Κάποτε ο Χάρυ Κλυν σατίρισε το ελληνικό φαινόμενο μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση και ασχέτως του αποτελέσματος όλα τα πολιτικά κόμματα να κάνουν λόγο για δική τους νίκη.
Η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση δεν αποτέλεσε εξαίρεση με την αναζήτηση του ‘μηνύματος της κάλπης’ να μοιάζει με το κυνήγι του χαμένου θησαυρού και με όλους να ερμηνεύουν τα αποτελέσματα κατά βούληση.
Αυτό που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, ήταν η προσπάθεια σύνδεσης των εκλογών με τις ελληνικές χρηματοπιστωτικές εξελίξεις σε μία σχέση αιτίας – αιτιατού η ... οποία περικλείεται στην ακόλουθη λογική: οι αγορές θέλουν η Ελλάδα να συνεχίσει την πολιτική του μνημονίου και έτσι επιθυμούν τη διατήρηση του σημερινού πολιτικού status quo, με αποτέλεσμα όταν ο Πρωθυπουργός έκανε λόγο για ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων να αυξηθούν καθώς το αποτέλεσμα των εκλογών είναι αβέβαιο και η τύχη του Μνημονίου να έμενε στον αέρα.
Ακολουθώντας κανείς την παραπάνω λογική μοιραία κατέληγε στο συμπέρασμα πως αν ο παράγοντας που προκαλεί την αυξητική πίεση στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων αρθεί, τότε αυτά θα έπρεπε να πέσουν.
Έτσι, ερχομένης της Δευτέρας 08 Νοεμβρίου και μετά την απομάκρυνση του ενδεχόμενου πρόωρων εκλογών η φυσιολογική εξέλιξη θα ήταν μία άμεση και σημαντική πτώση των επιτοκίων ανάλογη με την άνοδο που καταγράφηκε πριν την ανακοίνωση του ενδεχόμενου πρόωρων εκλογών. Μαντέψτε, λοιπόν, τί συνέβη: τα επιτόκια δεν έπεσαν και προς έκπληξη όλων των εκφραστών της παραπάνω άποψης τα spread παρέμειναν πάνω από τις 910 μονάδες βάσης.
Η επιστημονική τεχνική ανάλυση διδάσκει ότι η αναλυτική διαδικασία πρέπει να ξεκινά από το γενικό και να καταλήγει στο ειδικό γιατί αλλιώς κινδυνεύει κανείς την ώρα που αναλύει το δέντρο και θαυμάζει πόσο όμορφο και υγιές είναι να του ξεφύγει το γεγονός ότι το δάσος καίγεται και η φωτιά που πλησιάζει σε λίγο θα απειλεί όχι μόνο το δέντρο αλλά και τον ίδιο.
Σε ανάλυση που δημοσίευσα πρόσφατα στη στήλη έθιξα το θέμα της οξείας αύξησης της χρηματοπιστωτικής αστάθειας στην Ευρώπη εξαιτίας της αλλαγής πολιτικής της Γερμανίας (η οποία βρήκε τη στήριξη της Γαλλίας) στα θέματα που σχετίζονται με το πρόβλημα χρέους των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών. Αφού εξασφάλισε την προστασία του από το ‘τοξικό’ ελληνικό χρέος σπρώχνοντας την Ελλάδα στο ΔΝΤ, ο Γερμανογαλλικός άξονας προετοιμάζει το δεύτερο στάδιο της χρηματοπιστωτικής του εξασφάλισης υπαναχωρώντας από τις μέχρι στιγμής δεσμεύσεις του στη χειρότερη χρονική στιγμή και με τον πλέον άκομψο και επικίνδυνο για τις αδύναμες ευρωπαϊκές χώρες τρόπο.
Γερμανία και Γαλλία δεν έχουν να ρισκάρουν κάτι περισσότερο από μία νέα ευρωπαϊκή κρίση η οποία θα οδηγήσει σε πτώση το ευρώ και σε περαιτέρω μείωση των επιτοκίων του κρατικού δανεισμού τους. Όλα αυτά, αρκεί να μην προλάβουν οι δανειστές να σπρώξουν άλλη μία χώρα στην αγκαλιά του ΔΝΤ, γιατί σε αυτήν την περίπτωση το σκηνικό θα αλλάξει και πάλι και οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν από νέα βάση.
Μέσα σε αυτές τις χρηματοπιστωτικές μάχες γιγάντων τα ομόλογα των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών ξεπουλήθηκαν και αυτά της Ελλάδας δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Το επιτόκιο της Ιρλανδίας απογειώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από το 1996 και της Πορτογαλίας στο υψηλότερο επίπεδο από το 1997.
Όλα τα παραπάνω δεν αποκλείουν την περίπτωση η αύξηση της πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα να αποτέλεσε έναν επιπρόσθετο παράγοντα αύξησης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού ρίσκου αλλά υποδεικνύουν το πόσο σημαντικό είναι να μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα δε βρίσκεται στον Άρη αλλά αποτελεί ένα μικρό τμήμα μίας μεγάλης διεθνούς χρηματιστηριακής / χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Πάνος Παναγιώτουχρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
διευθυντής GSTA/EKTA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου