Από χθες, μέσα από την ασύλληπτη διάχυση της είδησης και την καθολικότητα της θλίψης, επιβεβαιώσαμε αυτό που ξέραμε, την παγκόσμια φήμη και αποδοχή του Μίκη Θεοδωράκη. Και καταλάβαμε πως ήταν απείρως μεγαλύτερες από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε.
Ο Μίκης της Ελλάδας, ο Μίκης του Κόσμου, έφυγε τυλιγμένος σε μια δόξα που επάξια κατάκτησε αλλά εκείνος δεν αναζήτησε και δεν επεδίωξε ποτέ...
Ο Μίκης της Ελλάδας, ο Μίκης του Κόσμου, έφυγε τυλιγμένος σε μια δόξα που επάξια κατάκτησε αλλά εκείνος δεν αναζήτησε και δεν επεδίωξε ποτέ...
Προικισμένος με πολύ μεγάλο και αστείρευτο ταλέντο, δούλευε ακατάπαυστα επειδή το αισθανόταν ως ανάγκη και επειδή η Μουσική ήταν τρόπος ζωής του. Εξίσου με τη συμμετοχή στα κοινά, την εμβάπτιση στις αγωνίες και στους αγώνες του λαού. Ήταν πάνω και πέρα από φιλοδοξίες, μικρότητες, αδυναμίες. Δεν καταδέχτηκε ποτέ να κατέβει από τα ύψη όπου είχε ανέβει απ’ την πρώτη αρχή.
Αν δεν είναι αδύνατο, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει ξανά άνθρωπος και καλλιτέχνης καθολικά παρών σε όλη την Ιστορία της χώρας του όλο το διάστημα της ζωής του. Να μάχεται, να ονειρεύεται και να ελπίζει αλλά και να ακολουθεί τη μοίρα των συντρόφων του σε κάθε ήττα και σε κάθε καμπή. Να βάζει την Ελλάδα πάνω απ’ όλους και όλα και δίπλα της να στήνει μόνο την Ελευθερία. Του στοίχισε πολλαπλά, χωρίς να τον κάνει να υποστείλει τη σημαία.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο κομμουνιστής, ο αντάρτης, ο εξόριστος, ο άνθρωπος που τραυματίστηκε στα Δεκεμβριανά και βασανίστηκε σχεδόν μέχρι θανάτου στη Μακρόνησο, ο δεσμώτης της χούντας, ο κυνηγημένος με το απαγορευμένο έργο, επιθυμούσε τη συμφιλίωση των Ελλήνων. Δοκίμασε πολλές φορές να την παρουσιάσει μέσα από το έργο του και τη δράση του. Είναι κι αυτός ένας σπουδαίος λόγος για τον οποίο θα μας λείψει.
«Από το 1940, που άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ηθελημένα, οπουδήποτε υπήρχε ένταση και κρίση, εκεί βρισκόμουν κι εγώ» είχε πει σε συνέντευξή του στον Τραϊανό Χατζηδημητρίου και τον Γιώργο Λογοθέτη. Κατ’ επιλογήν, λοιπόν. Με τα νάματα από την κρητική του οικογένεια, τον πατέρα, τον παππού και τους άλλους προγόνους. Αλλά και με την αγάπη προς την Ελλάδα της Μικρασιάτισσας μάνας του και της δικής της οικογένειας. Ανθρώπων που πυρπολήθηκαν από το πάθος για την πατρίδα.
Με τα πρωτοσέλιδα του Τύπου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και τις εκτενέστατες αναφορές ανά την υφήλιο, σκεφτόμαστε πως η Ελλάδα χάνει, εκτός από έναν κορυφαίο Άνθρωπο και ένα σημείο αναφοράς της έξω. Το όνομά του και μόνο, το μικρό του όνομα, το χαϊδευτικό του, ήταν αρκετά για να αναγνωρίσουν οι απλοί άνθρωποι ότι αναφερόσουν στον διάσημο Μίκη Θεοδωράκη. Δυο νότες από το περίφημο Συρτάκι του Ζορμπά (αλλά όχι μόνο από αυτό) έφταναν για να ξεκινήσει ο χορός ή, (σε άλλες περιπτώσεις) το τραγούδι.
Χάνουμε πλέον την παγκόσμια αναγνωρισιμότητά του όμως με την αμετάκλητη απουσία του θα χάσουμε μεγάλο μέρος της μουσικής μας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο αναγάλλιασαν οι καρδιές χθες, οπότε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις έπαιζαν διαρκώς τραγούδια του. Σε μια χώρα με το σκυλάδικο υψηλά στις προτιμήσεις, πώς θα υπάρξει ξανά ανάσταση της μουσικής μας και μάλιστα χωρίς τον Μίκη;
Πού θα βρούμε «την ψυχή μας, το τετράφυλλο δάκρυ;» την ψυχή της πατρίδας μας και την ψυχή της μουσικής μας; Αλλά και πού θα βρεθεί ο χαρισματικός καλλιτέχνης που θα ηγηθεί κινημάτων πολιτικών και καλλιτεχνικών; Θα μπορούσε να είναι μεγάλος συνθέτης συμφωνικής μουσικής και να είχε γνωρίσει μια εύκολη ζωή και μια καριέρα χωρίς προσκόμματα, στην Ευρώπη ή και στην Αμερική. Είδε ότι ο ελληνικός λαός διψούσε για άλλα. «Για την επαφή με τον λαό, θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να ασπαστείς τα δικά του ακούσματα, τις δικές του ανάγκες, να τον βιώσεις. Και μετά να μπολιάσεις αυτές τις ανάγκες με τη δική σου προσωπικότητα, ώστε να μπορέσεις να τις πας παραπέρα. Εγώ το έκανα στον βαθμό που μπορούσα» έλεγε στη συνέντευξη με τον Τ.Χ. και τον Γ. Λ.
Έτσι λοιπόν, μετουσίωσε το τραγούδι του σε πνευματική πράξη, σε ηθική και αισθητική αντίσταση. Έφερε τους ποιητές στα χείλη του λαού, τον έμαθε να ρουφάει μελωδίες και στίχους που ανακούφιζαν την ψυχή, χάρη στη δική του πληγή, στην αφοσίωσή του προς αυτόν τον βασανισμένο λαό. Όπως έλεγε, έδωσε στη μουσική «ένα θρησκευτικό περιεχόμενο. Δηλαδή, αυτός που θα πάει σε κάποιο κέντρο να ακούσει τη μουσική μου, εκεί θα μεταλάβει. Θα μεταλάβει με τη μουσική. Την έκανα κάτι σαν θρησκεία τη μουσική».
Μας έβαλε δύσκολα ο Μίκης Θεοδωράκης, γιατί μας έδειξε πως οι άνθρωποι μπορούν να πετούν. Γιατί διατράνωνε συχνά την εμπιστοσύνη του στη νεολαία, στα παιδιά που έρχονται. Από αυτούς μπορεί να ξεκινήσει κάτι καινούργιο, έλεγε πάντοτε. Όπως ακριβώς, είχε γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης:
«- Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα. - Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα».
Διαβάστε ακόμη:
- Μίκης - Σεφέρης: «Προσοχή στην άνω τελεία»
- Μίκης - Ρίτσος: «Ζητώντας τον Θεό, ζητούσα εσένα»
- Μίκης - Ελύτης: Έστειλε στον συνθέτη το έργο ζωής του
- Μίκης Θεοδωράκης: Ο «Αρχάγγελος» της Ελλάδας
Αν δεν είναι αδύνατο, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει ξανά άνθρωπος και καλλιτέχνης καθολικά παρών σε όλη την Ιστορία της χώρας του όλο το διάστημα της ζωής του. Να μάχεται, να ονειρεύεται και να ελπίζει αλλά και να ακολουθεί τη μοίρα των συντρόφων του σε κάθε ήττα και σε κάθε καμπή. Να βάζει την Ελλάδα πάνω απ’ όλους και όλα και δίπλα της να στήνει μόνο την Ελευθερία. Του στοίχισε πολλαπλά, χωρίς να τον κάνει να υποστείλει τη σημαία.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο κομμουνιστής, ο αντάρτης, ο εξόριστος, ο άνθρωπος που τραυματίστηκε στα Δεκεμβριανά και βασανίστηκε σχεδόν μέχρι θανάτου στη Μακρόνησο, ο δεσμώτης της χούντας, ο κυνηγημένος με το απαγορευμένο έργο, επιθυμούσε τη συμφιλίωση των Ελλήνων. Δοκίμασε πολλές φορές να την παρουσιάσει μέσα από το έργο του και τη δράση του. Είναι κι αυτός ένας σπουδαίος λόγος για τον οποίο θα μας λείψει.
«Από το 1940, που άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ηθελημένα, οπουδήποτε υπήρχε ένταση και κρίση, εκεί βρισκόμουν κι εγώ» είχε πει σε συνέντευξή του στον Τραϊανό Χατζηδημητρίου και τον Γιώργο Λογοθέτη. Κατ’ επιλογήν, λοιπόν. Με τα νάματα από την κρητική του οικογένεια, τον πατέρα, τον παππού και τους άλλους προγόνους. Αλλά και με την αγάπη προς την Ελλάδα της Μικρασιάτισσας μάνας του και της δικής της οικογένειας. Ανθρώπων που πυρπολήθηκαν από το πάθος για την πατρίδα.
Με τα πρωτοσέλιδα του Τύπου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και τις εκτενέστατες αναφορές ανά την υφήλιο, σκεφτόμαστε πως η Ελλάδα χάνει, εκτός από έναν κορυφαίο Άνθρωπο και ένα σημείο αναφοράς της έξω. Το όνομά του και μόνο, το μικρό του όνομα, το χαϊδευτικό του, ήταν αρκετά για να αναγνωρίσουν οι απλοί άνθρωποι ότι αναφερόσουν στον διάσημο Μίκη Θεοδωράκη. Δυο νότες από το περίφημο Συρτάκι του Ζορμπά (αλλά όχι μόνο από αυτό) έφταναν για να ξεκινήσει ο χορός ή, (σε άλλες περιπτώσεις) το τραγούδι.
Χάνουμε πλέον την παγκόσμια αναγνωρισιμότητά του όμως με την αμετάκλητη απουσία του θα χάσουμε μεγάλο μέρος της μουσικής μας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο αναγάλλιασαν οι καρδιές χθες, οπότε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις έπαιζαν διαρκώς τραγούδια του. Σε μια χώρα με το σκυλάδικο υψηλά στις προτιμήσεις, πώς θα υπάρξει ξανά ανάσταση της μουσικής μας και μάλιστα χωρίς τον Μίκη;
Πού θα βρούμε «την ψυχή μας, το τετράφυλλο δάκρυ;» την ψυχή της πατρίδας μας και την ψυχή της μουσικής μας; Αλλά και πού θα βρεθεί ο χαρισματικός καλλιτέχνης που θα ηγηθεί κινημάτων πολιτικών και καλλιτεχνικών; Θα μπορούσε να είναι μεγάλος συνθέτης συμφωνικής μουσικής και να είχε γνωρίσει μια εύκολη ζωή και μια καριέρα χωρίς προσκόμματα, στην Ευρώπη ή και στην Αμερική. Είδε ότι ο ελληνικός λαός διψούσε για άλλα. «Για την επαφή με τον λαό, θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να ασπαστείς τα δικά του ακούσματα, τις δικές του ανάγκες, να τον βιώσεις. Και μετά να μπολιάσεις αυτές τις ανάγκες με τη δική σου προσωπικότητα, ώστε να μπορέσεις να τις πας παραπέρα. Εγώ το έκανα στον βαθμό που μπορούσα» έλεγε στη συνέντευξη με τον Τ.Χ. και τον Γ. Λ.
Έτσι λοιπόν, μετουσίωσε το τραγούδι του σε πνευματική πράξη, σε ηθική και αισθητική αντίσταση. Έφερε τους ποιητές στα χείλη του λαού, τον έμαθε να ρουφάει μελωδίες και στίχους που ανακούφιζαν την ψυχή, χάρη στη δική του πληγή, στην αφοσίωσή του προς αυτόν τον βασανισμένο λαό. Όπως έλεγε, έδωσε στη μουσική «ένα θρησκευτικό περιεχόμενο. Δηλαδή, αυτός που θα πάει σε κάποιο κέντρο να ακούσει τη μουσική μου, εκεί θα μεταλάβει. Θα μεταλάβει με τη μουσική. Την έκανα κάτι σαν θρησκεία τη μουσική».
Μας έβαλε δύσκολα ο Μίκης Θεοδωράκης, γιατί μας έδειξε πως οι άνθρωποι μπορούν να πετούν. Γιατί διατράνωνε συχνά την εμπιστοσύνη του στη νεολαία, στα παιδιά που έρχονται. Από αυτούς μπορεί να ξεκινήσει κάτι καινούργιο, έλεγε πάντοτε. Όπως ακριβώς, είχε γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης:
«- Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα. - Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα».
Διαβάστε ακόμη:
- Μίκης - Σεφέρης: «Προσοχή στην άνω τελεία»
- Μίκης - Ρίτσος: «Ζητώντας τον Θεό, ζητούσα εσένα»
- Μίκης - Ελύτης: Έστειλε στον συνθέτη το έργο ζωής του
- Μίκης Θεοδωράκης: Ο «Αρχάγγελος» της Ελλάδας
1 σχόλιο:
Δημοσιογραφικες τσουλες που γλειφουν τον Μητσοτακη,θεραπαινιδες ενος φασιστικου μισανθρωπου καθεστωτος,θλιβεροι λακεδες ανοσιων συμφεροντων,εκθειαζουν τον εκλιποντα.Τοσο θρασος.
Δημοσίευση σχολίου