Όταν η Angela Merkel εξελέγη καγκελάριος το Νοέμβριο του 2005, οι εξ ανατολών γείτονες της Γερμανίας ανυπομονούσαν.
Η κόρη του πάστορα, που μεγάλωσε στην ανατολική Γερμανία, είχε υποσχεθεί να τερματίσει τους «εναγκαλισμούς» του προκατόχου της Gerhard Schröder με τη Ρωσία, και να επικεντρωθεί κυρίως στη προώθηση των συμφερόντων της κεντρικής Ευρώπης, τουλάχιστον όσον αφορά στη γερμανική εξωτερική πολιτική.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, και ενώ η Merkel είναι έτοιμη να αναλάβει για δεύτερη φορά τη θητεία της καγκελαρίου, οι σχέσεις της χώρας της με τη Ρωσία είναι τόσο στενές, που ούτε ο «ρωσόφιλος» προκάτοχός της θα φανταζόταν ότι είναι δυνατόν.
Μέσα στον τρέχοντα μήνα, μια Ρωσο-Καναδική κοινοπραξία, συμφώνησε να εξαγοράσει το πλειοψηφικό πακέτο της αυτοκινητοβιομηχανίας Opel, που ανήκε στην αμερικανική General Motors, με τη γερμανική κυβέρνηση να στηρίζει τη συμφωνία, προσφέροντας ούτε λίγο ούτε πολύ, $6.8 δις. σε δάνεια και εγγυήσεις.
Τον Αύγουστο που μας πέρασε, τα διψασμένα για ρευστό ναυπηγεία Wadan της βόρειας Γερμανίας, κοντά στη περιοχή όπου η Merkel εκλέγεται βουλευτής, πουλήθηκαν στον Ρώσο Igor Yusufov, πρώην υπουργό Ενέργειας. Σε συνάντηση που η Γερμανίδα είχε με τον πρόεδρο της Ρωσίας Dmitry Medvedev, οι δυο ηγέτες εξέφρασαν τη στήριξή τους στην εν λόγω εξαγορά.
Τέλος, ο κολοσσός που ακούει στο όνομα Siemens, ακύρωσε μια κοινή με τους Γάλλους πυρηνική επιχειρηματική προσπάθεια, προτιμώντας να συμπράξει με τη ρωσική Rosatom. Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις των Opel και Wadan, έτσι και αυτή η συμφωνία, έτυχε μεγάλης πολιτικής υποστήριξης από το Βερολίνο και τη Μόσχα.
Οι παραπάνω περιπτώσεις φρενήρους οικονομικής συνεργασίας με τους Ρώσους, έχουν προκαλέσει έντονο σκεπτικισμό τόσο στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στη Ουάσιγκτον, όσο και στη Βαρσοβία, στη Πράγα και στο Κίεβο.
Και καθώς το φιλορωσικό κόμμα SPD, δίνει τη θέση του στο φιλοατλαντικό FDP στη πολιτική συμμαχία που θα κυβερνά εφεξής τη Γερμανία, πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται, αν θα ξεκινήσει επιτέλους και η αποστασιοποίηση από την ανατολή, την οποία είχε υποσχεθεί η Merkel το 2005.
Αν πιστέψουμε τον δεύτερο τη τάξει αρχηγό του SPD, «Η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει να στηρίζει τη πολιτική της στήριξης των επιχειρήσεων, και οι επιχειρήσεις στηρίζουν τις σχέσεις με τη Ρωσία».
Όσον αφορά στο FDP, του οποίου ο ηγέτης θα αναλάβει και το υπουργείο Εξωτερικών, ο ειδικός επί διεθνών θεμάτων του κόμματος Werner Hoyer δηλώνει με έμφαση: «το κόμμα μας θέλει να οργανώσει τη σταθερότητα στην Ευρώπη σε συνεργασία με τη Ρωσία και όχι εναντίον της…».
Έτσι λοιπόν, και όπως φαίνεται, η συμμετοχή του FDP στον κυβερνητικό συνασπισμό, δεν πρόκειται να αλλάξει κατά πολύ τη φιλορωσική κατεύθυνση που έχει πάρει η Γερμανία.
Η Γερμανίδα καγκελάριος δεν έχει διστάσει να ασκήσει κριτική όσον αφορά στις ανεξιχνίαστες δολοφονίες δημοσιογράφων και ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έχουν γίνει στη Ρωσία.
Όταν μάλιστα το Κρεμλίνο έσπευσε να αναγνωρίσει τις αποσκιρθείσες από τη Γεωργία περιοχές της νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας, η Merkel έσπευσε να χαρακτηρίσει τη κίνηση ως «απολύτως απαράδεκτη».
Όπως αναφέρει ένα στενός της συνεργάτης, η καγκελάριος είναι πολύ πιο σκληρή από τον Schröder, σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνούς ασφάλειας.
Από τη πλευρά του, ο Πούτιν έκανε τα δικά του. Στις πρώτες μεταξύ τους συναντήσεις, ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας αργοπορούσε συστηματικά, και συχνά εμφανιζόταν στα ραντεβού με το Λαμπραντόρ του, μια κίνηση που είχε ως σκοπό τον «εκφοβισμό» της Γερμανίδας πολιτικού που είναι γνωστή για τη κυνοφοβία της.
Παρόλα αυτά, η Merkel συνεχίζει τη πολιτική της «στρατηγικής συνεργασίας» με τη Ρωσία, που πρώτος άρχισε ο Schröder.
Σε ιδιωτικές της συνομιλίες, κατηγορεί την Ουκρανία για τη διαφωνία της με τη Gazprom, και στη διάρκεια του πολέμου της Ρωσίας με τη Γεωργία, η Γερμανίδα ηγέτιδα επέμενε στο να μην απομονωθεί η Μόσχα.
Η περσινή εκλογή του Medvedev στη προεδρία και του Πούτιν στη πρωθυπουργία, βοήθησε την Merkel στη πολιτική της προσεκτικής προσέγγισης που ακολουθεί αναφορικά με τη Ρωσία.
Όπως λέει ο Henning Schröder του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Θεμάτων Ασφάλειας,
«Η Merkel δεν είναι αφελής περί του Medvedev, γνωρίζει πως αυτός και ο Πούτιν πάνε πακέτο. Της είναι όμως πιο ευχάριστος για συνεργασία και συνεπώς πιο εύκολος για να πλασαριστεί στα γερμανικά ΜΜΕ…».
Στις δημόσιες τοποθετήσεις της, η Merkel δικαιολογεί τη στάση της, υπενθυμίζοντας συνεχώς, πως κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν το πλανήτη, κλιματικές αλλαγές, πυρηνικό Ιράν κλπ, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ερήμην της Ρωσίας. Η Μόσχα, επιμένει, είναι απαραίτητη για την ασφάλεια της Ευρώπης.
Υπάρχουν όμως και άλλα πιο ισχυρά, και ίσως πιο πεζά κίνητρα για τη στενή συνεργασία που το Βερολίνο επιδιώκει με τους Ρώσους.
Οι οικονομίες των δυο χωρών είναι στενά συνδεδεμένες. Η Γερμανία προμηθεύεται το 45% του φυσικού της αερίου και το 34% του πετρελαίου της από τη Ρωσία. Η δε Ρωσία δεν έχει άλλη αγορά για τους φυσικούς της πόρους από αυτήν της Ευρώπης.
Αυτή η αμοιβαία αλληλοεξάρτηση είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των δύο. Οι οικονομικοί τους δεσμοί χάνονται στα βάθη του χρόνου, επί τσαρισμού.
Ακόμη και στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, με τα πολιτικά πάθη στα ύψη, οι εμπορικές συνεργασίες μεταξύ τους υπήρχαν και αναπτύσσονταν. Όλα αυτά αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο τα τελευταία χρόνια.
Οι περσινές εξαγωγές της Γερμανίας προς τη Ρωσία ανήλθαν σε 32 δισ. Ευρώ, ενώ οι εισαγωγές από τη Ρωσία, κυρίως ενέργεια, έφτασαν τα 36 δισ. Ε.
Η Γερμανία αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τις ρωσικές εξαγωγές, ενώ η Ρωσία είναι η πλέον αναπτυσσόμενη αγορά για τις αντίστοιχες γερμανικές, με μια αύξηση της τάξης του 20% κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η Porsche πούλησε τον περασμένο χρόνο, περισσότερα αυτοκίνητα στη Ρωσία απ`ότι στις ΗΠΑ. Η Volkswagen πάλι, αποτελεί τον μεγαλύτερο βιομηχανικό επενδυτή στη Ρωσία, ενώ ο ενεργειακός όμιλος Eon, είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής σε θέματα ενέργειας.
Όσον αφορά στον ανατολικό τομέα του γερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, η Γερμανία διαθέτει το πλέον φιλορωσικό λόμπυ στο δυτικό κόσμο. Πέρα από τη πολιτική του δραστηριοποίηση, το Επιμελητήριο εκπαιδεύει Ρώσους μηχανικούς και μάνατζερ, και χρηματοδοτεί προγράμματα ανταλλαγής νέων ανθρώπων. Όπως αναφέρει ο Klaus Mangold που είναι πρόεδρος του Επιμελητηρίου και επίτιμος πρόξενος της Ρωσίας στο αναπτυγμένο βιομηχανικά Baden-Württemberg, «Η εμπλοκή μας είναι μακροχρόνια, και σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από ότι γίνεται στην Αγγλία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ ή στην Ιταλία». Το πρώην στέλεχος της Daimler, είναι φανατικός υποστηρικτής των δεσμών με τη Ρωσία καθώς και της αμφιλεγόμενης συναλλαγής της Opel. Όπως λέει, «Η ρωσική βιομηχανία είναι 20 χρόνια πίσω από τη δυτική Ευρώπη. Πως θα μας φτάσουν αν δεν υπάρξει μεταφορά τεχνολογίας; Δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Όλες αυτές οι συμφωνίες θα συμβούν και σε άλλους τομείς».
Αυτή η μεταφορά τεχνολογίας είναι και η ουσία της όλης εμπορικής συμφωνίας, δια της οποίας οι Ρώσοι αποκτούν τη τεχνολογία που χρειάζονται για να εκσυγχρονιστεί η βιομηχανία τους, ενώ οι πανίσχυροι Γερμανοί εξαγωγείς αποκτούν απεριόριστη πρόσβαση σε μια αγορά 140 εκατομμυρίων ανθρώπων. «Η Ρωσία αποτελεί τη τελευταία αγορά στη γειτονιά μας όπου μπορούμε να αναπτυχθούμε» λέει ο Alexander Rahr του γερμανικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
Ο Wulf Bernotat, διευθύνων σύμβουλος της Eon, αμφισβητεί την άποψη που κυριαρχεί στη Δύση και που θέλει τη ρωσική Gazprom να αποτελεί «μπαμπούλα» λόγω της μεγάλης δύναμης που διαθέτει εξαιτίας της παροχής ενέργειας στην Ευρώπη. «Δεν είναι η Ρωσία η απειλή», λέει. «Η πραγματική απειλή προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Κομισιόν…» υποστηρίζει.
Ένα επιπλέον κίνητρο για τη στενή συνεργασία μεταξύ των δυο κρατών, απετέλεσε και η οικονομική ύφεση που έπληξε τον κόσμο. Οι συμφωνίες της Opel και του Wadan, ήταν ιδιαίτερα ελκυστικές στη Merkel, κυρίως διότι πρόσφεραν τη δυνατότητα διατήρησης χιλιάδων θέσεων εργασίας. και μάλιστα σε μια προεκλογική περίοδο. Ακόμη και η κοινή γνώμη της Γερμανίας, είδε με καλό μάτι τις συμφωνίες με τους Ρώσους.
Υπάρχουν όμως και αντιδράσεις. Η συμφωνία Opel-Magna, έχει ανησυχήσει τους υπόλοιπους αυτοκινητοβιομηχάνους της Γερμανίας, οι οποίοι φοβούνται μη τυχόν και χάσουν τα μερίδια αγοράς που διαθέτουν στη Ρωσία. Όπως λέει ένας απ`αυτούς: «Η συμφωνία αποτελεί ένα είδος Δούρειου Ίππου για τους Ρώσους. Θα αναπτυχθούν με τη νέα τεχνολογία, στην εσωτερική τους αγορά».
Strange Attractor
Πηγή: Financial Times
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου