνει θετικά το κυβερνητικό έργο, επιβεβαιώνοντας γιατί ενδιαφέρεται έντονα ο Κυριάκος Μητσοτάκης για το Κέντρο.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να έχει τεράστιο πρόβλημα με την αποδοχή της αντιπολιτευτικής του τακτικής αυτή τη διετία. Μια τακτική που συγκινεί και εγκρίνεται μόλις από το 23,2% («θετικά» 6,9%, «μάλλον θετικά» 16,3%).
Αντιθέτως, το 75,8% απαντά «αρνητικά και μάλλον αρνητικά», με τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα να την απορρίπτουν σε ποσοστά 50,5%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου