Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του, κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή.
Λιγοστὰ ήσανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς ήτανε ὁ Γιάννης, μὰ ήτανε Βλογημένος. Κ᾿ εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά ῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε.
Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του. Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου...
Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο: «Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».
Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἡ φωνή του ήτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα. Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε.
Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...
.
Φώτης Κόντογλου-Τὸ βλογημένο μαντρί
Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο: «Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».
Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἡ φωνή του ήτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα. Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε.
Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...
.
Φώτης Κόντογλου-Τὸ βλογημένο μαντρί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου