Του Νικου Mαραντζιδη*
Τώρα, που η κρίση υπονόμευσε το βιοτικό μας επίπεδο, εμείς, η καταχρεωμένη σε τράπεζες και πιστωτικές κάρτες μεσαία τάξη, παρατηρούμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, οι οποίοι κατάφεραν με κόπους χρόνων να δημιουργήσουν μια κάποια περιουσία, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση, αρκετές φορές, με σαφώς καλύτερους όρους από τους δικούς μας.
Τώρα, που η κρίση υπονόμευσε το βιοτικό μας επίπεδο, εμείς, η καταχρεωμένη σε τράπεζες και πιστωτικές κάρτες μεσαία τάξη, παρατηρούμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, οι οποίοι κατάφεραν με κόπους χρόνων να δημιουργήσουν μια κάποια περιουσία, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση, αρκετές φορές, με σαφώς καλύτερους όρους από τους δικούς μας.
Οι γονείς
μας, είτε ήταν υπάλληλοι, είτε επαγγελματίες και επιχειρηματίες, είτε
αγρότες, ήταν συνήθως άνθρωποι μετρημένοι.
Ζούσαν λιτά, απεχθάνονταν τα
δάνεια και τα δανεικά και προγραμμάτιζαν προσεκτικά τη ζωή τους χωρίς
σπατάλες.
Εχοντας εμπειρίες πολέμων και οικονομικών καταστροφών,
αντιμετώπιζαν το μέλλον με συστολή και συγκρατημένη απαισιοδοξία.
Ηταν,
με άλλα λόγια, συντηρητικοί άνθρωποι.
Αυτός ο συντηρητισμός είχε αναγορεύσει σε θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης, συμπεριφορές όπως η εργατικότητα, η αποταμίευση, η πειθαρχία, ο σεβασμός στους νόμους, η εγκράτεια...
Αυτός ο συντηρητισμός είχε αναγορεύσει σε θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης, συμπεριφορές όπως η εργατικότητα, η αποταμίευση, η πειθαρχία, ο σεβασμός στους νόμους, η εγκράτεια...
Ιδιαίτερα, η ελληνική εκπαίδευση
ήταν γεμάτη από τέτοιες αξίες, που σήμερα τις θεωρούμε παλιομοδίτικες
και συχνά αντιδραστικές. Γελάμε, όταν σκεφτόμαστε πως τα παλιά βιβλία
του δημοτικού είχαν ως πρότυπα καριέρας τον τσαγκάρη, τον καστανά, τον
ξυλουργό, τον αγρότη. Ταπεινά επαγγέλματα και κόσμοι που αποτύπωναν τις
αξίες του ελληνικού συντηρητισμού.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι παραπάνω αξίες έπαιρναν συχνά στην
πράξη μορφή καρικατούρας. Ο σεβασμός στους κανόνες γινόταν άκριτη
πειθαρχία, η αποδοχή των ιεραρχιών υποτέλεια στους ισχυρούς, η ηθική
μετατρεπόταν σε υποκρισία, η αποταμίευση σε μιζέρια, οι οικογενειακοί
δεσμοί καταντούσαν νεποτισμός, η αγάπη για την πατρίδα εθνικισμός, η
αίσθηση του να έχει κανείς ρίζες κλειστοφοβικός επαρχιωτισμός.
Μας αρέσει ή όχι, πάντως, αυτός ο συντηρητικός κόσμος άφησε το στίγμα
του στη χώρα. Συγκρότησε έναν συνεκτικό κώδικα αξιών και συμπεριφοράς,
που κοινωνικοποίησε γενιές ολόκληρες προς συγκεκριμένα πρότυπα ζωής.
Η δεκαετία του 1970 παρέσυρε πολύ σύντομα τον συντηρητισμό και κυρίως
τις αξίες του. Μια νέα γενιά αισιόδοξων ανθρώπων γεννημένη μετά τον
Εμφύλιο, που δεν βίωσε πόλεμο, αναζητούσε να ξεφύγει από το κλειστό και
περιοριστικό πλαίσιο της προηγούμενης περιόδου, διψούσε για νέες
εμπειρίες και γρήγορη κοινωνική άνοδο. Αυτή η γενιά οικοδόμησε το δικό
της αξιακό σύστημα, που επιβλήθηκε εύκολα στις πολιτικές συνθήκες της
μεταπολίτευσης.
Μαζί με τα απόνερα, όμως, πετάχτηκε και το μωρό. Σύντομα, τη θέση της
αποταμίευσης πήρε ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός και ο υπερδανεισμός. Τη
θέση πως ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία διαδέχθηκε η ακόρεστη δίψα για
πλούσια ζωή και πολυτελή διαβίωση. Χάρη στα νέα ήθη, η καριέρα έπρεπε
να οδηγεί στον γρήγορο πλουτισμό. Το ελληνικό κράτος αποικήθηκε από
νεόπλουτες φιλοδοξίες. Ετσι άνθησαν «αεριτζίδικα» επαγγέλματα, ξεφύτρωσε
η μανία του χρηματιστηρίου και πολλοί οδηγήθηκαν προς τη διαφθορά και
τη λεηλασία δημοσίων πόρων με την απλή, και φθηνή, αιτιολογία πως «μόνο
με τον μισθό δεν βγαίνεις».
Μέσα σε όλα αυτά, η αφοσίωση στην ιεραρχία αντικαταστάθηκε από την
αντίληψη πως η αναίδεια και η αγένεια απελευθερώνουν. Ενώ η πίστη για
την αξία της τήρησης των νόμων κλονίστηκε από την αίσθηση της
ατιμωρησίας και την πεποίθηση πως δεν υπάρχουν σαφή όρια πέραν από αυτά
που ορίζει το εγώ και η ισχύς του καθενός.
Δυστυχώς, ο παλιομοδίτικος συντηρητισμός, που δεν μπορούσε να
ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, δεν έδωσε τη θέση του σε έναν
προοδευτικό φιλελευθερισμό που διατηρώντας αξίες, όπως ο σεβασμός στον
νόμο και η επιχειρηματικότητα, θα έφερνε μαζί του την αξιοκρατία, την
ατομική ευθύνη, τον κοσμοπολιτισμό, τον ορθολογισμό και την
ανεκτικότητα. Ούτε αντικαταστάθηκε, έστω, από μια σοσιαλδημοκρατική,
σκανδιναβικής προέλευσης, κουλτούρα κοινωνικής συνοχής που θα
καλλιεργούσε μεν τον εξισωτισμό και τον κρατισμό, αλλά τουλάχιστον θα τα
συνδύαζε με μια φιλοσοφία ατομικής εγκράτειας, λιτής διαβίωσης
εναρμονισμένης με τις αρχές υποτίθεται του σοσιαλισμού.
Αυτό που επικράτησε στη μεταπολίτευση, συνιστά ένα ιδεολογικό υβρίδιο,
που μπορεί να αποκληθεί: «Καταναλωτικός σοσιαλ-λαϊκισμός».
Πρόκειται για
ένα ιδεολογικό αμάλγαμα που προέκυψε από τη φιλοδοξία κοινωνικής ανόδου
και τις καταναλωτικές προσδοκίες της μεταπολεμικής γενιάς σε συνδυασμό
με την υιοθέτηση σοσιαλιστικών ιδεολογικών προταγμάτων. Επρόκειτο, στην
πραγματικότητα, για την ιδεολογία των εξεγερμένων μικροαστών: τα ήθελαν
όλα εδώ και τώρα.
Στην παραγωγή αυτού του κράματος συνετέλεσαν αναμφίβολα δύο παράγοντες:
α) Η δικτατορία του 1967, που καταρράκωσε και γελοιοποίησε τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού καθιστώντας τες ανενεργούς, αν όχι γραφικές.
β) Η έλευση στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ, το 1981, που είχε εξέχουσα συμβολή στην επικράτηση αυτού του καταναλωτικού σοσιαλ-λαϊκισμού.
Σήμερα, που πρέπει να ξαναχτίσουμε τη χώρα, ας θυμηθούμε, πως, στο παρελθόν, μερικές από τις αξίες του συντηρητικού κόσμου συνέβαλαν να ορθοποδήσει η Ελλάδα σε δύσκολες στιγμές.
Στην παραγωγή αυτού του κράματος συνετέλεσαν αναμφίβολα δύο παράγοντες:
α) Η δικτατορία του 1967, που καταρράκωσε και γελοιοποίησε τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού καθιστώντας τες ανενεργούς, αν όχι γραφικές.
β) Η έλευση στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ, το 1981, που είχε εξέχουσα συμβολή στην επικράτηση αυτού του καταναλωτικού σοσιαλ-λαϊκισμού.
Σήμερα, που πρέπει να ξαναχτίσουμε τη χώρα, ας θυμηθούμε, πως, στο παρελθόν, μερικές από τις αξίες του συντηρητικού κόσμου συνέβαλαν να ορθοποδήσει η Ελλάδα σε δύσκολες στιγμές.
Αυτό ας το έχουν κυρίως στον
νου τους οι Ελληνες συντηρητικοί πολιτικοί, που, έως σήμερα, στην αγωνία
τους να δείξουν σύγχρονοι, αποποιήθηκαν τον βασικό πυρήνα της
ιδεολογίας τους και μιμήθηκαν, δυστυχώς, τα πιο αρνητικά στοιχεία των
αντιπάλων τους προκειμένου να γίνουν αρεστοί.
Στο τέλος, και οι μεν και
οι δε, συντηρητικοί και σοσιαλιστές, έφτασαν να μοιάζουν σαν δύο
σταγόνες νερό.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
-Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Καθημερινή
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
-Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου