Το γιατί η βία και η ανομία κινδυνεύουν να καταστούν ενδημικά στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας είναι θέμα που σηκώνει μεγάλη συζήτηση.
Ενδεχομένως τα φαινόμενα της ανομίας και της ανοχής που αυτή απολαμβάνει στη χώρα μας ανάγονται στο ηρωικό παρελθόν που τόσο γλαφυρά περιέγραψαν, στα μέσα του 19ου αιώνα, Γάλλοι συγγραφείς σε έργα όπως «Ο βασιλεύς των ορέων» ή «Οι πειρατές του Αιγαίου».
Πιθανόν επίσης τα ίδια αυτά φαινόμενα να σχετίζονται με μια μακρά παράδοση καχυποψίας απέναντι στο κράτος και τα όργανά του. Οπωσδήποτε, απηχούν μια γενικότερη περιφρόνηση των κανόνων και τη, συχνά σκόπιμη, σύγχυση ανάμεσα στην επιβολή του νόμου και την «κρατική καταστολή»...
Η στάση αυτή μεγάλης μερίδας πολιτών καθίσταται ευδιάκριτη αν αναλογιστεί κανείς γνώριμες καταστάσεις σε ελληνικά γήπεδα, πανεπιστημιακούς χώρους, γειτονιές της Αθήνας, κοινότητες της Κρήτης, τουριστικά θέρετρα, αλλά και την τύχη που είχαν οι νόμοι για την αυθαίρετη δόμηση, τον περιορισμό του καπνίσματος ή ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας.
Οπωσδήποτε το πρόβλημα δεν είναι η θέσπιση περισσότερων ή αρτιότερων νόμων. Ίσα-ίσα που η πολυνομία που χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα συνιστά τροχοπέδη για την έγκαιρη και αποτελεσματική απονομή του δικαίου.
Το πρόβλημα συνίσταται στην αδυναμία ή/και απροθυμία του Κράτους να εκπληρώσει βασικές του λειτουργίες αδιακρίτως και ανεξαιρέτως – σε σημείο, μάλιστα, που η επιβολή του νόμου να θεωρείται πλέον από πολλούς «ακραίο μέτρο».
Η (κατά)σταση αυτή χαρακτηρίζει ιδιαιτέρως τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ) στην Ελλάδα. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται, αφενός, στο γεγονός ότι προορισμός τους είναι να παρέχουν εκπαίδευση και να διεξάγουν έρευνα σε συνθήκες ελευθερίας, τις οποίες αν το Κράτος δεν διασφαλίζει τότε εύκολα καταλύονται· και, αφετέρου, στον θεσμό του πανεπιστημιακού ασύλου, με την έννοια ότι, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, απαγορεύεται στις αρχές ασφαλείας να επεμβαίνουν σε χώρο των ΑΕΙ χωρίς την άδεια των οργάνων τους.
Το πανεπιστημιακό άσυλο θεσπίστηκε με τον ν. 1268/1982. Επρόκειτο για ελληνική ιδιοτυπία που οφειλόταν σε ιστορικούς λόγους, δηλ. την εμπειρία καταστολής ιδεών και κινημάτων από όργανα του Κράτους, με αποκορύφωμα την περίοδο της επταετούς δικτατορίας.
Στο διάβα του χρόνου, το άσυλο, αντί να συμβάλλει στην περιφρούρηση των ελευθεριών της πανεπιστημιακής κοινότητας, κατέληξε να συντηρεί συνθήκες ακαταδίωκτου για διάφορα στοιχεία – από κακοποιούς του κοινού ποινικού δικαίου έως ακτιβιστές της πολυώνυμης Αριστεράς – που έσπευσαν να το εκμεταλλευτούν. Με τον τρόπο αυτό, αναιρέθηκε στην πράξη η αποστολή του θεσμού, αφού σε συνθήκες ανασφάλειας η άσκηση δικαιωμάτων και ελευθεριών τελεί μονίμως υπό αμφισβήτηση.
Το 2011 ο (πολύπαθος) νόμος 4009 (Διαμαντοπούλου) κατάργησε σιωπηρά το άσυλο. Η σχετική λακωνική διάταξη προέβλεπε ότι «σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των ΑΕΙ εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία».
Αυτονόητο, θα μου πείτε. Ναι, για την υπόλοιπη υφήλιο· για την Ελλάδα όμως;
Παρά ταύτα, την περίοδο που ίσχυσε ο νόμος αυτός η ασφάλεια στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν βελτιώθηκε αισθητά. Αυτό συνέβη διότι, σε κρίσιμες στιγμές, τόσο οι αρμόδιες για την τήρηση του νόμου κρατικές αρχές, όσο και διοικήσεις ΑΕΙ απέφυγαν το «ακραίο μέτρο» της αστυνομικής/εισαγγελικής επέμβασης. Όποτε αυτό συνέβη, απέβη αποτελεσματικό, πρόσκαιρα όμως.
Έπειτα, ήρθε το 2015 και η πρώτη κυβέρνηση του κυρίου Τσίπρα έσπευσε να επαναφέρει το πανεπιστημιακό άσυλο, το οποίο προσδιόρισε δύο χρόνια αργότερα ο νόμος 4885 (Γαβρόγλου). Αυτό το μέτρο επιχειρεί να ανατρέψει η σημερινή κυβέρνηση, με μια τροπολογία στον εν λόγω νόμο που, μεταξύ άλλων, υπενθυμίζει στις «αρμόδιες αρχές» το καθήκον τους να ασκούν τις αρμοδιότητές τους απαρεγκλίτως και, πάντως, όποτε τελούνται αξιόποινες πράξεις.
Προεξοφλώ ότι θα υπάρξει αντίλογος με κοινό παρονομαστή τη ρητορεία περί «αυταρχισμού» και «κρατικής καταστολής». Προεξοφλώ επίσης ότι, με το πέρας των θερινών διακοπών, θα υπάρξουν έμπρακτες αντιδράσεις, ώστε να δοκιμαστεί η βούληση του Κράτους αλλά και των πανεπιστημιακών αρχών να εμμείνουν στην επιβολή του νόμου.
Θα διεξαχθεί ένας αγώνας αντοχής. Οι εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένου του τύπου και κομμάτων της αντιπολίτευσης, θα καραδοκούν για να δουν ποιος πρώτος θα προσφύγει στη βία – οι λογής ακτιβιστές η τα όργανα του Κράτους;
Θα πρόκειται για ένα πρώιμο και κρίσιμο τεστ αποφασιστικότητας, όχι μόνο για την κυβέρνηση αλλά και για την κοινωνία, τη μερίδα, τουλάχιστον, που, όπως φάνηκε στις πρόσφατες εκλογές, διέκρινε την ανάγκη οι νοσηρές και (αυτό)καταστροφικές μας συνήθεις πρακτικές να περάσουν στην Ιστορία.
Του Γιάννη Στεφανίδη *
* Ο Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου