Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει δεχτεί στο παρελθόν πολλές κριτικές για τις πολιτικές λιτότητας που επέβαλε σε διάφορες χώρες, οι οποίες ζήτησαν τη βοήθειά του για τη σταθεροποίηση της οικονομίας τους και τη δυνατότητα πρόσβασης σε δανεισμό από τις διεθνείς αγορές.
Οι κριτικές δεν προήλθαν μόνο από τις χώρες στις οποίες παρενέβη το Ταμείο, αλλά και από το εσωτερικό του διεθνούς οργανισμού, ο οποίος απασχολεί πολλές χιλιάδες εργαζομένους.
Ένας από τους βασικούς επικριτές του ΔΝΤ στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ήταν ο κ. Τζόζεφ Στίγκλιτς, τότε σημαίνον στέλεχός του και σήμερα σύμβουλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και προσωπικά του πρωθυπουργού κ. Γιώργου Παπανδρέου.
Η συναλλαγματική κρίση του 1997 που ...έπληξε πολλές χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας προκάλεσε ισχυρό πλήγμα στη φήμη του ΔΝΤ, καθώς ήταν το Ταμείο που είχε ζητήσει την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, η οποία οδήγησε μέσα από τα παιχνίδια των κερδοσκόπων σε μεγάλες υποτιμήσεις των νομισμάτων της περιοχής.
Το μεγαλύτερο πλήγμα, όμως, ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν κατέρρευσε η οικονομία της Αργεντινής.
Το Δεκέμβριο του 2001, λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, η κυβέρνηση της χώρας ανακοίνωσε τη μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 20% ταυτόχρονα με την απαγόρευση ανάληψης καταθέσεων που είχαν οι πολίτες στις τράπεζες για ποσά μεγαλύτερα από το 50% του λογαριασμού τους.
Τα μέτρα αυτά ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους Αργεντινούς, καθώς ήρθαν σε συνέχεια τριετούς ύφεσης της οικονομίας, η οποία είχε οδηγήσει ήδη σε σημαντική μείωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Υπήρξαν βίαια επεισόδια στη μεγάλη χώρα της Λατινικής Αμερικής και ακολούθησε παραίτηση της κυβέρνησης, ενώ η νέα κυβέρνηση σε συνθήκες πανικού ανακοίνωσε τη στάση πληρωμών για το εξωτερικό χρέος ύψους 140 δις δολαρίων και την υποτίμηση του αργεντίνικου πέσου σε σχέση με το δολάριο.
Η συμφωνία του ΔΝΤ με την Αργεντινή
Το ΔΝΤ προχώρησε σε συμφωνία με την Αργεντινή το 1991, προκειμένου η τελευταία να αντιμετωπίσει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες της και κυρίως τον υπερπληθωρισμό, καθώς οι τιμές αυξάνονταν κάθε μήνα με διψήφιο ποσοστό.
Τότε, οι εμπειρογνώμονες του Ταμείου πρότειναν ως δραστική λύση την de facto σύνδεση του αργεντίνικου νομίσματος, του πέσου, με το αμερικανικό δολάριο, μέσα από την καθιέρωση μιας σταθερής ισοτιμίας ένα προς ένα των δύο νομισμάτων Αρχών να μετατρέπουν το εγχώριο νόμισμα σε δολάρια στην ισοτιμία αυτή.
Το συναλλαγματικό καθεστώς αυτό πράγματι οδήγησε γρήγορα σε θεαματική μείωση του πληθωρισμού, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η οικονομική ανάπτυξη μέχρι το 1998, χάρη στην εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης έφτασε στην περίοδο εκείνη το 6%, από τους υψηλότερους στον κόσμο.
Με το καθεστώς αυτό, ωστόσο, η Αργεντινή ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί την ίδια νομισματική και συναλλαγματική πολιτική με αυτή της Αμερικής, ενώ οι διαφορές μεταξύ των δυο οικονομιών προφανώς ήταν πολύ μεγάλες.
Έτσι, όταν φάνηκαν τα πρώτα σύννεφα στη διεθνή οικονομία, μετά την κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία και τη χρεοκοπία της Ρωσίας, η Αργεντινή εμφανίστηκε να έχει τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, που την ωθούσε στην ύφεση.
Το πρόβλημα γινόταν ακόμα μεγαλύτερο, επειδή μετά το 1998 άρχισε να ανατιμάται με ταχείς ρυθμούς το δολάριο και συγχρόνως υποτιμήθηκε το νόμισμα της Βραζιλίας, που ήταν ο βασικός εμπορικός εταίρος της Αργεντινής.
Για να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της, η Αργεντινή θα έπρεπε να αφήσει το νόμισμά της να υποτιμηθεί πολύ έναντι του δολαρίου, αλλά οι Αρχές της χώρας – με τη συμφωνία του ΔΝΤ- επέμειναν στο αδιέξοδο συναλλαγματικό μοντέλο, επειδή φοβήθηκαν ότι η αλλαγή στη συναλλαγματική πολιτική θα προκαλούσε μεγάλες εκροές κεφαλαίων.
Το «τραύμα» για το ΔΝΤ από τους χειρισμούς του στην υπόθεση της Αργεντινής ήταν πολύ μεγάλο, καθώς μάλιστα η ίδια η χώρα θεώρησε το Ταμείο ως τον βασικό υπεύθυνο για την οικονομική καταστροφή της, που οδήγησε την ανεργία πάνω από το 20% και 15 εκατομμυρίων πολιτών της, περίπου το μισό πληθυσμό της, στη φτώχεια. Τον Ιούλιο του 2004, το Ταμείο έδωσε στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα μιας έρευνας που ξεκίνησε ένα χρόνο πριν για την αξιολόγηση του ρόλου του στην Αργεντινή την περίοδο 1991-2001.
Με την έκθεση αυτή, το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι έγιναν σειρά λανθασμένων χειρισμών από τα στελέχη του, αν και έριξε στην κυβέρνηση της Αργεντινής την κύρια ευθύνη για την κατάρρευση της οικονομίας της, επειδή προχώρησε στην κήρυξη της χρεοκοπίας, δηλαδή στην παύση αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους, χωρίς την έγκριση του Ταμείου. Ευθύνες έριξε η έκθεση στην Αργεντινή και για τη μη συμμόρφωσή της πλήρως με τους όρους του Ταμείου.
Ο πρόεδρος της Αργεντινής το 2004 Νέστρο Κίρσνερ χαρακτήρισε την αυτοκριτική του ΔΝΤ πολύ «λίγη» και πολύ καθυστερημένη.
Τα βασικά σφάλματα του ΔΝΤ, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιοποιήθηκε και στο διαδίκτυο, ήταν η μη έγκαιρη απαγκίστρωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του πέσο από το δολάριο, ώστε να αμβλυνθούν οι συνθήκες ύφεσης στην οικονομία της Αργεντινής, η έλλειψη σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία, η χαλαρή παρακολούθηση της δημοσιονομικής πολιτικής και η εσφαλμένη εκτίμηση του ύψους τους χρέους που είναι διατηρήσιμο στη περίπτωση μιας αναπτυσσόμενης χώρας, που έχει περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.
Να σημειωθεί ότι το ύψος του χρέους της Αργεντινής, που θεωρήθηκε εκ των υστέρων ως μη διατηρήσιμο, αντιστοιχούσε μόνο στο 50% του ΑΕΠ της. Και λέμε μόνο, γιατί στην Ελλάδα πλησιάζει προς το 120%...
Τα συμπεράσματα της αυτοκριτικής
Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε τις σκέψεις του Ταμείου, ιδιαίτερα όσον αφορά στα συμπεράσματα που κατέληξε με αφορμή την περίπτωση της Αργεντινής, τα οποία πλέον, όπως σημειώνει, αξιοποιεί στα προγράμματα βοήθειας που δίνει τα τελευταία χρόνια.
Τα συμπεράσματα του ΔΝΤ ανέφεραν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Πρώτον, αν και η επιλογή του καθεστώτος συναλλαγματικής πολιτικής είναι επιλογή της κάθε χώρας, τα στελέχη του Ταμείου πρέπει να διασφαλίζουν ότι αυτό είναι συνεπές με τις άλλες πολιτικές που ακολουθεί η χώρα και τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει. Δεύτερον, το ΔΝΤ δεν πρέπει να κάνει εκπτώσεις στα μέτρα και στην πολιτική που θεωρεί απαραίτητα για την αντιμετώπιση της κρίσης, ακόμη κι αν οι Αρχές της χώρας επικαλούνται το δικαίωμα, ως οι υπεύθυνες κυβερνήσεις, να διατυπώνουν τις δικές τους θέσεις.
Τρίτον, η βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών, ακόμη και για μακρά χρονική περίοδο, μπορεί να συγκαλύπτει αδυναμίες που γίνονται αξεπέραστα εμπόδια σε περίπτωση εξωτερικών σοκ και ύφεσης.
Αν οι αδυναμίες οφείλονται στο πολιτικό σύστημα, το Ταμείο δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα.
Τέταρτον, η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης μπορεί να αυξήσει πολύ το κόστος της σε όρους ανεργίας, μείωσης του ΑΕΠ, φυγής κεφαλαίων και διάβρωσης του ενεργητικού των τραπεζών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου