Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Η Γερμανία μας σπρώχνει πλέον ανοικτά στο ΔΝΤ

Ισχνές διαγράφονται οι ελπίδες για μια ικανοποιητική έκβαση στο ελληνικό ζήτημα στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 25-26 Μαρτίου. 
Το επίμονο αίτημα του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου να δοθεί συγκεκριμένη πολιτική στήριξη ώστε να συγκρατηθεί σε λογικά επίπεδα το κόστος δανεισμού της χώρας έχει βρει κατανόηση στις περισσότερες κυβερνήσεις και στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. 
Όμως την αρνητική γερμανική στάση δεν την μετέβαλε.
Έτσι το «ύστατο» όπλο προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στρέφεται πλέον κατά της Ελλάδας.
Με την προοπτική σαφούς πολιτικής κάλυψης του δανεισμού της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση να απομακρύνεται ολοένα περισσότερο, και με την αβεβαιότητα ως προς τα οικονομικά της χώρας να συντηρείται, παρ’ όλα τα γνωστά ήδη δρακόντια μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος, τα spreads των δεκαετών ομολόγων του Δημοσίου εκτινάχθηκαν προχθές πάλι πάνω από τις 330 μονάδες. 
Ενώ εξ αρχής απορριπτόταν ως μη επιθυμητή, η λύση του ΔΝΤ δύσκολα πλέον θα αποφευχθεί, έστω σε κάποιο συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτιμούν κορυφαίοι χρηματοοικονομικοί παράγοντες.
Και αυτό προκύπτει τόσο από τις ευρωπαϊκές, όσο ...
και από τις ελληνικές τελευταίες εξελίξεις.

Το αδιανόητο ξαφνικά ρεαλιστικό!
Επί μακρύ διάστημα η προσφυγή χώρας μέλους της Ευρωζώνης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εθεωρείτο αδιανόητη, στην αντίληψη που επικρατούσε στην Ευρώπη τουλάχιστον.
Διότι θα ερμηνευόταν ως αδυναμία της Νομισματικής Ένωσης να προστατέψει τα μέλη της, ή ως έλλειψη της συστατικής για μια ένωση κρατών αλληλεγγύης.
Επιπλέον θα έδινε πρόσβαση στις ΗΠΑ, το μεγαλύτερο χρηματοδότη του ΔΝΤ, ή και σε άλλες χώρες, στα εσωτερικά της Ένωσης.
Αρκετές πολιτικές δηλώσεις και πλήθος άρθρα έχουν αναφερθεί σχετικά. Αιρετικές ακούγονταν όσες αντίθετες απόψεις διατυπώνονταν:
Εκτός ΟΝΕ από τη Βρετανία κυρίως, η οποία όμως πάντα ήταν αμφίσημη απέναντι στο όλο εγχείρημα του ευρώ.
Εντός, από τους πιο αυστηρούς επικριτές της ελληνικής «ασωτείας», οι οποίοι, μέσα από τη σκληρή άρνηση κάθε ευρωπαϊκής βοήθειας προς τη χώρα μας και την υπόδειξη, αν χρειάζεται βοήθεια να πάει να τη γυρέψει στον αρμόδιο διεθνή οργανισμό που είναι το ΔΝΤ, δεν έκρυβαν την ενδόμυχη επιθυμία τους να μας ανοίξουν την πόρτα εξόδου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταξύ των τελευταίων, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου καθηγητής Χανς-Βέρνερ Ζιν.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέφερε έτσι επανειλημμένα ως ύστατο μόνο ενδεχόμενο να προσφύγει η χώρα στο ΔΝΤ, πάντοτε τονίζοντας ότι προκρίνει και επιδιώκει μια ευρωπαϊκή λύση, σε μια προσπάθεια να επισπεύσει τη δημοσίευση μιας συγκεκριμένης πολιτικής απόφασης από την Ε.Ε., του «μηχανισμού» που όλοι οι θεσμικοί παράγοντες (Γιουνκέρ, Όλι Ρεν, υπουργοί Οικονομικών) διαβεβαίωναν ότι είναι έτοιμος, ώστε να την «ακούσουν» οι αγορές και να κατεβάσουν επιτέλους τα spreads.
Την Πέμπτη έθεσε μάλιστα ρητά τη σύνοδο κορυφής των 27 της Ε.Ε. στις 25 και 26 Μαρτίου ως τελευταία προθεσμία για την απόφαση αυτή.
Όμως η κατάσταση αντεστράφη πλήρως. 
Την εμπλοκή του ΔΝΤ στην ελληνική κρίση φάνηκε προχθές να αποδέχεται, με το βάρος του κορυφαίου θεσμικού παράγοντα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μανουέλ Μπαρόσο «υπενθυμίζοντας», σε συνέντευξή του, «ότι η Ελλάδα και όλες οι χώρες της Ε.Ε. είναι μέλη του ΔΝΤ (...) οπότε δεν τίθεται θέμα γοήτρου, το θέμα είναι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση».
Το ίδιο πρωί στο Βερολίνο, ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Ούλριχ Βίλχελμ επίσης δεν απέκλειε τη χορήγηση βοήθειας από το ΔΝΤ «εν ανάγκη».
Κάθε κράτος μπορεί μόνο του να αποφασίσει αν θα ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ ή όχι, είπε, προσθέτοντας ότι η γερμανική κυβέρνηση έχει την πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα λύσει τα προβλήματά της μόνη της.
Είχαν προηγηθεί δηλώσεις Γερμανών πολιτικών στους Financial Times σχετικά με το ενδεχόμενο η χώρα μας να πάει στο ΔΝΤ, αν έφθανε σε αδυναμία να δανειστεί.
Η συνήθως καλά πληροφορημένη βρετανική εφημερίδα έγραψε πρώτη το σενάριο μιας «μεικτής» παρέμβασης ΔΝΤ-ΕΕ στην ελληνική κρίση, υπενθύμιζε ωστόσο την αντίθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε μια τέτοια εξέλιξη και παλαιότερη δήλωση του προέδρου της Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ότι θα ήταν «ακατάλληλη».
Οπωσδήποτε είχε επηρεάσει άλλωστε η ομιλία της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ την Τετάρτη στη γερμανική Βουλή (στα πλαίσια της συζήτησης του γερμανικού προϋπολογισμού) όπου
1.) επέμεινε ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν οφείλεται στη διεθνή κρίση, αλλά στις κακές κυβερνητικές πρακτικές και τη συστηματική παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας τα προηγούμενα χρόνια, και 2.) υποστήριξε ότι σε μελλοντική αναθεώρηση της συνθήκης θα πρέπει να προβλέπεται η αποβολή χώρας που παραβιάζει τους κανόνες καθ’ υποτροπήν.

Οι συνηγορίες
Ταυτόχρονα υπήρξαν άφθονες τοποθετήσεις στην αντίθετη κατεύθυνση, υπέρ της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης προς τη χώρα μας: η πιο θερμή ίσως - και αγανακτισμένη με τη Γερμανία - από τον πρώην πρωθυπουργό του Βελγίου, πρόεδρο σήμερα των Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Γκυ Βέρχοφστατ, εξισορροπητική από την προεδρεύουσα στην ΕΕ Ισπανίδα υπουργό Οικονομικών Έλενα Σαλγάδο, σαφής και κατηγορηματική από τον επίτροπο Όλι Ρεν.
Είναι βασικό, όταν πρόκειται για χώρα της Ευρωζώνης, να έχουμε ευρωπαϊκή ηγεσία και ευρωπαϊκή ευθύνη, είπε ο τελευταίος, επιμένοντας ότι ως τις 25 Μαρτίου θα πρέπει να ολοκληρωθεί η προεργασία που έχει γίνει (για τις τεχνικές λεπτομέρειες) ώστε να βγει συγκεκριμένη απόφαση.
Οι δηλώσεις αυτές δεν αρκούσαν όμως για να αντισταθμίσουν το βάρος της Γερμανίας, ούτε βοήθησε άλλωστε η αντιπαράθεση με τη Γαλλία.  
«Η γαλλο-γερμανική σχέση τίθεται σε δοκιμασία από την ελληνική χρηματοοικονομική κρίση» ήταν ο πρώτος τίτλος της εφημερίδας Le Monde που κυκλοφόρησε χθες.
Μέσα από το θέμα της βοήθειας προς την Ελλάδα παίζεται ένας αγώνας Γαλλίας-Γερμανίας, ο ανταγωνισμός δύο αντιτιθεμένων αντιλήψεων για την Ευρώπη, έγραφε η εφημερίδα.
Είχε προηγηθεί συνέντευξη της Γαλλίδας υπουργού Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ στους Financial Times, όπου επέκρινε τη Γερμανία διότι, συμπιέζοντας τους μισθούς και την εγχώρια ζήτηση για να έχει εξωτερικά πλεονάσματα, στηρίζει τις εξαγωγές της εις βάρος των γειτόνων της και βλάπτει την ισορροπία και τη συνοχή της Ευρωζώνης.

Δυσπιστία πίσω από τα ευμενή σχόλια
Παρά την ευρύτατη διεθνή αποδοχή και τα ευμενή σχόλια όλων των οικονομικών οργανισμών (ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ) για τα σκληρά μέτρα λιτότητας που ανήγγειλε η κυβέρνηση στις 3 Μαρτίου, δεν έχει επηρεαστεί ευνοϊκά το κόστος δανεισμού της χώρας, όπως αποτυπώνεται στις αγορές των ομολόγων. Πίσω από τις επίσημες ενθαρρυντικές ανακοινώσεις φαίνεται να διατηρούνται αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή των μέτρων, τα οποία άλλωστε αμφισβητούνται έντονα όχι μόνο στην ελληνική κοινωνία αλλά και στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος.
Τις αμφιβολίες αυτές εξέφραζε έμμεσα ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι (επίδοξος διάδοχος του Ζαν-Κλοντ Τρισέ αντί του Γερμανού Άξελ Βέμπερ) σε συνέντευξή του προχθές στην Handelsblatt:
«Όσο αργότερα υλοποιούνται οι δεσμεύσεις, τόσο βραδύτερα θα πέφτουν τα ασφάλιστρα κινδύνου [το καπέλο δηλαδή που μας βάζουν στα επιτόκια], και τόσο δυσκολότερη θα γίνεται η δημοσιονομική εξυγίανση».
Από την ΕΚΤ, όπως και από το Eurogroup πρωτοστατούντων των Γερμανών, έχουν διαμηνύσει στην ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει το ταχύτερο στην εφαρμογή των μέτρων. Βαθμιαία, λένε, θα υποχωρήσουν κάπως και τα spreads - όχι πάντως στο επίπεδο των πορτογαλικών π.χ., 100 και κάτι, διότι και τα προβλήματα της Ελλάδας είναι πολύ χειρότερα από της Πορτογαλίας.
Αυτή η «βαθμιαία» κάμψη όμως δεν φαίνεται ότι θα προλάβει να περιορίσει το κόστος για το δημόσιο δανεισμό του Απριλίου και του Μαΐου ο οποίος υπερβαίνει τα 20 δισ.
Και αυτό σημαίνει ότι θα επιβαρυνθούν με δισεκατομμύρια για υπερβάλλοντες τόκους οι προϋπολογισμοί των επομένων ετών.
Ούτε συνιστά λύση το ΔΝΤ, αφού υπάρχει όριο στο ποσό που μπορεί να μας διαθέσει χαμηλότοκα (ένα πολλαπλάσιο του ποσοστού μας, μέχρι 10 δις περίπου).
Τα διλήμματα που θα έχει μπροστά της η κυβέρνηση, εφόσον τελικά όντως δεν υπάρξουν αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είναι σκληρά.
Δεν τα αμβλύνει ούτε προς τα μέσα, ούτε προς τα έξω, η ρητορική του κ. Παπανδρέου ότι «είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση» (προχθές στη Χαλκιδική).
Της Ελίζας Παπαδάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: