Όταν κοιτάς έξω από ένα παράθυρο, είναι εύκολο να ξεγελαστείς από την αντανάκλασή σου, και να δεις τον εαυτό σου αντί για τον έξω κόσμο.
Αυτό φαίνεται να συμβαίνει όταν οι Αμερικανοί σχολιαστές, που είναι επηρεασμένοι από την δημοσιονομική κατάσταση της δικής τους χώρας, κοιτάζουν την Ελλάδα.
Για παράδειγμα ο Joseph Stiglitz θεωρεί την λιτότητα στην Ελλάδα ως ζήτημα ιδεολογικής επιλογής ή κακών οικονομικών, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Αυτό φαίνεται να συμβαίνει όταν οι Αμερικανοί σχολιαστές, που είναι επηρεασμένοι από την δημοσιονομική κατάσταση της δικής τους χώρας, κοιτάζουν την Ελλάδα.
Για παράδειγμα ο Joseph Stiglitz θεωρεί την λιτότητα στην Ελλάδα ως ζήτημα ιδεολογικής επιλογής ή κακών οικονομικών, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, όσοι υποστηρίζουν τη λιτότητα είναι εμμονικοί, ενώ υπάρχουν πιο...
ήπιες και πιο φιλικές εναλλακτικές λύσεις.
Γιατί λοιπόν να ψηφίζεις υπέρ της λιτότητας, όταν υπάρχουν κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι ΠΟΝΤΕΜΟΣ στην Ισπανία που προσφέρουν μια πιο ανώδυνη πορεία;
Το ερώτημα αυτό καθρεφτίζει μια αξιοθρήνητη τάση να συγχέονται δυο διαφορετικές περιπτώσεις. Στην Αμερική, το μεγάλο ζήτημα ήταν αν μια κυβέρνηση που μπορούσε να δανείζεται με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, εν μέσω ύφεσης, θα έπρεπε να το κάνει.
Αντίθετα, η Ελλάδα συσσώρευσε ένα τρομακτικό δημοσιονομικό και εξωτερικό χρέος σε εποχές άνθησης, μέχρι που οι αγορές είπαν «όχι άλλο», το 2009. Στη συνέχεια προσφέρθηκαν στην Ελλάδα τεράστια επιδοτούμενα ποσά προκειμένου να μπορέσει να μειώσει σταδιακά τις υπερβολικές της δαπάνες.
Σήμερα, μετά από τόση ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια γενναιοδωρία, ο Stiglitzκαι άλλοι οικονομολόγοι, επιχειρηματολογούν πως το χρέος της Ελλάδας θα πρέπει να διαγραφεί έτσι ώστε να γίνονται κι άλλες δαπάνες.
Η αλήθεια όμως είναι ότι στη περίπτωση της Ελλάδας η ύφεση δεν έχει σχέση με το τεράστιο χρέος της.
Μέχρι το 2014 η χώρα δεν πλήρωνε ούτε ένα ευρώ σε τόκους. Δανείζονταν αρκετά από θεσμικές πηγές με επιδοτούμενα σπρεντς για να αποπληρώνει το 100% των τόκων, και λίγο παραπάνω. Αυτή η κατάσταση υποτίθεται ότι άλλαξε κάπως το 2014, την πρώτη δηλαδή χρονιά που η Αθήνα συνεισέφερε ελαφρώς στην εξόφληση των τόκων, έχοντας πετύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 0.8% του ΑΕΠ (ή 0.5% του χρέους της που είναι στο 170% του ΑΕΠ).
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική μιας αλήθειας της μακροοικονομικής πολιτικής, που συχνά την παραβλέπουμε. Ο κόσμος δεν κυριαρχείται από οπαδούς της λιτότητας, αντιθέτως τα περισσότερα κράτη παρουσιάζουν πρόβλημα στον ισοσκελισμό των λογιστικών τους βιβλίων.
Πρόσφατες εξελίξεις στην συμπεριφορά των οικονομικών μας δείχνουν ότι όλοι ανεξαιρέτως έχουμε μεγάλο πρόβλημα στον αυτοέλεγχο.
Η θεωρία των παιγνίων εξηγεί το γιατί δρούμε όλο και πιο ανεύθυνα όταν παίρνουμε ομαδικές αποφάσεις. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα, όπως και οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, είναι οι ακούσιες συνέπειες δράσεων ανθρώπων που είχαν άλλα κατά νου.
Η παντελής απουσία δημοσιονομικού ελέγχου είναι αυτό που εξ αρχής προκάλεσε το πρόβλημα στην Ελλάδα.
Έτσι, το πρόβλημα δεν είναι ότι δοκιμάστηκε και απέτυχε η λιτότητα στη χώρα. Το πρόβλημα είναι ότι παρά την άνευ προηγουμένου διεθνή γενναιοδωρία, η δημοσιονομική πολιτική της Αθήνας ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη και έχρηζε σημαντικών προσαρμογών.
Οι μη επαρκείς δαπάνες δεν ήταν ποτέ θέμα. Από το 1998 ως το 2007 η ετήσια κατά κεφαλή ανάπτυξη του ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο 3.8%, δηλαδή η δεύτερη μεγαλύτερη της δυτικής Ευρώπης, μετά την Ιρλανδία.
Το 2007 όμως η Ελλάδα έφτασε σε σημείο να δαπανά περισσότερο από το 14% του ΑΕΠ της, παραπάνω απ όσο παρήγαγε, το μεγαλύτερο δηλαδή δημοσιονομικό κενό της Ευρώπης, διπλάσιο της Ισπανίας, και 55% μεγαλύτερο της Ιρλανδίας.
Στην Ισπανία και στην Ιρλανδία όμως, το κενό αυτό αντανακλούσε μια άνθηση στις κατασκευές. Το ευρώ είχε δώσει πρόσβαση σε φθηνά στεγαστικά δάνεια σε περισσότερο κόσμο. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, το κενό αυτό ήταν κυρίως δημοσιονομικό και χρησιμοποιήθηκε για καταναλωτικά προϊόντα και όχι για επενδύσεις.
Οι μη βιώσιμες πορείες ανάπτυξης συχνά καταλήγουν σε αιφνιδιαστικές διακοπές εισροών κεφαλαίων, αναγκάζοντας τα κράτη να ευθυγραμμίσουν τις δαπάνες τους με την παραγωγή. Στην Ελλάδα όμως, η μεγαλειώδης γενναιοδωρία των δανειστών της έκανε την προσαρμογή πιο αργή απ ότι π.χ. στην Ιρλανδία ή στη Λετονία. Μάλιστα, ακόμη και μετά από το ελληνικό κραχ, η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε περισσότερο σε κατά κεφαλή επίπεδο από το 1998 και μετά, σε σχέση με την Κύπρο, τη Δανία, την Ιταλία, και την Πορτογαλία.
Οι ξαφνικές αυτές διακοπές εισροής κεφαλαίων είναι πάντα οδυνηρές. Η οικονομική επιστήμη δεν έχει ακόμη ανακαλύψει κάποια θεραπεία τους. Ένας όμως τρόπος για να ελαχιστοποιηθεί ο πόνος είναι να περικοπούν οι δαπάνες χωρίς να μειωθεί η παραγωγή, κάτι που απαιτεί να πωλούνται σε τρίτους όσα οι ντόπιοι δεν μπορούν πλέον να αγοράζουν.
Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα δεν δώσει ώθηση στις εξαγωγές της, οι περικοπές δαπανών απλά θα μεγεθύνουν την απώλεια παραγωγικότητας με τον ίδιο τρόπο που οι κεϋνσιανοί πολλαπλασιαστές μεγέθυναν τα κέρδη της μέσω του δανεισμού.
Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο ότι η Ελλάδα παράγει πολύ λίγα από τα πράγματα που ο κόσμος θέλει να αγοράσει. Οι εξαγωγές της απαρτίζονται κυρίως από φρούτα, ελαιόλαδο, ακατέργαστο βαμβάκι, καπνό, και λίγα επεξεργασμένα πετρελαϊκά προϊόντα. Η Γερμανία, που πολλοί λένε ότι θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερα, εισάγει μόλις το 0.2% των αγαθών της από την Ελλάδα.
Ο τουρισμός είναι μια αναπτυγμένη βιομηχανία, πλην όμως με πολλούς ανταγωνιστές στην περιοχή. Η Ελλάδα δεν κατασκευάζει μηχανήματα, ηλεκτρονικά, ή χημικά προϊόντα. Για κάθε $10 που κυκλοφορούν στην παγκόσμια βιομηχανία της πληροφορικής, στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόλις 0.01$.
Εν ολίγοις, η Ελλάδα ποτέ δεν διέθετε την παραγωγική υποδομή για να δικαιολογηθεί το πόσο πλούσια ήταν. Το εισόδημά της είχε διογκωθεί από δανεικό χρήμα, το οποίο όμως ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για αναβάθμιση της παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με τον Atlas of Economic Complexity, τον οποίο συνέγραψα, το 2008 το χάσμα μεταξύ του εθνικού εισοδήματος της Ελλάδας και των εξαγωγών της ήταν το μεγαλύτερο ανάμεσα σε ένα δείγμα 128 χωρών.
Από τότε, το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης έχει εστιαστεί στο τι θα πρέπει να κάνει η Γερμανία, η ΕΕ, ή το ΔΝΤ. Η ουσία όμως είναι ότι στο φινάλε η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνατότητες, αν θέλει να αναπτυχθεί. Και οι μη εστιασμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις που της έχουν συνταγογραφήσει με το μνημόνιο δεν θα το πετύχουν αυτό.
Η Ελλάδα θα πρέπει να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της στην προσέλκυση διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, κάτι που η Ιρλανδία ήδη πέτυχε.
Δυστυχώς όμως, αυτό δεν είναι κάτι στο οποίο πιστεύουν οι περισσότεροι Έλληνες (και οι Ισπανοί). Μια μεγάλη τους πλειοψηφία ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θέλει να αναδιανείμει τους πόρους σε αυξήσεις μισθών και σε επιδόματα, και ούτε καν αναφέρει τις εξαγωγές στην αναπτυξιακή του στρατηγική.
Καλά θα κάνουν λοιπόν οι Έλληνες να θυμούνται ότι το να τους υποστηρίζει σαν άλλη μαζορέτα ο Stiglitz, ή να τους συμβουλεύουν οι ΠΟΝΤΕΜΟΣ, δεν θα τους σώσει όπως αντίστοιχα δεν σώθηκε από αυτούς η Βενεζουέλα, που σήμερα ζει μια υπερπληθωριστική καταστροφή.
Ricardo Hausmann
Project Syndicate
Απόδοση: S.A.
ήπιες και πιο φιλικές εναλλακτικές λύσεις.
Γιατί λοιπόν να ψηφίζεις υπέρ της λιτότητας, όταν υπάρχουν κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι ΠΟΝΤΕΜΟΣ στην Ισπανία που προσφέρουν μια πιο ανώδυνη πορεία;
Το ερώτημα αυτό καθρεφτίζει μια αξιοθρήνητη τάση να συγχέονται δυο διαφορετικές περιπτώσεις. Στην Αμερική, το μεγάλο ζήτημα ήταν αν μια κυβέρνηση που μπορούσε να δανείζεται με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, εν μέσω ύφεσης, θα έπρεπε να το κάνει.
Αντίθετα, η Ελλάδα συσσώρευσε ένα τρομακτικό δημοσιονομικό και εξωτερικό χρέος σε εποχές άνθησης, μέχρι που οι αγορές είπαν «όχι άλλο», το 2009. Στη συνέχεια προσφέρθηκαν στην Ελλάδα τεράστια επιδοτούμενα ποσά προκειμένου να μπορέσει να μειώσει σταδιακά τις υπερβολικές της δαπάνες.
Σήμερα, μετά από τόση ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια γενναιοδωρία, ο Stiglitzκαι άλλοι οικονομολόγοι, επιχειρηματολογούν πως το χρέος της Ελλάδας θα πρέπει να διαγραφεί έτσι ώστε να γίνονται κι άλλες δαπάνες.
Η αλήθεια όμως είναι ότι στη περίπτωση της Ελλάδας η ύφεση δεν έχει σχέση με το τεράστιο χρέος της.
Μέχρι το 2014 η χώρα δεν πλήρωνε ούτε ένα ευρώ σε τόκους. Δανείζονταν αρκετά από θεσμικές πηγές με επιδοτούμενα σπρεντς για να αποπληρώνει το 100% των τόκων, και λίγο παραπάνω. Αυτή η κατάσταση υποτίθεται ότι άλλαξε κάπως το 2014, την πρώτη δηλαδή χρονιά που η Αθήνα συνεισέφερε ελαφρώς στην εξόφληση των τόκων, έχοντας πετύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 0.8% του ΑΕΠ (ή 0.5% του χρέους της που είναι στο 170% του ΑΕΠ).
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική μιας αλήθειας της μακροοικονομικής πολιτικής, που συχνά την παραβλέπουμε. Ο κόσμος δεν κυριαρχείται από οπαδούς της λιτότητας, αντιθέτως τα περισσότερα κράτη παρουσιάζουν πρόβλημα στον ισοσκελισμό των λογιστικών τους βιβλίων.
Πρόσφατες εξελίξεις στην συμπεριφορά των οικονομικών μας δείχνουν ότι όλοι ανεξαιρέτως έχουμε μεγάλο πρόβλημα στον αυτοέλεγχο.
Η θεωρία των παιγνίων εξηγεί το γιατί δρούμε όλο και πιο ανεύθυνα όταν παίρνουμε ομαδικές αποφάσεις. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα, όπως και οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, είναι οι ακούσιες συνέπειες δράσεων ανθρώπων που είχαν άλλα κατά νου.
Η παντελής απουσία δημοσιονομικού ελέγχου είναι αυτό που εξ αρχής προκάλεσε το πρόβλημα στην Ελλάδα.
Έτσι, το πρόβλημα δεν είναι ότι δοκιμάστηκε και απέτυχε η λιτότητα στη χώρα. Το πρόβλημα είναι ότι παρά την άνευ προηγουμένου διεθνή γενναιοδωρία, η δημοσιονομική πολιτική της Αθήνας ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη και έχρηζε σημαντικών προσαρμογών.
Οι μη επαρκείς δαπάνες δεν ήταν ποτέ θέμα. Από το 1998 ως το 2007 η ετήσια κατά κεφαλή ανάπτυξη του ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο 3.8%, δηλαδή η δεύτερη μεγαλύτερη της δυτικής Ευρώπης, μετά την Ιρλανδία.
Το 2007 όμως η Ελλάδα έφτασε σε σημείο να δαπανά περισσότερο από το 14% του ΑΕΠ της, παραπάνω απ όσο παρήγαγε, το μεγαλύτερο δηλαδή δημοσιονομικό κενό της Ευρώπης, διπλάσιο της Ισπανίας, και 55% μεγαλύτερο της Ιρλανδίας.
Στην Ισπανία και στην Ιρλανδία όμως, το κενό αυτό αντανακλούσε μια άνθηση στις κατασκευές. Το ευρώ είχε δώσει πρόσβαση σε φθηνά στεγαστικά δάνεια σε περισσότερο κόσμο. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, το κενό αυτό ήταν κυρίως δημοσιονομικό και χρησιμοποιήθηκε για καταναλωτικά προϊόντα και όχι για επενδύσεις.
Οι μη βιώσιμες πορείες ανάπτυξης συχνά καταλήγουν σε αιφνιδιαστικές διακοπές εισροών κεφαλαίων, αναγκάζοντας τα κράτη να ευθυγραμμίσουν τις δαπάνες τους με την παραγωγή. Στην Ελλάδα όμως, η μεγαλειώδης γενναιοδωρία των δανειστών της έκανε την προσαρμογή πιο αργή απ ότι π.χ. στην Ιρλανδία ή στη Λετονία. Μάλιστα, ακόμη και μετά από το ελληνικό κραχ, η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε περισσότερο σε κατά κεφαλή επίπεδο από το 1998 και μετά, σε σχέση με την Κύπρο, τη Δανία, την Ιταλία, και την Πορτογαλία.
Οι ξαφνικές αυτές διακοπές εισροής κεφαλαίων είναι πάντα οδυνηρές. Η οικονομική επιστήμη δεν έχει ακόμη ανακαλύψει κάποια θεραπεία τους. Ένας όμως τρόπος για να ελαχιστοποιηθεί ο πόνος είναι να περικοπούν οι δαπάνες χωρίς να μειωθεί η παραγωγή, κάτι που απαιτεί να πωλούνται σε τρίτους όσα οι ντόπιοι δεν μπορούν πλέον να αγοράζουν.
Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα δεν δώσει ώθηση στις εξαγωγές της, οι περικοπές δαπανών απλά θα μεγεθύνουν την απώλεια παραγωγικότητας με τον ίδιο τρόπο που οι κεϋνσιανοί πολλαπλασιαστές μεγέθυναν τα κέρδη της μέσω του δανεισμού.
Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο ότι η Ελλάδα παράγει πολύ λίγα από τα πράγματα που ο κόσμος θέλει να αγοράσει. Οι εξαγωγές της απαρτίζονται κυρίως από φρούτα, ελαιόλαδο, ακατέργαστο βαμβάκι, καπνό, και λίγα επεξεργασμένα πετρελαϊκά προϊόντα. Η Γερμανία, που πολλοί λένε ότι θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερα, εισάγει μόλις το 0.2% των αγαθών της από την Ελλάδα.
Ο τουρισμός είναι μια αναπτυγμένη βιομηχανία, πλην όμως με πολλούς ανταγωνιστές στην περιοχή. Η Ελλάδα δεν κατασκευάζει μηχανήματα, ηλεκτρονικά, ή χημικά προϊόντα. Για κάθε $10 που κυκλοφορούν στην παγκόσμια βιομηχανία της πληροφορικής, στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόλις 0.01$.
Εν ολίγοις, η Ελλάδα ποτέ δεν διέθετε την παραγωγική υποδομή για να δικαιολογηθεί το πόσο πλούσια ήταν. Το εισόδημά της είχε διογκωθεί από δανεικό χρήμα, το οποίο όμως ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για αναβάθμιση της παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με τον Atlas of Economic Complexity, τον οποίο συνέγραψα, το 2008 το χάσμα μεταξύ του εθνικού εισοδήματος της Ελλάδας και των εξαγωγών της ήταν το μεγαλύτερο ανάμεσα σε ένα δείγμα 128 χωρών.
Από τότε, το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης έχει εστιαστεί στο τι θα πρέπει να κάνει η Γερμανία, η ΕΕ, ή το ΔΝΤ. Η ουσία όμως είναι ότι στο φινάλε η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνατότητες, αν θέλει να αναπτυχθεί. Και οι μη εστιασμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις που της έχουν συνταγογραφήσει με το μνημόνιο δεν θα το πετύχουν αυτό.
Η Ελλάδα θα πρέπει να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της στην προσέλκυση διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, κάτι που η Ιρλανδία ήδη πέτυχε.
Δυστυχώς όμως, αυτό δεν είναι κάτι στο οποίο πιστεύουν οι περισσότεροι Έλληνες (και οι Ισπανοί). Μια μεγάλη τους πλειοψηφία ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θέλει να αναδιανείμει τους πόρους σε αυξήσεις μισθών και σε επιδόματα, και ούτε καν αναφέρει τις εξαγωγές στην αναπτυξιακή του στρατηγική.
Καλά θα κάνουν λοιπόν οι Έλληνες να θυμούνται ότι το να τους υποστηρίζει σαν άλλη μαζορέτα ο Stiglitz, ή να τους συμβουλεύουν οι ΠΟΝΤΕΜΟΣ, δεν θα τους σώσει όπως αντίστοιχα δεν σώθηκε από αυτούς η Βενεζουέλα, που σήμερα ζει μια υπερπληθωριστική καταστροφή.
Ricardo Hausmann
Project Syndicate
Απόδοση: S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου