Σήμερα που μου χτυπούν την πόρτα πολλά παιδιά για να μου πουν τα κάλαντα, θυμούμαι την εποχή εκείνη που, παιδί κι εγώ, χτυπούσα πόρτες για να τα πω.
Αναστορούμαι τα παλιά και γράφω, με συγκίνηση.
Οι παλιοί φίλοι, ίσως έχουν διαβάσει τούτο το γραφτό. Για τους νεώτερους το δημοσιεύω. Και για τον εαυτό μου.
Η επιχείρηση κάλαντα...
Δεν λέω καλή ήταν η Ανάσταση του Χριστού όταν ήμουν παιδί, αλλά καλύτερη ήταν η γέννησή του. Δεν ξέρω αν είναι αμαρτία αυτό που λέω, αλλά αυτό το πίστευα ακραδάντως. Από όλα όσα έπραξε στη ζωή του ο Ιησούς, μόνο το ότι αποφάσισε να γεννηθεί με συγκλόνιζε. Διότι, πέραν όλων των άλλων, τα Χριστούγεννα μου έδιναν και τη μοναδική ευκαιρία να λέω τα κάλαντα.
Μικρός που ήμουνα πίστευα ότι γι αυτόν ακριβώς το λόγο είχε γεννηθεί ο Χριστούλης. Για να λέω εγώ τα κάλαντα. Χώρια που για τον ίδιο ακριβώς λόγο είχαν συμβεί τότε στη Βηθλεέμ και όλα τα άλλα γεγονότα. Το ότι οι ουρανοί ηγάλλοντο και έχαιρε η φύσις όλη. Το ότι ετέχθη εν τω σπηλαίω και εν φάτνη των αλόγων ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Το ότι πλήθος αγγέλων έψαλλαν «δόξα εν υψίστοις». Το ότι εκ της Περσίας ξεκίνησαν οι τρεις μάγοι με τα δώρα. Το ότι άστρο λαμπρό τους οδηγούσε.
Το ότι ο βασιλεύς Ηρώδης έκαμε τα όσα έκαμε επειδή έγινε θηριώδης, όλα αυτά συνέβησαν για να γεννηθώ εγώ 1951 χρόνια αργότερα και κάθε Χριστούγεννα να μπορώ να ξεχύνομαι στους δρόμους και να τα διαλαλώ. Έτσι πίστευα.
Ήμουν βέβαιος ότι η γέννηση του Ιησού ουσιαστικά ολοκληρώθηκε το σωτήριο έτος 1951 που γεννήθηκε ο άνθρωπος ο οποίος, επιτέλους, θα χτυπούσε πόρτες και θα πληροφορούσε τον κόσμο για τα όσα είχαν συμβεί τότε, εν Βηθλεέμ τη πόλη.
Κατά κάποιο τρόπο, εγώ αναλάμβανα το επικοινωνιακό κομμάτι της γέννησης.
Τη διαφήμισή του. Και το έκανα δι όλης της ψυχής και δι όλης της διανοίας μου, ιδιαίτερα εάν οι δρόμοι δεν είχαν λάσπες και δεν κάρφωναν οι γαλότσες μου σε αυτές.
Κάθε παραμονή Χριστουγέννων ήμουν πανέτοιμος να φέρω σε πέρας την ιερή αποστολή που είχα αναλάβει. Ο εξοπλισμός μου τέλειος. Ο οποίος αποτελούνταν από δύο καπάκια μεταλλικών κουτιών που περιείχαν μπογιά για τα παπούτσια και είχαν πάνω τους ζωγραφισμένη μια καμήλα. Πίστευα ότι οι δύο καμήλες που κρατούσα στα χέρια μου ήταν εικονίσματα, αφού με αυτές σίγουρα οι δύο μάγοι είχαν πάει από την Περσία στη Βηθλεέμ. Για την τύχη του τρίτου συντρόφου τους δεν με ένοιαζε καθόλου. Τα δύο καπάκια τα τρυπούσα στο κέντρο τους με μια πρόκα – προσέχοντας μη καρφώσω την άγια καμήλα – και μετά περνούσα από τις τρύπες ένα σπάγκο. Τις άκρες του σπάγκου τις έδενα κόμπο για να μη φεύγει από τις τρύπες και αυτό ήταν όλο. Το μουσικό μου όργανο που λεγόταν «ζήλια» ήταν έτοιμο να λειτουργήσει όπως περίπου λειτουργούσαν οι σάλπιγγες των αγγέλων.
Λέω «περίπου» γιατί οι αγγελικές σάλπιγγες είχαν και ατέλειες. Χώρια που τους έλειπαν και οι άγιες καμήλες.
Η αποστολή μου ξεκινούσε όρθρου βαθέως. Αφενός γιατί όλη νύχτα δεν μου κολλούσε ύπνος και αφετέρου για να μην προλάβουν άλλα παιδιά να μεταδώσουν τα χαρμόσυνα χαμπέρια πριν από εμένα. Βέβαια, πολλές φορές μου άνοιγαν την πόρτα τους αγουροξυπνημένοι άνθρωποι με φανερή την τσίμπλα στο μάτι τους, αλλά καθόλου δεν με πείραζε. Ίσα – ίσα καλύτεροι από τους ξύπνιους ήταν αυτοί αφού και λεφτά μου δίνανε και καμιά όρεξη δεν είχαν να ακούσουν λεπτομέρειες για τη γέννηση του Ιησού. Μου έδιναν την εντύπωση ότι γνώριζαν τα πάντα και απορούσα που στο διάολο τα είχαν μάθει αφού εγώ δεν θυμόμουνα να τους τα είχα πει.
Δεν έβγαινα μόνος μου να λέω τα κάλαντα. Έπαιρνα μαζί μου και τον αδελφό μου τον Γιάννη, κατά ένα χρόνο μικρότερό μου. Έκρινα ότι η παρουσία του στο πλευρό μου ήταν απαραίτητη, για συγκεκριμένους λόγους.
Πρώτον διότι αν χρειαζόταν να πλακωθούμε στο ξύλο με άλλους προπαγανδιστές της γέννησης του Χριστού, καλύτερα ήταν να μην ήμουν μόνος. Δεύτερον, διότι ο Γιάννης είχε γαϊδουροφωνάρα και έτσι μπορούσα να ξεχωρίζω εγώ λόγω της καλλιέπειας της φωνής μου. Τρίτον, διότι έπρεπε να έχω κοντά μου και έναν μάρτυρα έτοιμο να επιβεβαιώσει όλα όσα είχα να ανακοινώσω για τον Ιησού, τον Ηρώδη και τις καμήλες σε όσους μας άνοιγαν την πόρτα. Και τέταρτον, διότι στο τέλος της αποστολής μας όταν έφτανε η ώρα να μοιραστούμε τις εισπράξεις, πολύ εύκολα τον έριχνα το Γιάννη στη μοιρασιά. Και αν έκανε ότι στραβομουτσούνιαζε, του έριχνα και τις σφαλιάρες του.
Αμέτρητα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο καλύπταμε, περπατώντας σε όποιο δρόμο και σοκάκι βλέπαμε. Χτυπούσαμε όποια πόρτα βλέπαμε. Χωρίς αναστολές, χωρίς ντροπές, χωρίς φόβους και πάθη. Είτε μας στραβοκοίταζαν είτε όχι αυτοί που μας άνοιγαν, το πρόγραμμά μας ήταν το ίδιο.
«Θείο, να τα πούμε;» εξυπακούεται ότι αν μας άνοιγε γυναίκα δεν την προσφωνούσαμε «θείο».
Αν καθυστερούσε, έστω και για δευτερόλεπτα να μας απαντήσει, εκλαμβάναμε την τοιαύτη καθυστέρηση ως αποδοχή της πρότασής μας και αρχίζαμε να βαράμε τα καπάκια με τις άγιες καμήλες και να τραγουδάμε.
«Καλήν ημέρα άρχοντες»
Τώρα, τι σόι άρχοντες μπορούσαν να κατοικούν σε κάποια χαμόσπιτα που νομίζαμε ότι θα γκρεμιζόντουσαν αν λέγαμε λίγο δυνατότερα τα κάλαντα, αυτό ήταν μια άλλη ιστορία. Εμείς, όλους «άρχοντες» τους αποκαλούσαμε.
Πώς να τους αποκαλούσαμε; «φτωχομπινέδες;»
Νευρίαζα αφάνταστα όταν κάποιος μας άφηνε να του πούμε τα πάντα, με κάθε λεπτομέρεια, για το ρεπορτάζ της Βηθλεέμ και μετά μας έδινε ένα πενηνταράκι.
Έτσι μου ερχόταν να κλείσω τα κάλαντα με κάνα μπινελίκι, αλλά δεν το έκανα, γιατί δεν είχα μάθει ακόμα απταίστως τη μπινελική γλώσσα.
Αντίθετα, αφάνταστα εκτιμούσα τους πελάτες που μας έδιναν ολόκληρη δραχμή και μάλιστα χωρίς να περιμένουν με αγωνία να ακούσουν το τέλος της ιστορίας που τους διηγούμασταν, συνοδεία των καπακιών από τα κουτιά με τη μπογιά για τα παπούτσια. Υπήρχαν και πελάτες που μας έδιναν δίφραγκο.
Αυτούς τους γυρεύαμε στα πιο δυσπρόσιτα στενοσόκακα, εκεί που ξέραμε ότι ήταν πολύ δύσκολο να είχαν πάει πριν από εμάς άλλα παιδιά για να πουν τα κάλαντα. Είχα και μια θεία, τη θεία Δέσποινα που έμενε κοντά στο Πανάνειο Νοσοκομείο, η οποία μας έδινε τάλιρο. Έτσι και ήταν στο σπίτι και η κόρη της η Σωσώ μας έδινε και αυτή «επικουρική» αμοιβή οπότε ήμασταν διατεθειμένοι μέχρι και τα ονόματα των χιλιάδων νηπίων που σφάγιασε ο θηριώδης Ηρώδης να τους πούμε.
Με την τόση εμπειρία που είχαμε αποκτήσει, είχαμε χαρτογραφήσει τη μείζονα περιοχή των Καμινίων κατά τρόπο λεπτομερέστατο. Ξέραμε απέξω κι ανακατωτά ποιοι μας έδιναν πενηνταράκι, ποιοι δραχμή και ποιοι δίφραγκο.
Ξέραμε και τους αχώνευτους που παρίσταναν ότι γνώριζαν ότι ο Ιησούς είχε γεννηθεί και δεν μας επέτρεπαν να τους ενημερώσουμε σχετικά. Με βάση αυτή τη χαρτογράφηση κινούμασταν κάθε χρόνο. Κάθε Χριστούγεννα, κάθε Πρωτοχρονιά και κάθε Θεοφάνια. Δυστυχώς, μόνο τρεις μέρες το χρόνο μπορούσαμε να πούμε κάλαντα. Χάθηκε ο κόσμος αν τα λέγαμε κάθε Κυριακή;
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η δουλειά ήταν πεσμένη. Ποτέ δεν είχαμε κάνει την είσπραξη της παραμονής των Χριστουγέννων.
Λογικό το έβρισκα.
Μικρός που ήμουνα πίστευα ότι γι αυτόν ακριβώς το λόγο είχε γεννηθεί ο Χριστούλης. Για να λέω εγώ τα κάλαντα. Χώρια που για τον ίδιο ακριβώς λόγο είχαν συμβεί τότε στη Βηθλεέμ και όλα τα άλλα γεγονότα. Το ότι οι ουρανοί ηγάλλοντο και έχαιρε η φύσις όλη. Το ότι ετέχθη εν τω σπηλαίω και εν φάτνη των αλόγων ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Το ότι πλήθος αγγέλων έψαλλαν «δόξα εν υψίστοις». Το ότι εκ της Περσίας ξεκίνησαν οι τρεις μάγοι με τα δώρα. Το ότι άστρο λαμπρό τους οδηγούσε.
Το ότι ο βασιλεύς Ηρώδης έκαμε τα όσα έκαμε επειδή έγινε θηριώδης, όλα αυτά συνέβησαν για να γεννηθώ εγώ 1951 χρόνια αργότερα και κάθε Χριστούγεννα να μπορώ να ξεχύνομαι στους δρόμους και να τα διαλαλώ. Έτσι πίστευα.
Ήμουν βέβαιος ότι η γέννηση του Ιησού ουσιαστικά ολοκληρώθηκε το σωτήριο έτος 1951 που γεννήθηκε ο άνθρωπος ο οποίος, επιτέλους, θα χτυπούσε πόρτες και θα πληροφορούσε τον κόσμο για τα όσα είχαν συμβεί τότε, εν Βηθλεέμ τη πόλη.
Κατά κάποιο τρόπο, εγώ αναλάμβανα το επικοινωνιακό κομμάτι της γέννησης.
Τη διαφήμισή του. Και το έκανα δι όλης της ψυχής και δι όλης της διανοίας μου, ιδιαίτερα εάν οι δρόμοι δεν είχαν λάσπες και δεν κάρφωναν οι γαλότσες μου σε αυτές.
Κάθε παραμονή Χριστουγέννων ήμουν πανέτοιμος να φέρω σε πέρας την ιερή αποστολή που είχα αναλάβει. Ο εξοπλισμός μου τέλειος. Ο οποίος αποτελούνταν από δύο καπάκια μεταλλικών κουτιών που περιείχαν μπογιά για τα παπούτσια και είχαν πάνω τους ζωγραφισμένη μια καμήλα. Πίστευα ότι οι δύο καμήλες που κρατούσα στα χέρια μου ήταν εικονίσματα, αφού με αυτές σίγουρα οι δύο μάγοι είχαν πάει από την Περσία στη Βηθλεέμ. Για την τύχη του τρίτου συντρόφου τους δεν με ένοιαζε καθόλου. Τα δύο καπάκια τα τρυπούσα στο κέντρο τους με μια πρόκα – προσέχοντας μη καρφώσω την άγια καμήλα – και μετά περνούσα από τις τρύπες ένα σπάγκο. Τις άκρες του σπάγκου τις έδενα κόμπο για να μη φεύγει από τις τρύπες και αυτό ήταν όλο. Το μουσικό μου όργανο που λεγόταν «ζήλια» ήταν έτοιμο να λειτουργήσει όπως περίπου λειτουργούσαν οι σάλπιγγες των αγγέλων.
Λέω «περίπου» γιατί οι αγγελικές σάλπιγγες είχαν και ατέλειες. Χώρια που τους έλειπαν και οι άγιες καμήλες.
Η αποστολή μου ξεκινούσε όρθρου βαθέως. Αφενός γιατί όλη νύχτα δεν μου κολλούσε ύπνος και αφετέρου για να μην προλάβουν άλλα παιδιά να μεταδώσουν τα χαρμόσυνα χαμπέρια πριν από εμένα. Βέβαια, πολλές φορές μου άνοιγαν την πόρτα τους αγουροξυπνημένοι άνθρωποι με φανερή την τσίμπλα στο μάτι τους, αλλά καθόλου δεν με πείραζε. Ίσα – ίσα καλύτεροι από τους ξύπνιους ήταν αυτοί αφού και λεφτά μου δίνανε και καμιά όρεξη δεν είχαν να ακούσουν λεπτομέρειες για τη γέννηση του Ιησού. Μου έδιναν την εντύπωση ότι γνώριζαν τα πάντα και απορούσα που στο διάολο τα είχαν μάθει αφού εγώ δεν θυμόμουνα να τους τα είχα πει.
Δεν έβγαινα μόνος μου να λέω τα κάλαντα. Έπαιρνα μαζί μου και τον αδελφό μου τον Γιάννη, κατά ένα χρόνο μικρότερό μου. Έκρινα ότι η παρουσία του στο πλευρό μου ήταν απαραίτητη, για συγκεκριμένους λόγους.
Πρώτον διότι αν χρειαζόταν να πλακωθούμε στο ξύλο με άλλους προπαγανδιστές της γέννησης του Χριστού, καλύτερα ήταν να μην ήμουν μόνος. Δεύτερον, διότι ο Γιάννης είχε γαϊδουροφωνάρα και έτσι μπορούσα να ξεχωρίζω εγώ λόγω της καλλιέπειας της φωνής μου. Τρίτον, διότι έπρεπε να έχω κοντά μου και έναν μάρτυρα έτοιμο να επιβεβαιώσει όλα όσα είχα να ανακοινώσω για τον Ιησού, τον Ηρώδη και τις καμήλες σε όσους μας άνοιγαν την πόρτα. Και τέταρτον, διότι στο τέλος της αποστολής μας όταν έφτανε η ώρα να μοιραστούμε τις εισπράξεις, πολύ εύκολα τον έριχνα το Γιάννη στη μοιρασιά. Και αν έκανε ότι στραβομουτσούνιαζε, του έριχνα και τις σφαλιάρες του.
Αμέτρητα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο καλύπταμε, περπατώντας σε όποιο δρόμο και σοκάκι βλέπαμε. Χτυπούσαμε όποια πόρτα βλέπαμε. Χωρίς αναστολές, χωρίς ντροπές, χωρίς φόβους και πάθη. Είτε μας στραβοκοίταζαν είτε όχι αυτοί που μας άνοιγαν, το πρόγραμμά μας ήταν το ίδιο.
«Θείο, να τα πούμε;» εξυπακούεται ότι αν μας άνοιγε γυναίκα δεν την προσφωνούσαμε «θείο».
Αν καθυστερούσε, έστω και για δευτερόλεπτα να μας απαντήσει, εκλαμβάναμε την τοιαύτη καθυστέρηση ως αποδοχή της πρότασής μας και αρχίζαμε να βαράμε τα καπάκια με τις άγιες καμήλες και να τραγουδάμε.
«Καλήν ημέρα άρχοντες»
Τώρα, τι σόι άρχοντες μπορούσαν να κατοικούν σε κάποια χαμόσπιτα που νομίζαμε ότι θα γκρεμιζόντουσαν αν λέγαμε λίγο δυνατότερα τα κάλαντα, αυτό ήταν μια άλλη ιστορία. Εμείς, όλους «άρχοντες» τους αποκαλούσαμε.
Πώς να τους αποκαλούσαμε; «φτωχομπινέδες;»
Νευρίαζα αφάνταστα όταν κάποιος μας άφηνε να του πούμε τα πάντα, με κάθε λεπτομέρεια, για το ρεπορτάζ της Βηθλεέμ και μετά μας έδινε ένα πενηνταράκι.
Έτσι μου ερχόταν να κλείσω τα κάλαντα με κάνα μπινελίκι, αλλά δεν το έκανα, γιατί δεν είχα μάθει ακόμα απταίστως τη μπινελική γλώσσα.
Αντίθετα, αφάνταστα εκτιμούσα τους πελάτες που μας έδιναν ολόκληρη δραχμή και μάλιστα χωρίς να περιμένουν με αγωνία να ακούσουν το τέλος της ιστορίας που τους διηγούμασταν, συνοδεία των καπακιών από τα κουτιά με τη μπογιά για τα παπούτσια. Υπήρχαν και πελάτες που μας έδιναν δίφραγκο.
Αυτούς τους γυρεύαμε στα πιο δυσπρόσιτα στενοσόκακα, εκεί που ξέραμε ότι ήταν πολύ δύσκολο να είχαν πάει πριν από εμάς άλλα παιδιά για να πουν τα κάλαντα. Είχα και μια θεία, τη θεία Δέσποινα που έμενε κοντά στο Πανάνειο Νοσοκομείο, η οποία μας έδινε τάλιρο. Έτσι και ήταν στο σπίτι και η κόρη της η Σωσώ μας έδινε και αυτή «επικουρική» αμοιβή οπότε ήμασταν διατεθειμένοι μέχρι και τα ονόματα των χιλιάδων νηπίων που σφάγιασε ο θηριώδης Ηρώδης να τους πούμε.
Με την τόση εμπειρία που είχαμε αποκτήσει, είχαμε χαρτογραφήσει τη μείζονα περιοχή των Καμινίων κατά τρόπο λεπτομερέστατο. Ξέραμε απέξω κι ανακατωτά ποιοι μας έδιναν πενηνταράκι, ποιοι δραχμή και ποιοι δίφραγκο.
Ξέραμε και τους αχώνευτους που παρίσταναν ότι γνώριζαν ότι ο Ιησούς είχε γεννηθεί και δεν μας επέτρεπαν να τους ενημερώσουμε σχετικά. Με βάση αυτή τη χαρτογράφηση κινούμασταν κάθε χρόνο. Κάθε Χριστούγεννα, κάθε Πρωτοχρονιά και κάθε Θεοφάνια. Δυστυχώς, μόνο τρεις μέρες το χρόνο μπορούσαμε να πούμε κάλαντα. Χάθηκε ο κόσμος αν τα λέγαμε κάθε Κυριακή;
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η δουλειά ήταν πεσμένη. Ποτέ δεν είχαμε κάνει την είσπραξη της παραμονής των Χριστουγέννων.
Λογικό το έβρισκα.
Διότι άλλο πράγμα είναι να ενημερώνεις κάποιον ότι εγεννήθη ο Χριστός και άλλο να τον ξυπνάς τα χαράματα και να τον πληροφορείς ότι «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία, βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με το παλικάρι». Χέστηκε ο άλλος και για το καλαμάρι, και για το παλικάρι.
Ιδιαίτερα, αν το παλικάρι ήσαν σαν κι εμένα και σαν τον αδελφό μου το Γιάννη.
Ωστόσο καλό μεροκάματο έβγαινε και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Μαζεύαμε αρκετό παραδάκι, ιδιαίτερα από εκείνους τους θεοσεβούμενους νοικοκύρηδες που, με το σταυρό στο χέρι και με τη βοήθεια της Παναγίας, το προηγούμενο βράδυ είχαν ξεσκίσει τους συμπαίκτες τους στα μπαρμπούτι. Αυτοί μας έδιναν δίφραγκο. Προφανώς, με τη φόρα που είχαν πάρει από την προηγούμενη στο ζάρι, μας νόμιζαν καφετζήδες και μας έδιναν βιδάνιο.
Ο Γιάννης κάθε φορά που έβλεπε δίφραγκο άνοιγε τα μάτια του σαν της σκλόπας. Από τότε του έμεινε και αν τον δείτε ακόμα και σήμερα, έτσι έχουν μείνει τα μάτια μου. Σαν της σκλόπας. Κάτι πάθαινε σαν έβλεπε δίφραγκο. Μέχρι και που σταματούσε να λέει τα κάλαντα. Γεγονός που με ανάγκαζε να του ρίχνω αγκωνιές και να τροποποιώ τα κάλαντα προσθέτοντας πού και πού τη φράση «λέγε ρε».
Τέλος η παραμονή των Θεοφανίων ήταν σκέτο χαμαλίκι.
Ούτε πλήρες μεροκάματο για χορωδία δύο καλλιτεχνών δεν έβγαινε. Εμείς, πάντως, έστω και με βαριά καρδιά λόγω του ισχνότατου περιεχομένου της τσέπης μου, συνεχίζαμε να κόβουμε χιλιόμετρα και να χτυπάμε πόρτες. Λίγες άνοιγαν στην παρ΄ ημών κρούση. Κανένα ενδιαφέρον δεν είχαν, ακόμα και οι καλύτεροι πελάτες μας να ακούσουν ότι «Σήμερα είναι των Φώτων που αγιάζουν οι παπάδες και μες στα σπίτια μπαίνουνε και λεν τον Ιορδάνη». Σκασίλα τους μεγάλη, για το τι κάνουν οι παπάδες. Μέχρι και η θεία μου η Δέσποινα την παραμονή των Φώτων προέβαινε, όλως αυθαιρέτως, σε μείωση των αποδοχών μας. Το τάλιρο που μας έδινε γινόταν δίφραγκο. Όσο για τη Σωσώ αντί για λεφτά, μου έδινε την υπόσχεση ότι σαν θα μεγάλωνα θα με μάθαινε αγγλικά. Τότε ήταν που άρχισα να τη βλέπω με στραβό μάτι. Όχι τη Σωσώ αλλά την αγγλική γλώσσα.
Πάντως θα πρέπει να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους που έλεγε τα κάλαντα και αμειβόταν με υποσχέσεις εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας όταν θα μεγάλωνε. Τι να κάναμε όμως; Δύσκολη η δουλειά του καλαντάρη.
Το βράδυ όταν τελειώναμε το όργωμα της περιοχής και αποφασίζαμε να κλείσουμε το μαγαζί, εσήμαινε και η ώρα της διανομής του κεφαλαίου που είχαμε συγκεντρώσει. Εγώ εφήρμοζα μονίμως το γνωστό κόλπο του Καραγκιόζη. Έβγαζα τρία πενηνταράκια από την τσέπη μου και έλεγα στον αδελφό μου: «ένα δικό μου, ένα δικό σου, ένα δικό μου. Εντάξει;» δεν τον άφηνα να το πολυσκεφτεί και έβγαζα τρεις δραχμές.
«Μία δική μου, μία δική σου, μία δική μου. Εντάξει;» έτσι γινόταν το μοίρασμα. Εγώ ήμουν γεννημένος για πολιτικός αλλά ας όψεται ο μακαρίτης ο πατέρας μου που μου έλεγε «Αν γίνεις γιε μου πολιτικός θα αυτοκτονήσω. Χάθηκαν οι έντιμες δουλειές;» δεν μου εξηγούσε τότε, ποιες ήταν οι έντιμες δουλειές όμως εγώ ήξερα ότι πολύ πιο έντιμες δουλειές από αυτή του πολιτικού ήταν αυτές του κλέφτη, του δολοφόνου και του νταβατζή.
Κάποιες φορές ο Γιάννης πήγαινε να διαμαρτυρηθεί αλλά εγώ αντιδρούσα ακαριαία όπως ακριβώς αντιδρούν και οι πολιτικοί. Τον άρχιζα στις φάπες.
Πολλά χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία με τα κάλαντα. Μέχρι που μεγάλωσα και άρχισα να ντρέπομαι να βγαίνω στους δρόμους με τα καπάκια από τα κουτιά της μπογιάς για τα παπούτσια που είχαν πάνω τους ζωγραφισμένες τις άγιες καμήλες.
Και εκτός αυτού, κοντά σε μένα είχε μεγαλώσει και ο Γιάννης και πλέον δεν με έπαιρνε άλλο να τον κλέβω και να τον πλακώνω στις σφαλιάρες.
Ιδιαίτερα, αν το παλικάρι ήσαν σαν κι εμένα και σαν τον αδελφό μου το Γιάννη.
Ωστόσο καλό μεροκάματο έβγαινε και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Μαζεύαμε αρκετό παραδάκι, ιδιαίτερα από εκείνους τους θεοσεβούμενους νοικοκύρηδες που, με το σταυρό στο χέρι και με τη βοήθεια της Παναγίας, το προηγούμενο βράδυ είχαν ξεσκίσει τους συμπαίκτες τους στα μπαρμπούτι. Αυτοί μας έδιναν δίφραγκο. Προφανώς, με τη φόρα που είχαν πάρει από την προηγούμενη στο ζάρι, μας νόμιζαν καφετζήδες και μας έδιναν βιδάνιο.
Ο Γιάννης κάθε φορά που έβλεπε δίφραγκο άνοιγε τα μάτια του σαν της σκλόπας. Από τότε του έμεινε και αν τον δείτε ακόμα και σήμερα, έτσι έχουν μείνει τα μάτια μου. Σαν της σκλόπας. Κάτι πάθαινε σαν έβλεπε δίφραγκο. Μέχρι και που σταματούσε να λέει τα κάλαντα. Γεγονός που με ανάγκαζε να του ρίχνω αγκωνιές και να τροποποιώ τα κάλαντα προσθέτοντας πού και πού τη φράση «λέγε ρε».
Τέλος η παραμονή των Θεοφανίων ήταν σκέτο χαμαλίκι.
Ούτε πλήρες μεροκάματο για χορωδία δύο καλλιτεχνών δεν έβγαινε. Εμείς, πάντως, έστω και με βαριά καρδιά λόγω του ισχνότατου περιεχομένου της τσέπης μου, συνεχίζαμε να κόβουμε χιλιόμετρα και να χτυπάμε πόρτες. Λίγες άνοιγαν στην παρ΄ ημών κρούση. Κανένα ενδιαφέρον δεν είχαν, ακόμα και οι καλύτεροι πελάτες μας να ακούσουν ότι «Σήμερα είναι των Φώτων που αγιάζουν οι παπάδες και μες στα σπίτια μπαίνουνε και λεν τον Ιορδάνη». Σκασίλα τους μεγάλη, για το τι κάνουν οι παπάδες. Μέχρι και η θεία μου η Δέσποινα την παραμονή των Φώτων προέβαινε, όλως αυθαιρέτως, σε μείωση των αποδοχών μας. Το τάλιρο που μας έδινε γινόταν δίφραγκο. Όσο για τη Σωσώ αντί για λεφτά, μου έδινε την υπόσχεση ότι σαν θα μεγάλωνα θα με μάθαινε αγγλικά. Τότε ήταν που άρχισα να τη βλέπω με στραβό μάτι. Όχι τη Σωσώ αλλά την αγγλική γλώσσα.
Πάντως θα πρέπει να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους που έλεγε τα κάλαντα και αμειβόταν με υποσχέσεις εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας όταν θα μεγάλωνε. Τι να κάναμε όμως; Δύσκολη η δουλειά του καλαντάρη.
Το βράδυ όταν τελειώναμε το όργωμα της περιοχής και αποφασίζαμε να κλείσουμε το μαγαζί, εσήμαινε και η ώρα της διανομής του κεφαλαίου που είχαμε συγκεντρώσει. Εγώ εφήρμοζα μονίμως το γνωστό κόλπο του Καραγκιόζη. Έβγαζα τρία πενηνταράκια από την τσέπη μου και έλεγα στον αδελφό μου: «ένα δικό μου, ένα δικό σου, ένα δικό μου. Εντάξει;» δεν τον άφηνα να το πολυσκεφτεί και έβγαζα τρεις δραχμές.
«Μία δική μου, μία δική σου, μία δική μου. Εντάξει;» έτσι γινόταν το μοίρασμα. Εγώ ήμουν γεννημένος για πολιτικός αλλά ας όψεται ο μακαρίτης ο πατέρας μου που μου έλεγε «Αν γίνεις γιε μου πολιτικός θα αυτοκτονήσω. Χάθηκαν οι έντιμες δουλειές;» δεν μου εξηγούσε τότε, ποιες ήταν οι έντιμες δουλειές όμως εγώ ήξερα ότι πολύ πιο έντιμες δουλειές από αυτή του πολιτικού ήταν αυτές του κλέφτη, του δολοφόνου και του νταβατζή.
Κάποιες φορές ο Γιάννης πήγαινε να διαμαρτυρηθεί αλλά εγώ αντιδρούσα ακαριαία όπως ακριβώς αντιδρούν και οι πολιτικοί. Τον άρχιζα στις φάπες.
Πολλά χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία με τα κάλαντα. Μέχρι που μεγάλωσα και άρχισα να ντρέπομαι να βγαίνω στους δρόμους με τα καπάκια από τα κουτιά της μπογιάς για τα παπούτσια που είχαν πάνω τους ζωγραφισμένες τις άγιες καμήλες.
Και εκτός αυτού, κοντά σε μένα είχε μεγαλώσει και ο Γιάννης και πλέον δεν με έπαιρνε άλλο να τον κλέβω και να τον πλακώνω στις σφαλιάρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου