Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
Πριν από μερικές εβδομάδες (12/6) ο Τάκης Μίχας, από αυτό εδώ το site, εκτίμησε πως το ζήτημα του ονόματος στο τεχνικό επίπεδο έχει λυθεί, εξαρτώντας την πλήρη αποδοχή της λύσης από την πολιτική βούληση Αθηνών και Σκοπίων να επωμισθούν το πολιτικό της κόστος.
Ένα μήνα πριν από τον Μίχα, (13/5) η Χριστίνα Πουλίδου προσπάθησε να περιγράψει ακροθιγώς μερικά από τα ιδεολογικά αδιέξοδα του διπλωματικού ζητήματος, χωρίς όμως να αποφύγει, κατά τη γνώμη μου, και η ίδια τις παγίδες που κρύβουν. Κατέληξε, πάντως, πως «η επίσημη Ελλάδα αναγνωρίζει, ότι η ΠΓΔΜ ως χώρα είναι μέρος μιας ευρύτερης περιοχής που ονομάζεται «Μακεδονία», πλην όμως, αυτή η πραγματικότητα δεν δίνει στους κατοίκους της χώρας το δικαίωμα να δηλώνουν «Μακεδόνες» ή να μιλούν «μακεδονική» γλώσσα.
Πρόκειται για ένα embargo, έγραψε, που οδηγεί σε αδιέξοδες πολιτικές.
Προφανώς, τα αδιέξοδα αυτά προσπαθεί να παρακάμψει η νέα πρόταση Νίμιτς που, σύμφωνα με όσα διαβάζουμε, θέτει στο περιθώριο, ό,τι ξεφεύγει από το τεχνικό ζήτημα της ονομασίας.
Ο Νίμιτς είναι ένας από τους καλύτερους γνώστες των σύγχρονων διπλωματικών πτυχών του Μακεδονικού Ζητήματος. Έχει αντιληφθεί πλήρως ότι συμφωνία στα ζητήματα της ιστορίας, της πολιτιστικής ταυτότητας και κληρονομιάς δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ.
Οι λαοί δεν μπορούν να απαρνηθούν την ιδεολογία και τα σύμβολα που τους συνέχουν -όσο κι αν οι απόψεις τους ελέγχονται επιστημονικά.
Ειδικά όταν δεν έχουν εναλλακτικές λύσεις και το παρελθόν τους φαντάζει ως σημαντικότερο κεφάλαιο από το μέλλον τους.
Μπορούμε, όμως, πράγματι να βάλλουμε «κάτω από το χαλί» όλα αυτά τα ενοχλητικά θέματα, ή μήπως ο όγκος τους είναι απαγορευτικός και η φύση τους ασυγκάλυπτη;
Προσωπικά, πιστεύω πως όποιος πατήσει στο χαλί αυτό της «συγκάλυψης» είτε θα σκοντάψει είτε θα γλιστρήσει. Ακόμη κι αν έχουν λυθεί τα τυπικά αλλά όχι ευκαταφρόνητα ζητήματα της διπλής ονομασίας στα διαβατήρια ή της επιλογής ονόματος στις διμερείς σχέσεις της ΠΓΔΜ, ο γεωγραφικός ή άλλος επιθετικός προσδιορισμός, όποιος κι αν είναι, δεν θα μπορέσει να θεραπεύσει από μόνος του την ουσία του ζητήματος.
Όσο ο πολιτισμός της ΠΓΔΜ στο σύνολό του παραμένει κατ’ αποκλειστικότητα «μακεδονικός», είναι αδύνατον να προβλεφθούν τα μυριάδες ζητήματα ορολογίας που θα προκύψουν στο μέλλον, ασχέτως του επισήμου ονόματος του κράτους.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η Ελλάδα πίστευε πως η προσήλωση των σλαβόφωνων πληθυσμών στη μακεδονική ταυτότητα αποτελούσε μόνωση στον εκβουλγαρισμό τους.
Ο προσδιορισμός «μακεδονικός» –τότε— ως γεωγραφικός όρος δεν μπορούσε παρά να είναι ελληνικός∙ δεν ήταν, πάντως, προσδιορισμός εθνικός ούτε αλλότριος. Σήμερα, λοιπόν, βρίσκεται αντιμέτωπη, όπως σημείωσε η κα Πουλίδου, με τα τεκμήρια μιας διαφορετικής προσέγγισης που, φαινομενικά, αντιφάσκουν με τις τρέχουσες θέσεις της.
Επί της ουσίας, όμως, η αντιμετώπιση δεν έχει αλλάξει.
Η Ελλάδα, με την εξαίρεση ίσως ακραίων κύκλων, δεν αρνείται πως οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της ΠΓΔΜ είναι «Μακεδόνες»∙ όπως και η ΠΓΔΜ δεν μπορεί να αρνηθεί πως οι κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας είναι κι αυτοί «Μακεδόνες».
Η διαφωνία είναι αν ο προσδιορισμός αυτός είναι εθνοτικός ή γεωγραφικός.
Αν είναι γεωγραφικός, τότε έχουμε -όπως και είχαμε στο παρελθόν- Ελληνομακεδόνες, Βουλγαρομακεδόνες, Αλβανομακεδόνες αλλά και Σλαβομακεδόνες, όρο αμήχανο αλλά ιστορικά καταγεγραμμένο και, σίγουρα, όχι υποτιμητικό. (Μια ολόκληρη χώρα ονομαζόταν για εβδομήντα χρόνια Γιουγκο[Νότιο]σλαβία, αλλά ο όρος «σλάβος» κρίθηκε υποτιμητικός, μόλις, σκοπίμως και οψίμως, υιοθετήθηκε το σενάριο της μη σλαβικής καταγωγής του πληθυσμού της ΠΓΔΜ).
Αν, όμως, ο όρος «Μακεδόνας» περιγράφει, επιπλέον, μια εθνοτική ταυτότητα, όπως έχει συμβεί από τα χρόνια του μεσοπολέμου και εξής, τότε είναι ασύμβατος με τον «Έλληνα» και τον «Βούλγαρο».
Φυσικά, είναι ασύμβατος και με τον «Αλβανό». Η ΠΓΔΜ, δηλαδή, χρησιμοποιεί τον όρο και με τις δύο χρήσεις του, κατά το δοκούν. Οι αλβανικοί της πληθυσμοί είναι εθνοτικά «Αλβανοί» και γεωγραφικά-εθνικά «Μακεδόνες»∙ αν, όμως, κάποιος στην Ελλάδα ή τη Βουλγαρία δηλώσει «Μακεδόνας», τότε δεν μπορεί να είναι «Έλληνας» ή «Βούλγαρος» αντίστοιχα. Η σύγχυση αυτή επιτρέπει στην ΠΓΔΜ να ελίσσεται διπλωματικά (βλ. την τελευταία συνέντευξη του προέδρου της), αλλά εμποδίζει την Ελλάδα να εξηγήσει τη θέση της, αφού η διάκριση των όρων «εθνικός» (national) και «εθνοτικός» (ethnic) είναι κατανοητή μόνον στους ειδικούς.
Έτσι μένει εκτεθειμένη στη διεθνή κατηγορία ότι αρνείται το όνομα μιας χώρας, ενός λαού αλλά και μιας μειονότητας, της οποίας δέχεται την πολιτική δράση αλλά όχι το όνομα.
Η θεωρητική αυτή σύγχυση μπορεί, βεβαίως, να επισημανθεί, αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί πολιτικά. Με ή χωρίς δημοψήφισμα, οι γείτονες δεν θα αλλάξουν την αντίληψή τους περί ιστορίας ούτε τα βιβλία τους∙ ούτε εμείς τη δική μας, άλλωστε.
Από τη στιγμή, όμως, που ο νέος γεωγραφικός-εθνικός προσδιορισμός της χώρας, αν υπάρξει, δεν θα ταυτίζεται πλήρως με τον εθνοτικό των σλαβόφωνων κατοίκων της, θα προκύπτει διαρκώς το άλυτο ερώτημα ποιο από τα δύο επίθετα («μακεδονικός» ή «βορειομακεδονικός») θα προσδιορίζει κατά περίπτωση τα πρόσωπα, τα πράγματα ή τις έννοιες.
Για μένα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το «μακεδονικός» θα κυριαρχούσε –θα κυριαρχήσει-- και θα οδηγήσει, τελικά, σε προστριβές ανάλογες με τις τρέχουσες.
Είτε η λύση Νίμιτς γίνει αποδεκτή –που δεν θα γίνει, αν αναλογιστεί κανείς την επιπολαιότητα του επιχειρήματος «Να τελειώνουμε όπως-όπως»—είτε όχι, η έκβαση τελικά θα είναι η ίδια: Τι ’χες Γιάννη; Τί ’χα πάντα!
Είτε «σκοπιανό» το πεις είτε «Μακεδονικό» το ζήτημα δεν θα λυθεί ποτέ επί της ουσίας.
Δυστυχώς, όσο είναι εκμεταλλεύσιμο πολιτικά και στις δυο πλευρές των συνόρων, δεν μπορεί ούτε καν να «κουκουλωθεί».
1 σχόλιο:
Ενδιαφέρουσα ανάλυση αλλά διαφωνώ.
Η επίτευξη συμφωνίας για το όνομα, έστω και αν δε λύσει το πρόβλημα αυτόματα, θα δώσει ένα όπλο στην Ελλάδα: Έχω παρατηρήσει ότι όταν κάποιος Έλληνας διαμαρτύρεται στο εξωτερικό για το "μακεδονικός", στη θέση του δεν μπαίνει το "σλαβομακεδονικός", ένας όρος ελληνικής κοπής, αλλά το FYROM, δηλαδή το FYROM δεν μπορεί να γίνει επίθετο (FYROMian, former yugoslav-macedonian lol). Αντίθετα, το Βόρεια Μακεδονία πχ μπορεί να γίνει επίθετο, έστω και μεγάλο πχ Northmacedonian. Θα είναι δύσκολο για την Ελλάδα να καθιερώσει τη χρήση του και θα βρεθεί επί χρόνια να παλεύει με το "Μακεδονία" αλλά τουλάχιστον θα έχει μια ουσιαστική αντιπρόταση και μια ειλημμένη απόφαση στα χέρια της, όχι ένα γελοίο ακρωνύμιο.
Από εκεί και πέρα, η διαφορετική προσέγγιση της ιστορίας και η κοινή χρήση συμβόλων δεν είναι κακή εφόσον δε δημιουργεί μίση κι επεκτατικές διαθέσεις. Σίγουρα θα ήταν από εμπορική άποψη πλεονέκτημα για την Ελλάδα να διαχειρίζεται μόνη της τέτοια αναγνωρίσιμα σύμβολα αλλά δυστυχώς τώρα πια δεν μπορεί.
Δημοσίευση σχολίου