Τι θα μπορούσε να συμβεί στην παγκόσμια οικονομία αν τα δύο κυρίαρχα νομίσματά της, το δολάριο και το ευρώ [EUR=X] , καταρρεύσουν;
Πόσο πιθανό είναι ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος: «Προτείνεται η έξοδος της χώρας μας από την Eυρωζώνη, ώστε να υποχωρήσουν οι κίνδυνοι διάλυσης και να βρεθεί τρόπος εξισορρόπησης στο νομισματικό σύστημα». |
Είναι γνωστό ότι το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα στηρίζεται σε δύο
νομίσματα, το δολάριο και το ευρώ, τα οποία αντιπροσωπεύουν και το 90%
των αποθεμάτων που διαθέτουν οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις.
Επίσης, τα δύο αυτά νομίσματα καλύπτουν και το 80% της αξίας των Ειδικών
Τραβηκτικών Δικαιωμάτων, ήτοι του ενεργητικού αποθεματικού που
χρησιμοποιείται στις συναλλαγές μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ΔΝΤ και των μελών του.
Επιπλέον, από όλα τα χρεόγραφα που είναι εκφρασμένα σε συνάλλαγμα, το
75% είναι δολάρια και ευρώ.
Τέλος, επισημαίνεται ότι σε αυτά
αντιπροσωπεύεται και το 75% των παγκοσμίων εμπορικών πράξεων σε ξένο
συνάλλαγμα. Συνεπώς, τα δύο αυτά νομίσματα αποτελούν τον κύριο λιπαντή
της διεθνούς οικονομίας, η οποία, χωρίς αυτά, θα ήταν καταδικασμένη σε
κατάρρευση.
Αυτός λοιπόν είναι και ο λόγος που τα προβλήματα τα οποία σήμερα
αντιμετωπίζουν το δολάριο και το ευρώ προκαλούν μεγάλες ανησυχίες και
κλονίζουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών σε βαθμό που διακυβεύεται όλο το
παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Αυτός είναι και ο λόγος που η ελληνική
κρίση χρέους απέκτησε παγκόσμιες διαστάσεις, θεωρούμενη ότι θέτει σε
άμεσο κίνδυνο την επιβίωση της ευρωζώνης και του ενιαίου ευρωπαϊκού
νομίσματος...
Ακόμα χειρότερα, η ελληνική κρίση και οι άστοχοι χειρισμοί που τη
συνόδευσαν έφεραν στην επιφάνεια και όλες τις διαρθρωτικές και θεσμικές
αδυναμίες της ευρωζώνης, η οποία, για ποικίλους λόγους, σήμερα δέχεται
και τις καθημερινές επιθέσεις των αγγλοσαξωνικών μέσων μαζικής
επικοινωνίας.
Η Ευρωζώνη και η Ελλάδα
Πάγια θέση των αγγλοσαξώνων οικονομολόγων, αναλυτών και δημοσιογράφων
είναι η εκτίμηση πως η ευρωζώνη, λόγω αδυναμίας της να τυπώσει χρήμα και
με δεδομένες τις δομικές και λειτουργικές διαφορές μεταξύ Βορρά και
Νότου, είναι καταδικασμένη να γνωρίσει δραματική ύφεση, η οποία θα
συνοδεύεται και από κοινωνικές αναταραχές, απότοκες των πολιτικών
λιτότητας που θα εφαρμόζονται.
Ειδικά για την Ελλάδα, εκφράζεται η άποψη ότι δεν έχει καμία δυνατότητα
να πραγματοποιήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και τούτο διότι το
πολιτικό της σύστημα είναι πελατειακό σε βαθμό τέτοιο που δύσκολα θα
απεξαρτηθεί από τις ολέθριες, όπως προέκυψε, συνήθειές του. Προτείνεται
έτσι η έξοδος της χώρας μας από την ευρωζώνη, ώστε να υποχωρήσουν οι
κίνδυνοι διάλυσης της τελευταίας και να βρεθεί τρόπος εξισορρόπησης στο
παγκόσμιο νομισματικό σύστημα.
Στο επίπεδο αυτό, εξάλλου, ο καθηγητής Οικονομίας και Πολιτικών
Επιστημών στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας, Μπάρυ Έϊτσινγκρην,
στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Foreign Affairs, περιγράφει τί
συνέβη στις κρίσεις του 1930 και του 1970, εκ των οποίων η πρώτη έχει
αρκετές ομοιότητες με τη σημερινή.
Επισημαίνει επίσης ότι έχει κλονιστεί και η εμπιστοσύνη απέναντι στο
δολάριο, γιατί το αμερικανικό νόμισμα είναι αντικείμενο εσωτερικών
πολιτικών παιχνιδιών που κάθε άλλο παρά υπευθυνότητα υποδηλώνουν. Παρόλα
αυτά, η δυνατότητα της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας να ορίζει η
ίδια τη νομισματική της πολιτική και το ύψος των επιτοκίων, προσφέρει
περισσότερη εμπιστοσύνη στους κατόχους αμερικανικών ομολόγων απ' ό,τι τα
ομόλογα σε ευρώ.
Το κινεζικό νόμισμα
Αυτός είναι και ο λόγος που στην παγκόσμια αγορά άνοιξε ο δρόμος για
συναλλαγές σε γουάν, οι οποίες το 2011 έφθασαν τα 220 δισεκατ. δολάρια.
Είναι έτσι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι οι εταιρείες που εξάγουν στην
Κίνα και πληρώνονται σε κινεζικό νόμισμα μπορούν να καταθέτουν τα
σχετικά έσοδά τους στον Χονγκ-Κονγκ.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω κεφάλαια προσφέρονται σε
δανεισμό, με αποτέλεσμα προσφάτως η γνωστή εταιρεία ταχείας εστίασης
«Μακ Ντόναλντς» να προχωρήσει στην έκδοση ομολογιακού δανείου σε γουάν
προκειμένου να χρηματοδοτήσει επενδύσεις της. Την ίδια στιγμή, οι
κινεζικές αρχές ανήγγειλαν περαιτέρω απελευθέρωση των ρυθμίσεων χρήσης
του γουάν, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην
Κίνα.
Στο πλαίσιο αυτό οι Κινέζοι αξιωματούχοι δεν κρύβουν τη φιλοδοξία τους
το 2020 να έχουν μετασχηματίσει τη Σαγκάη σε διεθνές χρηματοοικονομικό
κέντρο. Απομένει, βέβαια, να δει κανείς αν πρόθεση των Κινέζων είναι η
αύξηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή ο ανταγωνισμός με το δολάριο
και το ευρώ -πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να απελευθερώσουν πλήρως
τις εκροές και εισροές κεφαλαίων, υιοθετώντας και ένα σύστημα εύκαμπτων
επιτοκίων. Είναι λοιπόν σαφές ότι η Κίνα θέλει να έχει και αυτή το λόγο
της στα παγκόσμια νομισματικά πράγματα, αλλά για την ώρα στο επίπεδο
αυτό ο ρόλος της είναι ασήμαντος.
Ωστόσο, με κάθε ευκαιρία οι Κινέζοι δεν σταματούν να προτείνουν τη
δημιουργία «ενός νέου, σταθερού και σίγουρου παγκόσμιου νομίσματος, μέσω
του οποίου θα καταστεί εφικτή η αποφυγή μιας καταστροφής που θα
προκαλούσε μία χώρα μόνη της». Συγκεκριμένα, όπως φάνηκε και στο
τελευταίο G20 στο Μεξικό, η Κίνα -και όχι μόνον αυτή- θέτει θέμα ενιαίου
διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, με παράλληλη αναδιάρθρωση και βέβαια
αναβάθμιση για το σκοπό αυτό των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων (SDR)
του ΔΝΤ.
SDR: «Καλάθι» τεσσάρων νομισμάτων
Υπενθυμίζουμε ότι το SDR δεν αποτελεί παρά μία λογιστική μονάδα
χρήματος, ένα «καλάθι» τεσσάρων νομισμάτων. Δημιουργήθηκε το 1969 για να
στηρίξει το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέττον
Γουντς και σήμερα αποτελείται από το αμερικανικό δολάριο, το ευρώ, την
βρετανική στερλίνα [GBP=X]
και το ιαπωνικό γεν. Πριν από την εισαγωγή του κοινού ευρωπαϊκού
νομίσματος, στο «καλάθι» συμπεριλαμβάνονταν το γερμανικό μάρκο και το
γαλλικό φράγκο.
Η σύνθεση του SDR και η «βαρύτητα» κάθε νομίσματος για τον προσδιορισμό
της αξίας του -που υπολογίζεται καθημερινά με βάση τις διακυμάνσεις στις
διεθνείς αγορές συναλλάγματος- αποφασίζεται σε πενταετή βάση από το ΔΣ
του ΔΝΤ με κριτήρια τη σπουδαιότητα του εκάστοτε νομίσματος για την
παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο. Από την 1η Ιανουαρίου 2011,
το αμερικανικό δολάριο παραμένει το σημαντικότερο νόμισμα στο «καλάθι»,
αλλά το σχετικό βάρος του στον καθορισμό του SDR μειώθηκε στο 41,9%, από
44% την περίοδο 2005-2010. Αντίθετα, το ευρώ πέρασε από το 34% στο
37,4%, με αποτέλεσμα τα δύο αυτά νομίσματα να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το
80% των SDR -γεγονός που έχει και πολιτική σημασία.
Η αναγωγή των SDR του ΔΝΤ σε νέο διεθνές αποθεματικό νόμισμα που θα
αντικαταστήσει το δολάριο και το ευρώ προϋποθέτει όχι μόνον μια νέα
κατανομή τους μεταξύ των μελών του Ταμείου, αλλά πρωτίστως αλλαγές στην
ίδια τη σύνθεσή τους. Απολύτως ενδεικτική ως προς αυτό είναι η πρόταση
που διατύπωσε ο Αρκάντι Ντβορκοβιτς, ακαδημαϊκός και οικονομικός
σύμβουλος του Κρεμλίνου, σύμφωνα με την οποία στη νέα τους μορφή τα SDR
θα πρέπει όχι μόνον να συμπεριλαμβάνουν το ρωσικό ρούβλι και το κινεζικό
γουάν, αλλά η αξία τους να προσδιορίζεται κατά ένα μέρος και βάσει των
τιμών του χρυσού ή του ύψους των αποθεμάτων που τηρούνται σε χρυσό ή σε
συνάλλαγμα.
Η επαναφορά του θέματος στην επικαιρότητα δεν αφορά μόνον τη στενή
εξάρτηση των χωρών που διατηρούν συναλλαγματικά αποθέματα σε δολάρια ή
ευρώ, και άρα εξαρτώνται από τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής των
ΗΠΑ και τις δυνατότητες επιβίωσης της ευρωζώνης. Έχει να κάνει κυρίως με
τη διαμόρφωση των μελλοντικών ισορροπιών στο διεθνές οικονομικό
στερέωμα, στους κόλπους του οποίου η Ευρώπη είναι πλέον σοβαρή πηγή
αβεβαιότητας.
Αυτό συμβαίνει γιατί, με αφορμή την ελληνική περίπτωση, αλλά και τη
στάση της Γερμανίας απέναντι στην κρίση, η διεθνής επενδυτική και
χρηματοοικονομική κοινότητα φοβάται ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα μπει σε
υφεσιακό κύκλο διαρκείας. Κατά συνέπεια, η οικονομική στασιμότητα θα
εξελιχθεί και σε χρηματοπιστωτική ύφεση -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη
γηραιά ήπειρο και την κοινωνική της συνοχή.
Ενα διπλό σοβαρό πρόβλημα
Έτσι, μπροστά στην παγκόσμια νομισματική πρόκληση, η Ευρώπη -η οποία
πλέον θεωρείται «προβληματική περιοχή»- βρίσκεται, πέρα από το ελληνικό
δράμα, μπροστά σε ένα διπλό σοβαρό πρόβλημα: την έλλειψη ενός
ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και τη θεσμική αδυναμία τόσο της Ένωσης όσο
και της ευρωζώνης.
Είναι συνεπώς ζωτικό τα δύο αυτά εμπόδια να υπερπηδηθούν, να ξεπεράσουν
το στάδιο της διακυβερνητικής δράσης και να κατευθυνθούν προς τη
δημιουργία μιας συγκροτημένης οικονομικής οντότητας και προς μια κοινή
διακυβέρνηση. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί
ένας κοινοτικός προϋπολογισμός -ή, τουλάχιστον, ένα έμβρυο
προϋπολογισμού, που θα επέτρεπε να δοθεί συλλογική απάντηση στην κάμψη
της οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, θα χρειαζόταν ενίσχυση των
εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ώστε να ελέγχεται η χρήση των χρημάτων των πολιτών της Ένωσης, όπως αυτή θα γίνεται.
Η χρηματοπιστωτική κρίση επέτρεψε να διαφανεί πώς θα λειτουργούσε μία
διακυβέρνηση διά του Eurogroup. Η οικονομική κρίση, όμως, δεν έχει
επιτρέψει μέχρι στιγμής να δοθούν πιο αδρά δείγματα γραφής, που είναι
πλέον το μέγα ζητούμενο.
Πάντως, δεδομένης της κρίσης, υπάρχει η ευκαιρία να γίνει ένα ακόμη βήμα
προς την οικοδόμηση της Ευρώπης και να διαμορφωθεί μία κατάσταση μη
αναστρέψιμη. Ακριβώς αυτό συνέβη στις ΗΠΑ με την κρίση της δεκαετίας του
1930. Με την ευκαιρία εκείνη, και η κεντρική εξουσία ενισχύθηκε
σημαντικά και η Αμερική απέκτησε τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που
μέχρι τότε τής έλειπε. Χάρη δε σε αυτή την πρωτοβουλία τους οι ΗΠΑ
απέκτησαν και την οικονομικο-νομισματική πρωτοκαθεδρία, που σήμερα
αμφισβητείται.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου