Η συναίνεση «ναυάγησε» απλά διότι η αξιωματική αντιπολίτευση αποφάσισε να την προσφέρει σε μία κυβέρνηση και σε ένα κόμμα που ουδέποτε θα εκ-τιμούσαν μία τέτοια στάση.
Το ΠαΣοΚ μας έχει συνηθίσει να αποφασίζει και να πράττει μονομερώς όταν κυβερνά, χωρίς να επενδύει σοβαρά στη λογική της πολιτικής συνεννόησης και του δημοκρατικού διαλόγου για κρίσιμα ζητήματα και από την άλλη μεριά, να εγείρει στείρα άρνηση απέναντι στους πάντες και πάνω στα πάντα όταν αντιπολιτεύεται.
Το ΠαΣοΚ μας έχει συνηθίσει να αποφασίζει και να πράττει μονομερώς όταν κυβερνά, χωρίς να επενδύει σοβαρά στη λογική της πολιτικής συνεννόησης και του δημοκρατικού διαλόγου για κρίσιμα ζητήματα και από την άλλη μεριά, να εγείρει στείρα άρνηση απέναντι στους πάντες και πάνω στα πάντα όταν αντιπολιτεύεται.
Για παράδειγμα, στο ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ο κος. Κώστας Σημίτης δε δέχτηκε κανενός είδους συνδιαλλαγή ούτε με την αξιωματική αντιπολίτευση ως πολιτικό και κοινοβουλευτικό συνομιλητή, ούτε και με την Εκκλησία ως θεσμικό παράγοντα.
Αλλά και ο κος. Γιώργος Παπανδρέου γύρισε πεισματικά την πλάτη στις απανωτές εκκλήσεις του προκατόχου του στη θέση του πρωθυπουργού για συναίνεση και αντί να προσφέρει τη σύμφωνη γνώμη του για την έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων που θα αναχαίτιζαν την ορμή της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε τώρα, αντέτεινε ...μία παρελκυστική επιχειρηματολογία σχετικά με τις δυνατότητες της Οικονομίας και ζητούσε επιτακτικά εθνικές εκλογές, παρουσιάζοντάς τες ως τη μόνη ενδεδειγμένη λύση.
Ακόμη όμως κι εάν η Νέα Δημοκρατία αντιμετώπιζε το ΠαΣοΚ χωρίς ίχνος προκατάληψης και ο πρόεδρός της πίστευε με ειλικρίνεια στη διαμόρφωση μίας υγιούς πολιτικής σχέσης με το νυν πρωθυπουργό, θα έπρεπε τα πρώτα δείγματα συμπεριφοράς του κου. Παπανδρέου από τη θέση του κυβερνώντος, να αξιολογούνταν κατά δυσμενή τρόπο.
Η πρώτη κίνηση στην οποία προέβη μετεκλογικά το ΠαΣοΚ, ήταν να αποσύρει τον ισχυρισμό πως «λεφτά υπάρχουν», επικαλούμενο ως δικαιολογία ότι η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας βρισκόταν σε χειρότερο επίπεδο απ’ ότι την είχε υπολογίσει.
Ακόμη όμως κι εάν η Νέα Δημοκρατία αντιμετώπιζε το ΠαΣοΚ χωρίς ίχνος προκατάληψης και ο πρόεδρός της πίστευε με ειλικρίνεια στη διαμόρφωση μίας υγιούς πολιτικής σχέσης με το νυν πρωθυπουργό, θα έπρεπε τα πρώτα δείγματα συμπεριφοράς του κου. Παπανδρέου από τη θέση του κυβερνώντος, να αξιολογούνταν κατά δυσμενή τρόπο.
Η πρώτη κίνηση στην οποία προέβη μετεκλογικά το ΠαΣοΚ, ήταν να αποσύρει τον ισχυρισμό πως «λεφτά υπάρχουν», επικαλούμενο ως δικαιολογία ότι η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας βρισκόταν σε χειρότερο επίπεδο απ’ ότι την είχε υπολογίσει.
Για την ακρίβεια, η παρούσα κυβέρνηση διόγκωσε τεχνηέντως τα μεγέθη, προκειμένου να επιδείξει μία δήθεν αποτελεσματικότητα στην πολιτική δημοσιονομικής ανάκαμψης που ούτως ή άλλως θα εφήρμοζε υποχρεωτικά.
Την ίδια ώρα, αντί να προβεί άμεσα στη λήψη περιοριστικών μέτρων όμοιων με εκείνα που απέρριπτε στις προεκλογικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις του κου. Κώστα Καραμανλή προκειμένου να δώσει σαφή δείγματα πολιτικής ωριμότητας και υπευθυνότητας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στους εταίρους μας στην Ευρωζώνη και στις ξένες αγορές, διέσπειρε κυβερνητικές δηλώσεις και παραπολιτικούς ψιθύρους για χρεοκοπία της χώρας, κάτι που προκάλεσε την ραγδαία υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, τα παιχνίδια των κερδοσκόπων σε βάρος μας και τις επιθέσεις του δυτικού Τύπου με επικριτικά έως και δυσφημιστικά δημοσιεύματα.
Αλλά και απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση, ο πρωθυπουργός συμπεριφέρθηκε αήθως και μάλιστα κατ’ επανάληψη.
Είναι ενδεικτικό του πως αντιλαμβάνεται ο κος. Παπανδρέου τη συναίνεση το γεγονός ότι πρώτα ζήτησε στήριξη για την οικονομική του πολιτική και αμέσως μετά δημοσιοποίησε τα περιοριστικά μέτρα που είχε στα σχέδιά του, αντί να κινηθεί εντελώς αντίστροφα, όπως επέβαλαν ο κανόνας μίας συναδελφικής δεοντολογίας και η λογική μίας πολιτικής συνεργασίας. Ακόμη και τις τελευταίες ημέρες, ο πρωθυπουργός διατηρούσε έναν συνεχή δίαυλο επικοινωνίας με τον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης για μία σειρά σημαντικών ζητημάτων, αλλά δε μπήκε ποτέ στη βάσανο, απ’ ότι γνωρίζουμε τουλάχιστον, να συζητήσει μαζί του την πρόθεσή του για σύσταση εξεταστικής επιτροπής με αντικείμενο την αναψηλάφηση των αιτιών και εντοπισμό των πρωταιτίων που οδήγησαν στην κατάρρευση των Δημοσίων Οικονομικών μας.
Τέλος, ακόμη κι αν δούμε το όλο θέμα πρακτικά, ίσως και κυνικά, εκείνο το οποίο επιζητεί ο πρωθυπουργός στην παρούσα φάση είναι να μοιραστεί, κομμένο εξίσου στη μέση μάλιστα, το πολιτικό κόστος για τη λήψη οικονομικών μέτρων άκρως αντιδημοφιλών με την αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα, επιχειρεί το μισό κομμάτι της δικής του ευθύνης να το χρεώσει κι αυτό στη ΝΔ, δια μέσου του πορίσματος μίας εξεταστικής επιτροπής.
Η αξιωματική αντιπολίτευση είχε προσφέρει συναίνεση ζητώντας αυτή να είναι αμφίδρομη. Έπρεπε να γνωρίζει από την πρώτη στιγμή ότι δε θα της προσέφερε καμία δική της συναίνεση σε τίποτε η κυβέρνηση.
Η αξιωματική αντιπολίτευση είχε επισημάνει ότι η συναίνεσή της δε θα έπρεπε να εκλαμβανόταν ως αδυναμία. Έπρεπε να γνωρίζει από την πρώτη στιγμή ότι από τη στιγμή που το κυβερνόν κόμμα δεν έχει ποτέ του ενστερνιστεί τη λογική καμίας συναίνεσης σε κανένα θέμα και ούτε έχει εντρυφήσει στη σκέψη ενός μοντέλου άτυπης έστω συναινετικής διακυβέρνησης, ακόμη και σε κρίσιμες εποχές, η δική της συναίνεση μόνο ως αδυναμία θα εκλαμβανόταν.
Μέσες-άκρες, όλα τα παραπάνω, τα έγραφα σε τούτο το blog εδώ και δεκάξι μέρες. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στην ανάρτησή μου στις 3 του τρέχοντος μηνός με τίτλο Γιατί να μην πάρει ολόκληρο το κόστος;
Την ίδια ώρα, αντί να προβεί άμεσα στη λήψη περιοριστικών μέτρων όμοιων με εκείνα που απέρριπτε στις προεκλογικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις του κου. Κώστα Καραμανλή προκειμένου να δώσει σαφή δείγματα πολιτικής ωριμότητας και υπευθυνότητας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στους εταίρους μας στην Ευρωζώνη και στις ξένες αγορές, διέσπειρε κυβερνητικές δηλώσεις και παραπολιτικούς ψιθύρους για χρεοκοπία της χώρας, κάτι που προκάλεσε την ραγδαία υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, τα παιχνίδια των κερδοσκόπων σε βάρος μας και τις επιθέσεις του δυτικού Τύπου με επικριτικά έως και δυσφημιστικά δημοσιεύματα.
Αλλά και απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση, ο πρωθυπουργός συμπεριφέρθηκε αήθως και μάλιστα κατ’ επανάληψη.
Είναι ενδεικτικό του πως αντιλαμβάνεται ο κος. Παπανδρέου τη συναίνεση το γεγονός ότι πρώτα ζήτησε στήριξη για την οικονομική του πολιτική και αμέσως μετά δημοσιοποίησε τα περιοριστικά μέτρα που είχε στα σχέδιά του, αντί να κινηθεί εντελώς αντίστροφα, όπως επέβαλαν ο κανόνας μίας συναδελφικής δεοντολογίας και η λογική μίας πολιτικής συνεργασίας. Ακόμη και τις τελευταίες ημέρες, ο πρωθυπουργός διατηρούσε έναν συνεχή δίαυλο επικοινωνίας με τον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης για μία σειρά σημαντικών ζητημάτων, αλλά δε μπήκε ποτέ στη βάσανο, απ’ ότι γνωρίζουμε τουλάχιστον, να συζητήσει μαζί του την πρόθεσή του για σύσταση εξεταστικής επιτροπής με αντικείμενο την αναψηλάφηση των αιτιών και εντοπισμό των πρωταιτίων που οδήγησαν στην κατάρρευση των Δημοσίων Οικονομικών μας.
Τέλος, ακόμη κι αν δούμε το όλο θέμα πρακτικά, ίσως και κυνικά, εκείνο το οποίο επιζητεί ο πρωθυπουργός στην παρούσα φάση είναι να μοιραστεί, κομμένο εξίσου στη μέση μάλιστα, το πολιτικό κόστος για τη λήψη οικονομικών μέτρων άκρως αντιδημοφιλών με την αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα, επιχειρεί το μισό κομμάτι της δικής του ευθύνης να το χρεώσει κι αυτό στη ΝΔ, δια μέσου του πορίσματος μίας εξεταστικής επιτροπής.
Η αξιωματική αντιπολίτευση είχε προσφέρει συναίνεση ζητώντας αυτή να είναι αμφίδρομη. Έπρεπε να γνωρίζει από την πρώτη στιγμή ότι δε θα της προσέφερε καμία δική της συναίνεση σε τίποτε η κυβέρνηση.
Η αξιωματική αντιπολίτευση είχε επισημάνει ότι η συναίνεσή της δε θα έπρεπε να εκλαμβανόταν ως αδυναμία. Έπρεπε να γνωρίζει από την πρώτη στιγμή ότι από τη στιγμή που το κυβερνόν κόμμα δεν έχει ποτέ του ενστερνιστεί τη λογική καμίας συναίνεσης σε κανένα θέμα και ούτε έχει εντρυφήσει στη σκέψη ενός μοντέλου άτυπης έστω συναινετικής διακυβέρνησης, ακόμη και σε κρίσιμες εποχές, η δική της συναίνεση μόνο ως αδυναμία θα εκλαμβανόταν.
Μέσες-άκρες, όλα τα παραπάνω, τα έγραφα σε τούτο το blog εδώ και δεκάξι μέρες. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στην ανάρτησή μου στις 3 του τρέχοντος μηνός με τίτλο Γιατί να μην πάρει ολόκληρο το κόστος;
Στο μεταξύ, η ΝΔ απώλεσε σημαντικό αντιπολιτευτικό χρόνο και πολύτιμες δημοσκοπικές μονάδες, τρέφοντας την ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατό να «χτίσει» μαζί με το συγκεκριμένο ΠαΣοΚ τη χρειαζούμενη συναίνεση.
(Πίνακας: "Illusion Rhapsody" από τον Eric De Kolb)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου