Ας το πούμε καθαρά από την αρχή:
η κυβέρνηση συμφώνησε και σύντομα θα ψηφίσει το 4ο Μνημόνιο, υπό το καθεστώς του οποίου ζούμε από τη στιγμή που κατέστη προφανής η μη υλοποίηση του προηγούμενου, το οποίο επίσης προκάλεσε και συνήψε η «Αριστερή» κυβέρνηση.
Το νέο Μνημόνιο είναι το πιο επώδυνο που θα μπορούσε να υπάρξει:
δεν δίνει χρήματα πέρα από αυτά που είχαν ήδη συμφωνηθεί με πολύ λιγότερα μέτρα, τα νέα μέτρα προδιαγράφουν τη συνέχιση και εμβάθυνση της υφεσιακής πορείας, ενώ οι μεταρρυθμίσεις που εξαγγέλλονται είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν μπορούν να υλοποιηθούν από την παρούσα ομάδα εξουσίας.
Το γιατί πρόκειται για νέο Μνημόνιο, το δεύτερο σε τρία χρόνια, είναι σαφές και αδιαμφισβήτητο:
όχι μόνο έτσι ονομάζεται αλλά και και τέτοιο είναι ως προς την ουσία, το περιεχόμενο, την έκταση και το εύρος (53 σελίδες που καλύπτουν εξυπαρχής κάθε τομέα πολιτικής), τα συγκεκριμένα και δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα.
Ο επίσημος τίτλος του, που η κυβέρνηση προφανώς δεν σκόπευε να μας αποκαλύψει πριν το φέρει, με συνοπτικές διαδικασίες, στη Βουλή, είναι «Συμπληρωματικό Μνημόνιο».
Νέα και αυτόνομη δηλαδή συγγραφή υποχρεώσεων λόγω μη τήρησης των προηγούμενων, όπως ρητά αναφέρεται στο προοίμιο:
τον Ιούλιο του 2015 η Ελλάδα ζήτησε υποστήριξη, ένα νέο Μνημόνιο υπογράφηκε, αλλά η πορεία του ήταν τέτοια που απαιτείται τώρα κάτι παραπάνω από επικαιροποίηση, μια νέα συμφωνία.
Η δε απεμπόληση της «κυριαρχίας», παρά την υποτιθέμενη «μάχη» της κυβέρνησης, είναι πλήρης:
στη δεύτερη ήδη παράγραφο αναφέρεται ρητά ότι, πέρα από την καταναγκαστική «ανάληψη κυριότητας» του νέου Μνημονίου (ιδεολογική συνθηκολόγηση), η κυβέρνηση συνομολογεί ότι είναι «έτοιμη να λάβει οποιοδήποτε μέτρο πιθανόν καταστεί σκόπιμο καθώς θα αλλάζουν οι συνθήκες» (αποδοχή διαρκούς δυσμενούς μεταβολής) και ότι δεσμεύεται να «συμβουλεύεται και να συμφωνεί με τους εταίρους για κάθε πράξη της που σχετίζεται με την επίτευξη των στόχων του Μνημονίου» (εξαφάνιση των περιθωρίων αυτόνομης εθνικής δράσης).
Το 4ο Μνημόνιο είναι το πιο ασφυκτικό και το πιο μονομερές από όλα, εξαιτίας της πλήρους αποτυχίας του 3ου Μνημονίου και την εξ αυτού του λόγου απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς δανειστών.
Αν συνιστούσε απλώς μια μείζονα πολιτική ήττα της κυβέρνησης, το 4ο Μνημόνιο θα μπορούσε, λόγω ακριβώς της συνομολογούμενης αλλαγής στάσης της ελληνικής πλευράς, να κρύβει το σπόρο ενός νέου ξεκινήματος ή έστω μιας σχετικής εξυγίανσης.
Δυστυχώς ούτε αυτό συμβαίνει, καθώς η «συνταγή» δεν γίνεται ούτε πιο ρεαλιστική ούτε πιο αναπτυξιακή. Για δύο λόγους: παρά τις εξαγγελίες περί «στρατηγικής ανάκαμψης που λαμβάνει υπόψη της την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη και δικαιότητα» (fairness), τα δυόμιση τρίτα των μέτρων έχουν χαρακτήρα περαιτέρω περικοπών, ενώ οι «οριζόντιες μεταρρυθμίσεις» (σε όλα σχεδόν τα μεγάλα πεδία δημόσιας πολιτικής) εξαρτώνται από την πλήρωση εξαιρετικά πολυάριθμων (κοντά στις 140), σε εξαιρετικά στενά χρονικά περιθώρια (τα περισσότερα πρέπει να έχουν γίνει μέσα στο 2017) και εξαιρετικά επαχθών προαπαιτούμενων.
Αρκεί να θυμηθούμε πόσο πίσω έμεινε η κυβέρνηση (στην ουσία δεν δούλεψε καν) στα πολύ λιγότερα και πιο απλά προαπαιτούμενα του 3ου Μνημονίου. Κι αρκεί να πάρουμε δύο παραδείγματα εντός του 4ου Μνημονίου για να αντιληφθούμε το μέγεθος της ανισομέρειας μεταξύ λιτότητας-ανάπτυξης και το μέγεθος των δυσκολιών υλοποίησης.
Στον κατεξοχήν κοινωνικού χαρακτήρα τομέα της Υγείας, πέρα από τις γενικότητες για ένα «βιώσιμο, δίκαιο και προσιτό σε όλους σύστημα», όλα τα προαπαιτούμενα έχουν να κάνουν με εξοικονόμηση πόρων: «εκλογίκευση» (δηλαδή περικοπή) των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης (τη στιγμή που το δημόσιο σύστημα έχει γονατίσει και εξακολουθεί να υφίσταται μόνο χάρις στην αυτοθυσία ορισμένων λειτουργών του), «υιοθέτηση διαρθρωτικών μέτρων για τις δαπάνες της ιδιωτικής περίθαλψης» (ένα άλλον κόσμο, που «διαρθρώνεται» ακριβώς με βάση την κατάρρευση του δημοσίου συστήματος), «πραγματοποίηση ελέγχων δαπανών» (έτσι θα γυρίσουν οι γάζες στα νοσοκομεία), «βελτίωση της οικονομικής διαχείρισης στα νοσοκομεία» (πρωτότυπος στόχος και σίγουρη επιτυχία), «βελτίωση των κινήτρων για τους φαρμακοποιούς» (χωρίς σχόλιο). Όσον αφορά δε τις λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», και μόνο ότι το 4ο Μνημόνιο συστοιβάζει και εξαγγέλλει την υλοποίηση, μέσα σε ένα χρόνο, της φορολογικής μεταρρύθμισης, της μεταρρύθμισης δημοσίων εσόδων, του Ασφαλιστικού, του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, της αγοράς εργασίας, των δικτύων ενέργειας, ύδρευσης, μεταφορών, της Δημόσιας Διοίκησης, των Ανεξάρτητων Αρχών και της επανεκκίνησης των ιδιωτικοποιήσεων, λέει τα πάντα για τη σύλληψη και τη χρησιμότητα του.
Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι περαιτέρω μειώσεις μισθών και συντάξεων (το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάνθηκε ήδη αρνητικά για τη συνταγματικότητα αναδρομικής και χωρίς αναλογιστική μελέτη περικοπής των συντάξεων) και ακόμα επαχθέστερη, από το 2018, φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, μπορούν να εξισορροπηθούν με γενικότητες, ώστε να απεγκλωβιστεί η οικονομία;
Τι άλλο παρά κόλαφο για την κυβερνητική πολιτική συνιστά το γεγονός ότι «συμφωνούνται» (δηλαδή απαιτούνται) σήμερα αλλαγές (Ασφαλιστικό, «εργαλειοθήκη» για το άνοιγμα υπηρεσιών και επαγγελμάτων, λειτουργία Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, εισπραξιμότητα φόρων, σύστημα δημόσιων διαγωνισμών, «κόκκινα δάνεια», συγκρότηση του «Υπερταμείου») που θα έπρεπε προ πολλού να έχουν συντελεστεί;
Τι σημαίνει άραγε για ένα υποτιθέμενο Κράτος-Δικαίου ότι οι δανειστές προτείνουν μέτρα για το λαθρεμπόριο, την καταβολή των κοινωνικών επιδομάτων στους δικαιούχους και την ανάκτηση της ανεξαρτησίας των Ανεξάρτητων Αρχών;
Πόσο πιθανό είναι –στατιστικά, λογικά, εμπειρικά ή από οποιαδήποτε άλλη άποψη- να πραγματοποιήσει αυτή η κυβέρνηση ιδιωτικοποιήσεις ύψους 2,2 και 2,3 δισεκατομμυρίων το 2017 και το 2018, όταν τα νούμερα ήταν 300 και 500 εκατομμύρια για το 2015 και 2016 και όταν ακόμα συζητάμε για τη ΔΕΗ και το Ελληνικό;
Και υπάρχει άραγε κάποιος Έλληνας πολίτης ή ξένος αξιωματούχους που να «ελπίζει» ότι, μέσα στο 2017, θα έχουν ολοκληρωθεί (όχι ξεκινήσει, ολοκληρωθεί) ένα «συνολικό και πλήρες σχέδιο καταπολέμησης της φοροδιαφυγής», μια «εθνική στρατηγική για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων», ένας «κατάλογος όλων των μεγάλων οφειλετών στο Δημόσιο», μια «κοινή βάση δεδομένων για τις κοινωνικές εισφορές», μια «νέα πλήρης μέθοδος κατ’ άτομο υπολογισμού των προνοιακών δικαιωμάτων», μιας «εξαρχής διαμόρφωση των ακαδημαϊκών τίτλων», μια «μείζων επανεξέταση των οικογενειακών επιδομάτων (ας σταματήσω εδώ, αν και βρισκόμαστε μόλις στη σελίδα 22 από τις 53 του Μνημονίου).
Μέσα από την προβολή της πρακτικής εφαρμογής του, το 4ο Μνημόνιο εμφανίζεται ως αυτό που είναι:
μια προσπάθεια της κυβέρνησης να κερδίσει χρόνο παραμονής στην εξουσία συνομολογώντας δεσμεύσεις που ούτε μπορεί ούτε θέλει να υλοποιήσει και θέτοντας, από τώρα, τη διάδοχό της, αλλά και τη χώρα, σε μια στενωπό λιτότητας και στασιμότητας.
Η κυβερνητική στόχευση είναι να ψηφίσει τα μέτρα, να τα ξεχάσει (θα τα ξεχάσουν όμως οι πολίτες;), να αλώσει όσο πιο βαθιά μπορεί το Κράτος (αν και το Ελεγκτικό Συνέδριο κλείνει την πόρτα στη μονιμοποίηση των συμβασιούχων) και να επιδοθεί στα αγαπημένο της σπορ του διπλού λόγου, της εικονικής πραγματικότητας και του αντιπερισπασμού – η δύστυχη Παιδεία υπήρξε ήδη το πρώτο θύμα αυτής της τακτικής, ενώ δεν θα αργήσει να μπει στο χορό και το ακόμα πιο ταλαίπωρο Σύνταγμα.
Σύνοψη και μαζί ρέκβιεμ της «πολιτικής» της παρούσας κυβέρνησης, το 4ο Μνημόνιο βάζει γερές βάσεις για να μας παρασύρει όλους στην εγκατάλειψη της προσπάθειας και της ελπίδας.
Κατά τα άλλα –ή ακριβώς γι’ αυτό το λόγο-, οι δανειστές μας κοιμούνται ακόμα πιο ήσυχοι.
Του Κώστα Μποτόπουλου*
* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρώην ευρωβουλευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου