Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Η χρηματοοικονομική διάσταση της ελληνικής κρίσης


Το πρόβλημα της Ελλάδος, που έχει δημιουργήσει αναστάτωση στην Ευρωζώνη τον τελευταίο καιρό είναι, βεβαίως, από τη μια πλευρά καθαρά ελληνικό ζήτημα: 
Αφορά τα δημοσιονομικά της χώρας.
Τη δραματική επιδείνωση των οικονομικών της μεγεθών, την καθυστέρηση στη λήψη των μέτρων που περίμεναν η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι αγορές για τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών της Ελλάδας, την αμφιβολία ως προς την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων μέτρων και, τέλος, τη δυσπιστία ως προς την εφαρμογή των μέτρων.
Η άλλη όψη του θέματος, που είναι, κατά την άποψή μας, αν όχι εξίσου, πάντως πολύ σημαντική για να την παραγνωρίζουμε, είναι αυτή της στάσης των αγορών έναντι των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), του χρηματοοικονομικού δηλαδή εργαλείου που αντανακλά κατ’ εξοχή τη στάση των αγορών ως προς την πορεία της...
ελληνικής οικονομίας.
Δεδομένης της ανάγκης υψηλού δανεισμού της Ελλάδος, οι όροι του δανεισμού είναι αποφασιστικοί για την αντιμετώπιση της κρίσης και την έκβαση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας. Αύξηση των επιτοκίων διογκώνει το χρέος και επιτείνει το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας.
Λειτουργούν, λοιπόν, οι αγορές με κανόνες υγιείς στο θέμα αυτό ή μήπως το όλο χρηματοοικονομικό σύστημα επιτρέπει την ανάπτυξη και ευδοκίμηση μηχανισμών που επιτείνουν το πρόβλημα;
Μήπως, δηλαδή, η χώρα μας έχει μπει σε ένα φαύλο χρηματοοικονομικό κύκλο, από τον οποίο είναι αδύνατο να βγεί λόγω εξωγενών παραγόντων, της στάσης δηλαδή των αγορών απέναντί στα ΟΕΔ, όσο και αν προσπαθήσει και πετύχει, εν τέλει, να βελτιώσει τα δημοσιονομικά της; Ή, συναφώς, μήπως οι αγορές, με την επιθετική στάση απέναντι στα ΟΕΔ τα υποβαθμίζουν και τα απαξιώνουν, οδηγώντας σε συνεχή αύξηση των επιτοκίων, πράγμα που αδυνατίζει συνεχώς τη θέση της χώρας μας, αφού, με την αύξηση του χρέους, ακυρώνονται – ως ένα βαθμό – ή τουλάχιστον περιορίζονται τα οποιαδήποτε επιτεύγματα στο συμμάζεμα και νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας εσωτερικά (π.χ. μείωση δαπανών, αύξηση εσόδων);
Μήπως, δηλαδή, πέρα από το βασικό μας δημοσιονομικό πρόβλημα, έχουμε καταστεί βορά των ανελέητων αγορών που λειτουργούν με ύποπτη λογική και έχει δοθεί το σύνθημα «δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται»;
Πρέπει να τονισθεί, βεβαίως, ότι η συζήτηση για τυχόν στρεβλές επιδράσεις των αγορών και για προσπάθεια αντιμετώπισής τους δεν επιτρέπεται να νοηθεί ως σήμα για χαλάρωση των μέτρων που επιβάλλεται να λάβει εσωτερικά η Ελλάδα ούτε ως άλλοθι για τη δραματική οικονομική κατάσταση της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε επιβεβλημένο να συζητηθεί εγκαίρως το θέμα τυχόν ύπαρξης και ανάπτυξης στις αγορές μηχανισμών εκτός ή στα όρια της νομιμότητας, που κινούνται στη λογική της υποτιμητικής κερδοσκοπίας εις βάρος των ΟΕΔ. Το θέμα δεν συνδέεται μόνον με την Ελλάδα, αλλά και με τη γενικότερη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης, καθόσον μηχανισμοί που λειτουργούν αποσταθεροποιητικά μπορεί να βάλουν ως στόχο οποιοδήποτε κράτος της Ευρωζώνης.
Είναι χαρακτηριστικό το άρθρο του James Rickards στους Financial Times της Πέμπτης, 11 Φεβρουαρίου 2010 για τις συνέπειες σε μια χώρα ή μια εταιρία όταν οι τίτλοι της γίνονται στόχος επαγγελματιών επενδυτών που επιχειρούν την απαξίωσή τους μέσω ανοικτών πωλήσεων και credit default swaps, αφής στιγμής το καταβαλλόμενο τίμημα εξασφάλισης δεν συνδέεται πλέον με τους δυνάμει κινδύνους, αλλά με την καθαρά υποτιμητική κερδοσκοπία, πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει domino effect και να αποτελειώσει μια χώρα ή μια εταιρία, παρά το γεγονός ότι αυτή λαμβάνει ορθά μέτρα για την εξυγίανση των οικονομικών της, που μάλιστα αποδίδουν.
Υπάρχουν λοιπόν μηχανισμοί στις αγορές που επιτείνουν το πρόβλημα της χώρας μας, ποιοι είναι αυτοί, τίθεται θέμα νομιμότητάς τους, μπορούν και πρέπει να αντιμετωπισθούν θεσμικά (εποπτικά, νομισματικά ή άλλως πως), με ποιο συγκεκριμένο τρόπο και από ποιόν;
Το πολυσυζητημένο ζήτημα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης προς την Ελλάδα δεν πρέπει να κατανοηθεί πρωτίστως ως θέμα οικονομικής βοήθειας προς τη χώρα μας, αλλά ως αναγκαιότητα μιας σοβαρής συζήτησης σε σχέση με την επάρκεια των κανόνων που διέπουν τις αγορές σε θέματα trading και post-trading, καθώς και χρηματοοικονομικών εργαλείων, και για την τυχόν αποσταθεροποιητική και καταστροφική χρήση υφιστάμενων μηχανισμών της αγοράς.
Δημιουργούνται δηλαδή συνθήκες ή αναγκαιότητα παρέμβασης και σε ποια μορφή; Δεν αρκεί, όμως, η συζήτηση. Πρέπει να βγούν γρήγορα συμπεράσματα και, εφόσον κριθεί ότι συντρέχει ανάγκη, να ληφθούν μέτρα απ’ όλους τους αρμόδιους φορείς, ελληνικούς και ευρωπαϊκούς: τους διαχειριστές των αγορών και των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού συναλλαγών σε τίτλους, τις εποπτικές και τις νομισματικές αρχές, τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η κατάσταση της Ελλάδας διαμορφώνεται λοιπόν επικίνδυνα και ανησυχητικά όχι μόνον λόγω του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας αυτού καθ’ εαυτό, αλλά και επειδή σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει ακόμη(;) απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα ούτε καν σε επίπεδο διάγνωσης, πόσο μάλλον σε επίπεδο θεραπείας.
Η υπόθεση πως η κατάσταση του ασθενούς επιβαρύνεται από αθέμιτες κερδοσκοπικές επιθέσεις δεν φαίνεται να είναι αβάσιμη. Βραδύτητα και αναποφασιστικότητα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τη λήψη αποφάσεων για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και το συντονισμό των οργάνων που είναι σε θέση και έχουν την αρμοδιότητα να τα λάβουν μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες.
Αυτή την αγωνία εξέφρασε πριν από λίγες ημέρες στην ομιλία του ο πρωθυπουργός της χώρας όταν μίλησε για ατολμία και έλλειψη συντονισμού των ευρωπαϊκών οργάνων, για εικασίες ως προς τη χώρα μας που δημιούργησαν ψυχολογία επικείμενης κατάρρευσης και για προφητείες που έτειναν να γίνουν αυτοεπιβεβαιούμενες.
Δικαίως, λοιπόν, ειπώθηκε πως αντιμετωπίζεται η χώρα μας ως πειραματόζωο.
Το γεγονός όμως αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν έχουν ακόμη διαγνώσει την ασθένεια, που προηγείται της συμφωνίας που πρέπει να επιτευχθεί για τη θεραπεία. Και αναφέρομαι στα θεσμικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρεμβαίνοντας στις αγορές για την αποκατάσταση των κανόνων fair play και level playing field. Ίσως, μάλιστα, να μερικοί από αυτούς να μην είναι καν πεπεισμένοι γι’ αυτή τη διάσταση του προβλήματος.
Η ανάλυση που ακολούθησε τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση που κορυφώθηκε το 2008 ήταν εξαιρετικά διαφωτιστική για τα αίτια που την προκάλεσαν και οδήγησε σε προτάσεις για τη λήψη μέτρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η από 27.5.2009 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναγνωρίζει την ύπαρξη σημαντικών αδυναμιών στη χρηματοπιστωτική εποπτεία και υπογραμμίζει τα θεσμικά κενά σε θέματα συνεργασίας, συντονισμού και συνοχής των εθνικών εποπτικών αρχών.
Προς αντιμετώπιση των θεσμικών κενών προτάθηκαν μέτρα για ένα ενισχυμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο χρηματοπιστωτικής εποπτείας, με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, ενισχυομένου του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τη δημιουργία ενιαίων ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών για το τραπεζικό σύστημα, την κεφαλαιαγορά και τον ασφαλιστικό τομέα, στο πλαίσιο ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας. Τα όργανα αυτά δεν έχουν όμως ακόμη θεσμοθετηθεί.
Πάντως, παρά την μη εισέτι θεσμοθέτηση και λειτουργία των νέων μηχανισμών και φορέων, είναι επιβεβλημένη η χρήση των υφιστάμενων μηχανισμών βάσει της πρόσφατης εμπειρίας.
Τα συναχθέντα από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση συμπεράσματα πρέπει να αξιοποιηθούν με ευρύτητα πνεύματος το συντομότερο δυνατό, πριν είναι αργά. Το δις εξαμαρτείν ταυτό ουκ ανδρός σοφού.
Η περίπτωση της κρίσης της Ελλάδας είναι μια παραλλαγή της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, που χτυπάει με υστέρηση τη χώρα μας, αλλά – ως φαινόμενο – μπορεί να αποδειχθεί προανάκρουσμα κακών για όλη την Ευρωζώνη. Στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση η Ευρώπη, αλλά και όλοι οι διεθνείς μηχανισμοί των αγορών προς αντιμετώπιση κρίσεων, αποδείχθηκαν Επιμηθείς. Για το καλό της Ευρώπης, αυτό δεν επιτρέπεται να επαναληφθεί.
Πρέπει, λοιπόν, η Ευρώπη και, ιδίως, η Ευρωζώνη να διαχωρίσουν τις – δικαιολογημένες από πολλές απόψεις – αρεταλογικές και σωφρονιστικές υποδείξεις συμπεριφοράς απέναντι στην Ελλάδα, σε σχέση με το δημοσιονομικό πρόβλημα της τελευταίας, από την αδήριτη ανάγκη εξέτασης της χρηματοοικονομικής διάστασης του θέματος ως προς τη λειτουργία των αγορών, και δράσης στον τομέα αυτό. Εδώ το θέμα είναι και της Ευρώπης.
Βεβαίως, η στάση της Ελλάδος πρέπει να είναι ενεργή και αποφασιστική στην κατεύθυνση αυτή. Επιβάλλεται να προσδιορίσει και αναδείξει τα θέματα των αγορών και των στρεβλώσεών τους με τρόπο επιστημονικό και πειστικό για τους ειδήμονες των αγορών και τους θεσμικούς παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εστιάσει στην ανάγκη θεσμικής αντιμετώπισης των ζητημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να δώσει η ίδια δείγματα γραφής, όπου και όπως μπορεί.
Επιβάλλεται να καταστεί ακόμη σαφέστερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις αγορές ότι το αίτημα για αλληλεγγύη συνδέεται στενά με τη λήψη θεσμικών μέτρων προς αντιμετώπιση νέων μορφών στρεβλώσεων στις αγορές και ιδιότυπων αθέμιτων κερδοσκοπικών επιθέσεων, που, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουν ως στόχο μόνον την Ελλάδα, αλλά, τελικώς, την ίδια την Ευρωζώνη.
Πρέπει, λοιπόν, να πεισθούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας για τη σοβαρότητα της κατάστασης, να ενεργοποιηθούν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί έρευνας και να εξετασθεί άμεσα υπ’ αυτό το πρίσμα το σημερινό πρόβλημα της Ελλάδας.
Αν ήθελε διαγνωσθεί θεσμικό πρόβλημα των αγορών, πρέπει να ληφθούν επειγόντως αποφάσεις και μέτρα. Είναι επιβεβλημένο να καταστεί κοινή συνείδηση των Ευρωπαίων πως ενασχόληση με το ζήτημα δεν αποτελεί πράξη φιλανθρωπίας προς την Ελλάδα, παρά κίνηση αυτοπροστασίας.
Όπως διδαχθήκαμε πρόσφατα, οι ιοί των αγορών είναι πολύ μολυσματικοί και μπορεί να δημιουργήσουν σε όλη την Ευρωζώνη πολύ μεγαλύτερα προβλήματα απ’ αυτά που μπορούμε σήμερα να φανταστούμε.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην Ελλάδα και την πτωχεύσασα αμερικανική επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers, δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως αν δεν εξετασθούν άμεσα και σοβαρά τυχόν παρενέργειες μηχανισμών της αγοράς που μπορεί να λειτουργούν στρεβλά και αποσταθεροποιητικά και δεν ληφθούν τα δέοντα μέτρα, υπάρχει κίνδυνος νέα Lehman Brothers να μην είναι απλώς η Ελλάδα, αλλά η Ευρωζώνη.
του Δημήτρη Τσιμπανούλη*
* Ο δικηγόρος Δημήτρης Γ. Τσιμπανούλης είναι διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: