Στη συνέντευξη που έδωσε ο πρωθυπουργός στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της προηγούμενης Κυριακής στο ερώτημα ως προς την αντισυνταγματικότητα των μέτρων που λαμβάνει η κυβέρνησή του, απάντησε με τη φράση:
«Δεν είναι προφανές για ποιο λόγο το δικό μας Σύνταγμα θα μπορούσε να εμποδίζει κάτι πολύ λογικό, το οποίο ισχύει σε πολλές άλλες χώρες»!
Ως προς το πρώτο μέρος της φράσης, οφείλω να σημειώσω ότι είναι άλλο πράγμα αν ένας πολιτικός αποδέχεται ως προφανή μια συνταγματική πρόβλεψη και άλλο η υποχρέωσή του να κινείται στη βάση της όποιας συνταγματικής δέσμευσης, έστω και αν δεν τον ικανοποιεί.
Στο δεύτερο μέρος της φράσης του πρωθυπουργού, εκτιμάται, ότι ακόμα και αν υπάρχει πρόβλημα ως προς τη συνταγματικότητα μιας πτυχής του νομοθετικού έργου, αυτό δεν δεσμεύει την κυβέρνηση, απλά το λαμβάνει υπόψη.
Και αυτό, διότι, υποστήριξε, προηγείται η λογική.
Η φράση αυτή μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί. Οτι, δηλαδή, το Σύνταγμα ισχύει στο βαθμό που ...
ανταποκρίνεται στην «αίσθηση αποστολής» της κυβέρνησης και στις επιλογές της τρόικας, ειδικότερα του μνημονίου.Με αυτό τον τρόπο, όμως, η κυβέρνηση μετατρέπεται από προασπιστής του καταστατικού χάρτη της χώρας σε θεσμό που νομίζει ότι δικαιούται να κάνει επιλογές και διεθνείς συμφωνίες ενάντια στο γράμμα του Συντάγματος.
Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να θυμηθεί (κάτι που μάλλον το ξέχασε στις «διαπραγματεύσεις»), επί παραδείγματι, ότι το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αποφασίσει δεσμευτικά ότι δεν ισχύει οποιαδήποτε υπερεθνική και ευρωπαϊκή συμφωνία εφόσον δεν ανταποκρίνεται στις υφιστάμενες προβλέψεις ενός εθνικού συντάγματος. Ανάλογα, η Ελλάδα δεν μπορεί να υιοθετεί απαιτήσεις της Γερμανίας που έχουν κριθεί σε δικαστήρια της τελευταίας ως απαράδεκτες. Γι’ αυτό, το ορθό είναι, αν η κυβέρνηση νιώθει ότι παρεμποδίζεται στο έργο της από το Σύνταγμα, να το θέσει στη διαδικασία αναθεώρησης. Αυτός είναι ο κανόνας και η απαίτηση σε ένα Κράτος Δικαίου που διασφαλίζει τη σταθερότητα και την ασφάλεια δικαίου των πολιτών. Μέχρι τότε οφείλει να το σέβεται.
Στο τρίτο μέρος της φράσης, ο πρωθυπουργός εκφράζει την πεποίθηση ότι η πολιτική του δεν δεσμεύεται αναγκαστικά από το Σύνταγμα, εφόσον άλλα συντάγματα έχουν διαφορετικές, πιο επιθυμητές προβλέψεις και επιτρέπουν, κατά προέκταση, τέτοιου τύπου συμφωνηθείσες υποχωρήσεις όπως έκανε η ελληνική κυβέρνηση στο μνημόνιο.
Ενα σύνταγμα, όπως και ένα νομικό καθεστώς, εκφράζει κοινωνικούς συσχετισμούς, κοινωνικές επιθυμίες και στόχους, αξίες και αρχές.
Ουδείς μπορεί να επιβάλει σε ένα εθνικό κράτος να αντιστοιχεί το Σύνταγμά του με προβλέψεις άλλων συνταγμάτων.
Το ελληνικό σύνταγμα στηρίζεται στην εμπειρία του ανώμαλου κοινοβουλευτικού καθεστώτος της δεκαετίας του εξήντα και της χούντας.
Οι προβλέψεις του συνδέονται και απορρέουν απ’ αυτές τις εμπειρίες. Εμπειρίες διαφορετικές από άλλων κρατών τα οποία δεν γνώρισαν αντίστοιχες καταστάσεις.
Αυτή η διαφορετικότητα δεν καθιστά το ελληνικό Σύνταγμα λιγότερο ισχυρό, λιγότερο λογικό, λιγότερο προφανές στις προβλέψεις του από εκείνες των συνταγμάτων τρίτων κρατών. Αντίθετα, υποχρεώνει τον καθένα μας, να μην παραβλέπει την ιστορική πείρα αυτού του τόπου.
Τότε που η παραβίαση των δημοκρατικών κανόνων ήταν σχετικά εύκολη στο όνομα διάφορων «λογικών προφάσεων». Καθώς και το γεγονός, ότι κάθε πολιτική νομιμοποιείται από τους εκλογείς και την έννομη δημοκρατική τάξη. Διαφορετικά η ζούγκλα περιμένει τόσο εμάς όσο και τους κυβερνώντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου