Κάποτε,
ήταν ένας αγρότης πτωχός και τάλας, πλην όμως περήφανος κι από καλή
γενιά.
Εκτός από ένα ξερικό χωραφάκι κοντά στη θάλασσα, η μόνη του περιουσία ήταν δυο αίγες: μια λευκή – κατάλευκη και μια μαύρη – μαύρη σαν το κάρβουνο.
Μέσα στο χωραφάκι είχε στήσει το νοικοκυριό του: ένα καλυβάκι όλο κι όλο, περιποιημένο όμως, κάτασπρο και παστρικό μέσα στο λαμπρό ήλιο της Μεσογείου κι ένα περιβολάκι όπου είχε τις λιγοστές ελιές του, μερικές πορτοκαλιές και λίγα κλήματα.
Οι δυο του αίγες, έβοσκαν κι αυτές στο χωραφάκι, κορφολογούσαν τα τρυφερά ανοιξιάτικα βλαστάρια, ξετίναζαν τα...
Εκτός από ένα ξερικό χωραφάκι κοντά στη θάλασσα, η μόνη του περιουσία ήταν δυο αίγες: μια λευκή – κατάλευκη και μια μαύρη – μαύρη σαν το κάρβουνο.
Μέσα στο χωραφάκι είχε στήσει το νοικοκυριό του: ένα καλυβάκι όλο κι όλο, περιποιημένο όμως, κάτασπρο και παστρικό μέσα στο λαμπρό ήλιο της Μεσογείου κι ένα περιβολάκι όπου είχε τις λιγοστές ελιές του, μερικές πορτοκαλιές και λίγα κλήματα.
Οι δυο του αίγες, έβοσκαν κι αυτές στο χωραφάκι, κορφολογούσαν τα τρυφερά ανοιξιάτικα βλαστάρια, ξετίναζαν τα...
νιόβγαλτα φυλλαράκια των πουρναριών
και των αγριοκέρασων και ξαρμυριζόταν στα λεία βότσαλα της ερημικής
παραλίας.
Οι δυο αυτές αίγες, εκτός από το χρώμα τους, ήταν επίσης τελείως διαφορετικές μεταξύ τους...
Οι δυο αυτές αίγες, εκτός από το χρώμα τους, ήταν επίσης τελείως διαφορετικές μεταξύ τους...
Η λευκή ήταν κακομαθημένη και δύστροπη.
Απαιτούσε πάντα την καλύτερη και περισσότερη τροφή κι όταν καμιά φορά ο
πτωχός αφέντης της αργούσε να την ταΐσει, ξεσήκωνε τον κόσμο με τα
σπαραχτικά και θυμωμένα βελάσματά της.
Η μαύρη πάλι, ήταν λιτοδίαιτη και καλόβολη.
Σπάνια ζητούσε τροφή από το αφεντικό της και συνήθως αρκούνταν στο
λιγοστό φαΐ που μπορούσε να της προμηθέψει το ξερικό χωραφάκι.
Η λευκή αίγα ήταν ακόμη καταφερτζού και πολύ συμφεροντολόγα.
Που την έχανες, που την έβρισκες, συνέχεια βρισκόταν στο πλάι του
αφεντικού της. Πότε να του γλύφει τα χέρια, πότε να του βελάζει
παραπονεμένα στο αφτί, πότε να κοιμάται δίπλα στο ξυλοκρέβατό του.
Άλλοτε πάλι, έκανε κολπάκια, τούμπες και τσαλίμια για να του φτιάξει το
κέφι άμα τον έβλεπε άκεφο και ένα σωρό γαλιφιές και τσιριμόνιες όταν τον
έβλεπε στις καλές του και προσδοκούσε να αρπάξει κανένα έξτρα δεμάτι
σανό ή κάποια περισσευούμενη μερίδα καλαμπόκι.
Η μαύρη αντίθετα ποτέ δεν τον πλησίαζε,
συνήθως έβοσκε μονάχη της στο κτήμα, διαλέγοντας με σύνεση την τροφή
της, προσέχοντας τις κινήσεις της και κρατώντας τις δέουσες αποστάσεις
από το αφεντικό της.
Ως εκ τούτου, η λευκή αίγα είχε γίνει τετράπαχη, γυαλιστερή και τσίλικη, την ίδια ώρα που η μαύρη παρέμενε καχεκτική, μουντή και μουρτζούφλα.
Πράγμα παράξενο όμως, η λευκή αίγα παρά την επιβλητική της εμφάνιση, το σαματά που ξεσήκωνε με τη συμπεριφορά της και την εκλεκτή τροφή που κατανάλωνε, δεν ήταν καθόλου παραγωγική.
Ελάχιστο γάλα έδινε για τις ανάγκες του πτωχού αγρότη, το μαλλί της το
έκανε περμανάντ και ποτέ δεν κατάφερε να του χαρίσει ούτε ένα κατσικάκι.
Η λευκή αίγα ήταν απαιτητική, τετράπαχη, κακομαθημένη και συνάμα
εντελώς στείρα!
Αντίθετα, η μαύρη κατέβαζε το γάλα της,
γεννοβολούσε τακτικά τα κατσικάκια της και χάριζε απλόχερα το πλούσιο
μαλλί της στο αφεντικό της. Ήταν αδύνατη, καλόβολη, λιτοδίαιτη και
συνάμα παραγωγική και χρήσιμη.
Η μαύρη αίγα ήταν αυτή που εξασφάλιζε την επιβίωση του πτωχού αγρότη και εξαγόραζε με την παραγωγή της την καλοπέραση και της λευκής.
Αντίθετα με ότι θα περίμενε κάθε συνετός άνθρωπος του μόχθου, ο περήφανος αλλά πτωχός αγρότης, αγαπούσε και πρόσεχε περισσότερο τη λευκή του αίγα!
Αντίθετα με ότι θα περίμενε κάθε συνετός άνθρωπος του μόχθου, ο περήφανος αλλά πτωχός αγρότης, αγαπούσε και πρόσεχε περισσότερο τη λευκή του αίγα!
Οδηγούμενος
από μια προαιώνια ανάγκη για ευχαρίστηση, για ομορφιά και για
κολακείες, εκτιμούσε ενστικτωδώς περισσότερο την αίγα που του εξασφάλιζε το «ευ ζην» από εκείνη που του διασφάλιζε το «ζην».
Πάντοτε προσπαθούσε να κρατά ευχαριστημένη και χορτάτη τη λευκή αλλά στείρα αίγα
που του έκανε τα χατίρια και του κολάκευε τον εγωισμό, παρά τη μαύρη
που του έδινε όλα εκείνα τα απαραίτητα για την επιβίωσή του.
Κατά κάποιον τρόπο θεωρούσε τη μαύρη αίγα δεδομένη
και υποχρεωμένη εις το διηνεκές να του παρέχει τα προϊόντα της, ένα
απλό και σίγουρο «εργαλείο», ενώ φοβόταν απελπισμένα μη χάσει την εύνοια
της λευκής του αίγας, μη χάσει τη συντροφιά της, μην απομείνει έρημος
και μοναχός χωρίς την ενθουσιώδη παρουσία της.
Κάποτε, ήρθαν δύσκολες στιγμές για τον αγρότη, το χωραφάκι του και τις δυο του αίγες. Δεν κατάφερε να αποπληρώσει κάποιο καλλιεργητικό δάνειο που είχε συνάψει και η Τράπεζα έστειλε τους κλητήρες της να του γυρέψουν τα χρωστούμενα. Ο αγρότης δήλωσε αδυναμία να ανταποκριθεί. Οι κλητήρες, ήρεμα κι επαγγελματικά, έβαλαν κάτω τις σοφές τους γκλάβες και γύρεψαν να βρουν μια λύση. Στο τέλος του είπαν σκυθρωποί:
«Έχεις δυο αίγες, μια λευκή και μια μαύρη. Η μια τρώει πολύ και δεν παράγει σχεδόν τίποτε. Η άλλη τρώει λιγότερο και παράγει σχεδόν τα πάντα. Πρέπει κάτι να κάνεις γι’ αυτό, ώστε να εξοικονομήσεις χρήματα να πληρώσεις τα αφεντικά μας».
«Σαν τι να κάνω;» ρώτησε αυτός κουτοπόνηρα.
«Τάιζε λιγότερο τη λευκή αίγα για αρχή και άμα δεν σου φτάσουν τα χρήματα, τότε σφάξε την να αποπληρώσεις τα χρωστούμενα. Στο κάτω – κάτω, άχρηστη είναι, τίποτε δεν παράγει, κλέβει και το φαΐ της μαύρης. Μπορείς στη θέση της να πάρεις μιαν άλλη αίγα, με καλύτερο χαρακτήρα που να τρώει λιγότερο και να σου παράγει περισσότερο» είπαν οι κλητήρες και τον άφησαν μονάχο του.
Όταν έφυγαν οι ξένοι, ο αγρότης έπεσε σε περισυλλογή. Η λευκή αίγα, λες και κατάλαβε το δυσμενές γι’ αυτήν κλίμα, ήρθε και του έγλυφε ασταμάτητα τα χέρια. Η μαύρη, απομακρύνθηκε περισσότερο και συνέχισε να βοσκάει ρίχνοντας πλάγιες φοβισμένες ματιές προς το αφεντικό της.
Κάποτε, ήρθαν δύσκολες στιγμές για τον αγρότη, το χωραφάκι του και τις δυο του αίγες. Δεν κατάφερε να αποπληρώσει κάποιο καλλιεργητικό δάνειο που είχε συνάψει και η Τράπεζα έστειλε τους κλητήρες της να του γυρέψουν τα χρωστούμενα. Ο αγρότης δήλωσε αδυναμία να ανταποκριθεί. Οι κλητήρες, ήρεμα κι επαγγελματικά, έβαλαν κάτω τις σοφές τους γκλάβες και γύρεψαν να βρουν μια λύση. Στο τέλος του είπαν σκυθρωποί:
«Έχεις δυο αίγες, μια λευκή και μια μαύρη. Η μια τρώει πολύ και δεν παράγει σχεδόν τίποτε. Η άλλη τρώει λιγότερο και παράγει σχεδόν τα πάντα. Πρέπει κάτι να κάνεις γι’ αυτό, ώστε να εξοικονομήσεις χρήματα να πληρώσεις τα αφεντικά μας».
«Σαν τι να κάνω;» ρώτησε αυτός κουτοπόνηρα.
«Τάιζε λιγότερο τη λευκή αίγα για αρχή και άμα δεν σου φτάσουν τα χρήματα, τότε σφάξε την να αποπληρώσεις τα χρωστούμενα. Στο κάτω – κάτω, άχρηστη είναι, τίποτε δεν παράγει, κλέβει και το φαΐ της μαύρης. Μπορείς στη θέση της να πάρεις μιαν άλλη αίγα, με καλύτερο χαρακτήρα που να τρώει λιγότερο και να σου παράγει περισσότερο» είπαν οι κλητήρες και τον άφησαν μονάχο του.
Όταν έφυγαν οι ξένοι, ο αγρότης έπεσε σε περισυλλογή. Η λευκή αίγα, λες και κατάλαβε το δυσμενές γι’ αυτήν κλίμα, ήρθε και του έγλυφε ασταμάτητα τα χέρια. Η μαύρη, απομακρύνθηκε περισσότερο και συνέχισε να βοσκάει ρίχνοντας πλάγιες φοβισμένες ματιές προς το αφεντικό της.
Στο τέλος, αυτός αποφάσισε να κόψει λίγο από την τροφή της λευκής αίγας και να αρμέγει περισσότερο τη μαύρη.
Η
λευκή αίγα βάλθηκε τότε να βελάζει σπαραχτικά και τις νύχτες δεν τον
άφηνε να κλείσει μάτι, την ίδια ώρα που η μαύρη πήρε να αδυνατίζει
περισσότερο.
Παρόλα αυτά, τα λεφτά δεν του έφταναν κι έτσι οι κλητήρες ξαναφάνηκαν.
Μέσα στη φασαρία από τα βελάσματα της λευκής αίγας, και την αδυναμία
της μαύρης να δώσει περισσότερο γάλα, η πρότασή τους ήταν σωστός
καταπέλτης:
«Μια από τις δύο αίγες κατά προτίμηση η λευκή, πρέπει να θυσιαστεί»!
Ο αγρότης έμεινε μονάχος ακόμη μια φορά. Κοίταζε με πόνο ψυχής τη λευκή, τσίλικη αίγα του και λυπόταν αφάνταστα να τη θυσιάσει. Είχε τόσο πολύ κοπιάσει να την φτιάξει έτσι πεντάμορφη, παχουλή και τσαχπίνα που δεν του πήγαινε η καρδιά να την αποχωριστεί.
«Μια από τις δύο αίγες κατά προτίμηση η λευκή, πρέπει να θυσιαστεί»!
Ο αγρότης έμεινε μονάχος ακόμη μια φορά. Κοίταζε με πόνο ψυχής τη λευκή, τσίλικη αίγα του και λυπόταν αφάνταστα να τη θυσιάσει. Είχε τόσο πολύ κοπιάσει να την φτιάξει έτσι πεντάμορφη, παχουλή και τσαχπίνα που δεν του πήγαινε η καρδιά να την αποχωριστεί.
Έτσι, πήρε την φορολογία – μαχαίρι και στράφηκε προς τη μαύρη αίγα. Την άρμεξε για τελευταία φορά, την κούρεψε, πήρε το τελευταίο κατσικάκι της
που το είχε ονομάσει «περαίωση» και την ώρα που σήκωνε το νέο
φορολογικό νομοσχέδιο για να της κόψει το λαιμό, εμφανίστηκαν ως η Αγία
Τριάς, ομοούσιοι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ο
Μάριο, ο Όλι και η Κριστίν και του φώναξαν εν χορώ:
«Τι πας να κάνεις εκεί άνθρωπέ μου; Την λευκή είπαμε, όχι τη μαύρη!»
Και τότε αυτός ξύπνησε!
Ξύπνησε λέτε;
Θα δείξει!
Γιατί αν δεν ξυπνήσει, τότε θα ψοφήσουν και οι δύο αίγες, θα πεθάνει της πείνας και ο ίδιος, θα ρημάξει το χωραφάκι με το λευκό παστρικό σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα και το περιβολάκι θα γεμίσει αγκάθια και σκίνα.
«Τι πας να κάνεις εκεί άνθρωπέ μου; Την λευκή είπαμε, όχι τη μαύρη!»
Και τότε αυτός ξύπνησε!
Ξύπνησε λέτε;
Θα δείξει!
Γιατί αν δεν ξυπνήσει, τότε θα ψοφήσουν και οι δύο αίγες, θα πεθάνει της πείνας και ο ίδιος, θα ρημάξει το χωραφάκι με το λευκό παστρικό σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα και το περιβολάκι θα γεμίσει αγκάθια και σκίνα.
Akenaton
ΥΓ: Υπάρχουν πάντα και τα μαύρα αγριοκάτσικα που ο κακόμοιρος αγρότης ποτέ δεν κατάφερε να ημερώσει. Χοροπηδάνε στα «οφσόρ» κατσάβραχα και του βγάζουν την γλώσσα κάθε φορά που πάει να τα τσακώσει.
Τρώνε
το φαΐ από την ταΐστρα της λευκής αίγας, θολώνουν το νερό στην
ποτίστρα, κουτουλάνε την μαύρη αίγα να της πάρουν την μπουκιά από το
στόμα, ρημάζουν ανενόχλητα το περιβολάκι.
Οι
δανειστές του τον έχουν συμβουλέψει να τα ξεπαστρέψει, του έδωσαν και
μερικά δολοφονικά CD που «ημερεύουν» αγριοκάτσικα στο λεπτό αλλά ο
φτωχός αγρότης φαίνεται πως είναι οικολόγος και πονόψυχος αφού
καταχώνιασε τα CD στο μπαούλο με τα άπλυτα και συνεχίζει να κάνει το
«κορόιδο».
Κρίμα, γιατί μετά την επερχόμενη καταστροφή του περιβολιού, θα μείνουν μονάχα τα αγριοκάτσικα να κορφολογούν τις νοστιμιές του ευλογημένου τόπου!
http://www.antinews.gr/
http://www.antinews.gr/
politika-gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου