Τον άγγελο,
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ' άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ' αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα...
Δεν
αρκούν οι λίγες μέρες. Οι λίγες βδομάδες και οι λίγοι μήνες. Μπορεί και
τα λίγα χρόνια. Μόνον η επίμονη υπομονή είναι ικανή να λειώσει το
ατσάλι. Θα βρεθείς, πλεονεκτώντας, κάποιες φορές απέναντι στον εχθρό
σου, και τότε ίσως νομίσεις πως μπορεί να τον νικήσεις. Μην ξεγελασθείς
από αυτά τα καμώματα της τύχης. Μην θελήσεις να εξαργυρώσεις εκείνη τη...
στιγμή το ατέρμονο της αναμονής.
στιγμή το ατέρμονο της αναμονής.
Και
καθώς το φώς λιγοστεύει, κάθε φορά που σηκώνουν τις ασπίδες τους στον
ήλιο, καθώς η γή ζητάει να φύγει κάτω από τα πόδια σου, όπως το νερό,
πίστεψε πως σούλαχε ένας ίσκιος στο λιοπύρι, μία φραγή στην πρόσκαιρη
δικαίωση, ένα ρυάκι να δροσίσει τον κάματο και να οπλίσει το νού με τη
σοφία των αιώνων.
Θυμίσου,
αυτούς που η αναμονή τους αδρανοποίησε τη σκωρίωση του χρόνου και
ρώτησέ τους για της νύχτας τα καρτερέματα και της μέρας τις
στραγγαλισμένες οργές. Την άθελη στέρηση, την ακατάδεκτη αδικία που τους
τύλιγε και τον βουβό πόνο, που μεταλλασόταν σε γνώση και δύναμη. Ρώτησέ
τους γιατί στα σκαλιά των ανακτόρων άφησαν ανεξίτηλα τα αποτυπώματα της
εκεί παρουσίας των. Γιατί μές στις στιβάδες των γραπτών σκοτείνιαζαν τα
μάτια τους. Για τις αμέτρητες φορές που θόλωνε η σκέψη και αδυνάτιζε το
κορμί τους.
Για
να τα κάμνουν δικά τους κάποτε, θα σου πούνε. Και σαν τον Ορέστη, κρυφά
κάποτε θα μπούνε στους κοιτώνες της Κλυταιμνήστρας, να ζητήσουν να
εισπράξουν την δικαίωση που τους αναλογεί.
Έτσι
γράφεται η Ιστορία: η οργή μένει διψασμένη, η πείνα εποπτεύει το νού
και το σώμα. Και έτσι γενιώνται οι εικόνες που καταχωρούνται στο
ευσυνείδητο των τυράννων, που καταχωρούν μιαν υπεραξία στο ενεργητικό
της ιστορίας. Φωτογραφίες αυλακωμένες από το αλάτι του χρόνου, ρυτίδες
χαραγμένες σε πρόσωπα που τάσκαψε το φώς, οδηγοί σε πορεία φωτεινή και
μη αναστρέψιμη. Και προ παντός εικόνες-ανακλάσεις του φόβου για αυτόχθονες και μη τυράννους.
...Φέραμε πίσω
αυτά τ' ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.
...Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.
Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο
κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα...
Εκείνη
μόνο τη Στιγμή σήκωσε την πέτρα με τ' αριστερό σου χέρι. Άναψε τη φλόγα
να φωτίσει αυτά που σε δυναστεύουν. Να κάψει πρώτα εσένα, γιατί πρέπει
να πληρώνεται ακριβά η κάθε σου δρασκελιά. Κι' αν αντικρύσεις την οδύνη
μπροστά στα ερείπια, μην φοβηθείς: είναι ο δρόμος σου από 'κεί και
πρέπει να τον ακολουθήσεις.
Η
Οργή δεν ακούγεται, μένει ξεπνοημένη σαν οι θυσίες δεν αυλακώνουν
πορείες σποράς και θερισμού. Όταν δεν ευλογούνται τα αλέτρια που
οργώνουν, δεν τραγουδιούνται τα χέρια που σπέρνουν, δεν βγάζουν φωτιές
τα δρεπάνια που θερίζουν και οι μύλοι που αλέθουν, δεν μοσχοβολούν οι
φούρνοι που ψήνουν το ψωμί. Για νάρθουν μετά στόματα πεινασμένα να
γεμίσουν δύναμη και σοφία για το κατά πώς διαβαίνει και αποδρά το χθές. Για το πως η κάθε αυγή μα και το κάθε δειλινό τηρούν μιαν υπόσχεση στην δικαιοσύνη.
Διάλεξε
από τα ερείπια την πέτρα της οργής σου, χρωματισμένη με θλίψεις, πόνο
και υποσχέσεις. Πέτρα ραγισμένη από τραγούδια και θρήνους. Ασπρισμένη
από το πέρασμα του χρόνου και του φωτός.
Τούτη την πέτρα να ρίξεις κατά πάνω στην αδικία, με τ' αριστερό σου χέρι.
Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.
Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα
Φωτογραφία από Art Poetica (Ch.C)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου